Διαβάζοντας όλο και περισσότερο για την περίοδο του μεσοπολέμου και μελετώντας κανείς τόσο τα ιστορικά όσο και τα μυθιστορηματικά βιβλία που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης συγκυρίας, ανακαλύπτει πόσο η ατομική ευθύνη του καθενός και της καθεμιάς τελικά οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού. Μία κοινωνία βρισκόταν σε αναβρασμό λόγω των ιστορικών γεγονότων με την απώλεια εισοδήματος, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τον πληθωρισμό που κάλπαζε και προκαλούσε φτώχεια και ανέχεια. Αυτά είναι πραγματικά γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε και να αγνοήσει. Ωστόσο, το να οδηγείς στην πυρά μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων – τους Εβραίους εν προκειμένω – για όλα τα δεινά που σου συμβαίνουν, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό που αξίζει να αναλυθεί. Ο Μπέρκελ μάς παρουσιάζει την άλλη όψη του νομίσματος με δύο ανθρώπους που βιώνουν πλήρως και με απόλυτη συναίσθηση όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Η αφήγηση ενός έρωτα στα χρόνια της ανασφάλειας
Το βιβλίο του Μπέρκελ είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να δούμε ως παρατηρητές της ανθρώπινης ιστορίας τα δύο μέτωπα, τις δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας όπως την είχαμε διαβάσει και στη Γαλλική σουίτα της Ιρέν Νεμιρόφσκυ. Ο Μπέρκελ αναδεικνύει το ειδύλλιο μεταξύ δύο νέων ανθρώπων που όμως για λόγους διαφορετικούς βρίσκονται ο καθένας σε άλλη όχθη της ιστορικής περιόδου. Ο Ότο και η Ζάλα αγαπιούνται και επιθυμούν να ζήσουν μαζί, αυτό ωστόσο δεν μπορεί εύκολα να γίνει πραγματικότητα και να ικανοποιηθεί αυτή τους η λαχτάρα λόγω της ιστορικής συγκυρίας που τους αναγκάζει να βρεθούν υπόλογοι ο ένας προς τον άλλον. Πώς άραγε θα μπορέσουν να υπερκεράσουν αυτό το απροσπέλαστο εμπόδιο και να συναντηθούν, πώς θα ξεπεράσουν την ίδια την ιστορία για να παντρέψουν τις ζωές τους;
Η ίδια η Ζάλα, με επίγνωση των όσων έρχονται, αντιμετωπίζει τη σκληρή και ωμή πραγματικότητα, είναι σαν να περιμένει να δει ένα ήδη παιγμένο έργο και τα λόγια της είναι χαρακτηριστικά αυτού που ζει ήδη: “Ό, τι της είχε παρουσιαστεί σαν την πραγματική ζωή, τα ήξερε από τα μουσεία, από τους πίνακες του Τσίλε, του Γκρος ή του Ντιξ. Αυτοί είχαν καταγράψει και αποδώσει αυτούς τους τύπους και τους χαρακτήρες. Όπως και τα πλούσια βασίλεια, τα πρόσωπα αυτά ήταν μια υπερβολή. Παράδεισος ή κόλαση”. Ο σπουδαίος ζωγράφος Πάουλ Κλέε, ο οποίος και έζησε τα τραγικά γεγονότα που περιγράφονται εδώ, είχε πει κάποτε πως όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος τόσο πιο αφηρημένη θα γίνεται η τέχνη. Γιατί σε έναν κόσμο ειρηνικό παράγεται ρεαλιστική τέχνη.
Είναι μια ψευδεπίγραφη περίοδος ευδαιμονίας και ευζωίας αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο από τον Μπέρκελ, ο ίδιος προβαίνει σε μία χωρίς φειδώ αποκάλυψη ενός κόσμου σε αποσύνθεση των ηθών και του σεβασμού προς τον πλησίον. Ο Μπέρκελ τοποθετεί τους ήρωές του σε έναν σκληρό αγώνα για την επιβίωσή τους αλλά και για την επιβίωση του έρωτά τους, έναν έρωτα που τείνει να κατακρημνιστεί από τα γεγονότα που επελαύνουν όπως τα στρατεύματα του Χίτλερ στην Ευρώπη. Περιγράφει με σκωπτικό τρόπο έναν κόσμο σε αποδρομή που βλέπει τα γεγονότα να περνούν μπροστά του και όμως εκείνος αδυνατεί να παρέμβει για να σώσει ό,τι σώζεται, να δει την μηλιά να ξανανιώνει και να ξανανθίζει. Η εξολόθρευση της μεσαίας τάξης λόγω του πληθωρισμού είναι μία άκρως προβληματική συγκυρία που οδηγεί ανθρώπους σε απόγνωση μέσω της αυτοκτονίας. Μην ξεχνάμε πως μέσα στη διάρκεια του μεσοπολέμου η Ευρώπη είχε πολύ περισσότερα θύματα από ότι στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Βιβλία όπως αυτό εντάσσονται στην ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας που έχει καταπιαστεί εδώ και έναν αιώνα με τα όσα εκτυλίχθηκαν σε αυτή την τόσο θλιβερή περίοδο του μεσοπολέμου. Το βιβλίο του Μπέρκελ μπορεί να γίνει και αυτό μέρος της κληρονομιάς της γερμανικής σχολής του μεσοπολέμου στην οποία συγκαταλέγονται ο Φάλαντα, ο Τσβάιχ, ο Ροτ, ο Μπροχ και άλλοι, με την διαφορά πως ο Φάλαντα ήταν ο μόνος ή ίσως από τους λίγους που προτίμησαν να παραμείνουν στην Γερμανία εν μέσω πολέμου και να αποτυπώσουν ιδίοις όμμασι την παρακμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, να γευτούν πικρά τους κανόνες της απαγόρευσης και της άρνησης, να στερηθούν την ελευθερία τους. Ίσως τελικά ένας και από τους λόγους του διεξόδου που προτίμησε ο Φάλαντα – ήταν εθισμένος στο ποτό και αυτό καταγράφει και στο τελευταίο του βιβλίο Ο Πότης το 1945 – για να ξεφύγει από τις εικόνες της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και του ολέθριου ολοκληρωτισμού ήταν η διαφυγή στον δρόμο των ουσιών, είτε αυτό λέγεται αλκοόλ είτε ναρκωτικές ουσίες.
“Ο ήλιος είχε συρθεί μπροστά από τα σύννεφα. Οι δρόμοι της Βαϊμάρης έμοιαζαν σαν να είχε χύσει ο Θεός έναν κουβά χρυσάφι πάνω τους. Πού και πού ο παππούς μού έδειχνε με το μπαστούνι του κάποιο κτίριο και εξηγούσε κάτι σχετικό. Αυτό που έλεγε όμως δεν ηχούσε ποτέ σαν εξήγηση, ηχούσε σαν μια συναρπαστική ιστορία”. Έχει σημασία αυτή η αναδρομή διότι ο Μπέρκελ με την δεξιοτεχνική αφήγησή του ακολουθεί τον δρόμο των μεγάλων αυτών αφηγητών και μας παρασύρει με την μηχανή του χρόνου σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Οι δύο κόσμοι, δηλαδή των δύο ηρώων μέσω του συγγραφέα, είναι τόσο κοντά και είναι και οι δύο τόσο δραματικοί που μας προκαλούν θλίψη, οίκτο και απόγνωση για τα όσα διαδραματίζονται σε μία γερμανική κοινωνία που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην καταστροφή.
“Μόνο ό,τι μπορεί να χάσουμε αξίζει την ολόπλευρη αγάπη μας. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή πλήξη”.
Τάδε έφη ο ποιητής και ο μάντης το γνωρίζει
Η νέα ευτυχία μονάχα από νέα αγάπη θα έρθει
Απόσπασμα από ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε