Η αυτοκτονία κρίνεται ενίοτε ως μια πράξη δυσερμήνευτη και από πολλούς κατακριτέα με την έννοια πως ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή του και πως οφείλει να περιμένει το τέλος του όταν αυτό έρθει. Για όλους όμως εκείνους τους ανθρώπους, γυναίκες και άντρες, που για διάφορους δικούς τους προσωπικούς λόγους αποφάσισαν το απονενοημένο διάβημα, πώς θα μπορούσε κάποιος να τους πείσει να μην το πράξουν; Ποιος έχει την δύναμη και το κουράγιο να αντιμετωπίσει το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει όταν όλα για εκείνον ή εκείνη δεν σημαίνουν τίποτα και η αυτοχειρία είναι η μόνη απελευθέρωση και λύτρωση; Ο συγγραφέας καταγράφει τις ίδιες του τις ανησυχίες, καταθέτει το χρονικό των γεγονότων που τον οδήγησαν εκεί, θυμάται και καταμαρτυρά στιγμές βάζοντας τον εαυτό του σε ρόλο αφηγητή σαν να ήταν εκείνος ένας τρίτος.
Μοναχικός καβαλάρης του δικού του ανώμαλου δρόμου
Ο συγγραφέας και αφηγητής Λεβέ, είναι ωμός ως προς την περιγραφή των γεγονότων και δεν έχει διάθεση να ωραιοποιήσει τίποτα. Το κείμενο αυτό μοιάζει με ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που απευθύνει σε όποιον και όποια ενδιαφέρεται να μάθει για το άτομό του, για τα όσα διαδραματίζονταν στο ανήσυχο μυαλό του, για τις θεμελιώδεις και αξεπέραστες αγωνίες, για τα όσα είχε μέσα του εσωτερικά και ήρθε η ώρα να τα εξωτερικεύσει. Τα όσα καταθέτει είναι ένα ταξίδι δίχως αύριο στο άπειρο, στο πουθενά που γυρισμό δεν έχει. Ο ίδιος κάνει μία αναδρομή από την στιγμή της πράξης και προς τα πίσω, οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από πολύπλοκες στοές και δυσεπίλυτους γρίφους, η γραφή του και το όλο του ύφος μοιάζει με σταυρόλεξο για δύσκολους λύτες.
“Η αυτοκτονία σου ήταν η πιο σημαντική κουβέντα της ζωής σου, μα όμως δεν έδρεψες τους καρπούς της”. Ποιος αυτόχειρας άραγε μιλάει για το πρόβλημά του και ποιος θα μπει στην διαδικασία να συζητήσει πως το σκέφτεται να αυτοκτονήσει; Είναι μια πράξη μοναχική, πράξη θάρρους και όχι δειλίας θα πω, μια πράξη γενναία που μπορεί να είναι και μια νέα αρχή για αυτόν που την διαπράττει. Γιατί ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ο αυτόχειρας δεν έχει προσπαθήσει αρκετά με τον εαυτό του και πως δεν έχει παλέψει με τις ενδόμυχες παλινωδίες του πριν να δώσει τέλος; Πολλά μπορεί να είναι τα αίτια του θανάτου του Βαν Γκογκ για παράδειγμα, ο οποίος και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο περίφημους και μυστηριώδεις αυτόχειρες. Ο συγγραφέας δεν είναι λιγότερο αινιγματικός, μας οδηγεί στα μονοπάτια των σκέψεών του και εμείς γινόμαστε κοινωνοί όλων των προβληματισμών που τον απασχολούν.
Η Κατερίνα Χανδρινού που έχει επεξεργαστεί τόσο δεξιοτεχνικά την μετάφραση γράφει στο σύντομο αλλά περιεκτικό επίμετρο του βιβλίου: “Ο θάνατος κατά Λεβέ δεν φαίνεται να είναι το τέλος (ούτε της ζωής ούτε της γλυκιάς τυραννίας του τυχαίου), ένα λάκτισμα είναι: η συνάντηση μάλλον με το άγνωρο. Ταξίδι στη χώρα απ’ όπου κανείς δεν γύρισε. Έτσι φεύγει, αναχωρεί, εν μέσω πλήρους ζωτικότητας. Και η Αυτοχειρία δεν αφήνει πεισιθάνατη επίγευση ούτε δημιουργεί προϋποθέσεις θρήνου ή συμπόνιας…”. Και πράγματι έτσι είναι ακριβώς, ο συγγραφέας δεν περιγράφει τα συμβάντα ως ημερολόγιο για να τον συμπονέσουμε ή να τον κλάψουμε. Αυτό που ενδεχομένως επιζητά είναι να τον κατανοήσουμε και να απολαύσουμε το λογοτεχνικό του αποτύπωμα, σαν αυτή η πράξη να μην συνέβη ποτέ από εκείνον.
Ο Λεβέ είναι χείμαρρος στον λόγο του, δεν κρύβει τίποτα, δεν θέλει να κρυφτεί πίσω από κανένα παρασκήνιο, ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει το έργο της αυτοχειρίας του ενώ το έχει ήδη προσχεδιάσει από την αρχή. Και όμως θα υποστηρίξει όλο το φάσμα αυτού του έργου που ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει με απόλυτη αφοσίωση και πίστη σαν να είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Έχει κάτι το μεταφυσικό και το παράλογο όλο αυτό, αλλά διαπνέεται οφείλω να πω και από μία περίεργη ενδοσκόπηση στην άστατη ανθρώπινη φύση που δεν έχει τα εφόδια και τις δυνατότητες εκείνες να δει την χαρά πίσω από την θλίψη, την ευτυχία πίσω από την δική του δυστυχία.
Αδυνατεί να σκεφτεί τον περίγυρό του, ο Λεβέ το μόνο που κάνει είναι να ζει το προσωπικό του δράμα που μόνο εκείνος γνωρίζει. Εξάλλου γράφει χαρακτηριστικά: “Ήξερες ότι κάποιοι από τους κοντινούς θα ένιωθαν τύψεις που δεν είχαν διαισθανθεί την επιλογή σου να πεθάνεις, και ότι θα αναθεμάτιζαν τον εαυτό τους που δεν είχαν μπορέσει να σε βοηθήσουν να θελήσεις να εξακολουθήσεις να ζεις. Θεωρούσες όμως πως ήταν γελασμένοι. Κανείς άλλος πέρα από σένα τον ίδιο δεν θα μπορούσε να σου εμφυσήσει περισσότερη όρεξη για ζωή παρά για θάνατο”. Ο θάνατος δεν είναι ένα τέλος, ποτέ ο Λεβέ δεν το είδε έτσι, ο θάνατος για εκείνον ήταν το αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο είχε εισέλθει. Και ποτέ δεν ένιωσε πιο ζωντανός παρά από την στιγμή που έπραξε εκείνο που τόσο καιρό προετοίμαζε.
Είναι τόσο ισχυρές οι εικόνες που μας προσφέρει, που ως αναγνώστες θα στοχαστούμε τι κρύβεται πίσω από αυτήν την τόσο τραγική απόφαση, απόφαση με την οποία όχι μόνο είχε συμβιβαστεί αλλά σίγουρα θα προτιμούσε να την κάνει πολύ νωρίτερα και τα όσα στιχάκια διαβάζουμε στο τέλος μοιάζουν με ένα κύκνειο άσμα, με ένα τραγούδι για αυτό που θα επακολουθήσει. Η ποίησή του είναι σκληρή, είναι άγρια θάλασσα ωκεανού αλλά είναι και φορτισμένη, ισχυρό χτύπημα λέξεων στον τοίχο. Ο Λεβέ μοιάζει με καλλιτέχνη που δημιουργεί τον δικό του καμβά ως αναμνηστικό για όλους εμάς και έτσι μας αποχαιρετά για το αιώνιο ταξίδι και μας λέει καλή αντάμωση εκεί ψηλά.
“Το τέλος σου ήταν προμελετημένο. Είχες συλλάβει ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο το πτώμα σου θα βρισκόταν αμέσως μετά τον θάνατο. Δεν ήθελες να αποσυντίθεται επί μέρες και να βρεθεί στο τέλος σε προχωρημένη σήψη, σαν κανενός ξεχασμένου ερημίτη”
“Ζεσταινόσουν, είχε καλή μέρα, ο ήλιος σου προκαλούσε μια ψυχική ανάταση. Τον κοιτούσες κατά μέτωπο αψήφιστα, όπως όταν ήσουν παιδί. Τα μάτια σου δάκρυσαν. Ο ήπιος πόνος σε ευχαριστούσε. Το θάμπωμά σου είχε μετατρέψει τον δρόμο σε μονόχρωμο λευκό, κι άρχισες να πηγαίνεις πιο αργά για να θαυμάσεις την ομορφιά σου”