Η ιστορία του Μπάμπι, του ελαφιού δεν είναι μία παιδική ιστορία, δεν είναι μία ιστορία που αφορά σε παιδιά αλλά μάλλον σε ενήλικες. Είναι μια ιστορία ωριμότητας, ενηλικίωσης και περιπέτειας ενός ελαφιού που όμως είναι εδώ με μορφή αλληγορική γιατί έτσι το θέλησε ο ίδιος ο συγγραφέας για να αφηγηθεί όλα όσα είχε στο μυαλό του. Πρόκειται για ένα πολύ σπουδαίο μυθιστόρημα που δεν έχει καμία ωραιοποίηση των καταστάσεων, τουναντίον αξίζει να μελετηθεί και όχι μόνο να διαβαστεί γιατί τα νοήματα είναι πολυεπίπεδα και τα μηνύματα πολυδιάστατα και ποικίλα. Το ελάφι εδώ λειτουργεί ως ένα άλλο είδος παραβολής για τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1920, λίγα χρόνια δηλαδή πριν ξεκινήσει το αντισημιτικό κίνημα που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε πογκρόμ εναντίον Εβραίων και στην άνοδο ενός ναζιστικού καθεστώτος, ενός φασισμού που θα καταπνίξει την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι δηλαδή και το ξέσπασμα του ακόμα πιο καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους κατά τον Μεγάλο πόλεμο. Εκδιώξεις, μίση, πολιτικές εξοντώσεις, πείνα, φτώχεια και αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική επικράτησαν σε όλη τη Γηραιά ήπειρο και όχι μόνο, με εκατομμύρια θύματα. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η αστάθεια και η ευθραυστότητα της συμφωνίας των Βερσαλλιών με την ταπείνωση των ηττημένων Γερμανών συνέδραμαν δίχως άλλο στην ανέλιξη ακροδεξιών δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο τροφοδότησαν τον σπόρο της ανόδου του ναζιστικού μορφώματος που βύθισε τις περισσότερες χώρες στην απόλυτη ανελευθερία και εξαθλίωση. Ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο και οι ολέθριες εξελίξεις ήταν προ των πυλών. Σε αυτή τη συγκυρία, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα, ειδικότερα οι εβραϊκής καταγωγής, βίωσαν από πρώτο χέρι κάθε είδους διωγμούς και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξευτελισμό, εξορία και θάνατο.
Το ελάφι ως μοχλός στοχασμού και προβληματισμού
“Ο Σάλτεν, πάνω απ’ όλα και την ίδια στιγμή, με φόντο το ζωικό βασίλειο προτείνει μια παραλλαγή πάνω στην ίδια του την ύπαρξη, και στον βαθμό που εξυμνεί την αγάπη του για τη φύση. Υπό αυτή την έννοια, δεν ήθελε να γράψει ένα στρατευμένο βιβλίο, πολύ περισσότερο εφόσον η θέση του για τον ιουδαϊσμό ήταν διφορούμενη. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο Σάλτεν είχε εκφραστεί δημόσια υπέρ της διατήρησης μιας συγκεκριμένης εβραϊκής παράδοσης και κληρονομιάς” γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο φιλόσοφος Μαξίμ Ροβέρ. Διατρέχοντας ο αναγνώστης το βιβλίο θα διαπιστώσει πως η γραφή του είναι γεμάτη συμβολισμούς και δεν έχει σκοπό να πάρει πολιτική θέση παρά να αφηγηθεί την περιπλάνηση ενός ελαφιού, μιας αθώας ύπαρξης δηλαδή μέσα σε έναν κόσμο επισφαλή και αβέβαιο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος βλέπει με καλοσύνη αλλά δίχως αφέλεια για τα όσα μπορούν να συμβούν.
Ο Μπάμπι, ίσως ο ίδιος ο συγγραφέας, ακολουθεί έναν δρόμο όπου οι δυσκολίες αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς του, μέρος της ζωής του ελαφιού που αναγκάζεται να αποχωριστεί την μητέρα του και έτσι να πορευτεί μόνο του στο άγνωστο χωρίς όμως να χάνεται η ελπίδα του για έναν καλύτερο κόσμο και για ένα φως στον μακρινό ορίζοντα. Ο Σάλτεν, με το βιβλίο αυτό στέκεται μακριά από την τραγική επέλαση των ιστορικών γεγονότων που θα καταρρακώσουν την Ευρώπη, βρίσκεται ακόμα αγκαλιά με μία περίοδο ευδαιμονίας και ευζωίας, έναν χάρτη όχι αιματοβαμμένο, αλλά ευλογημένο όπου δεν έχουν αναδυθεί με μένος όσα θα εξελιχθούν στην πορεία. Είναι αναμφίβολα ένα πολύ επίκαιρο μυθιστόρημα εξαιρετικά εικονογραφημένο από τον Μπενζαμέν Λακόμπ, ένα μυθιστόρημα ισάξιο εκείνων που ήδη γνωρίζουμε και θαυμάζουμε. Ο λόγος του Σάλτεν είναι ιδιαίτερα γλαφυρός αν και πολλές φορές κυνικός, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα μελλούμενα με έναν δικό του μοναδικό τρόπο.
Στη δίνη της χώρας του δάσους όπου όλα είναι ρευστά και οι κίνδυνοι ελλοχεύουν, ο Μπάμπι πορεύεται με όπλο τα όσα έχει μάθει στα παιδικά χρόνια του. Να προσέχει, να αυτοπροστατεύεται, να έχει τα αυτιά του ανοιχτά και παράλληλα κλειστά σε σειρήνες που μπορεί να τον παρασύρουν σε λάθη. Ο Μπάμπι είναι η πορεία του ανθρώπου σε έναν κόσμο σκληρό και πολλές φορές απάνθρωπο και ο Σάλτεν γνωρίζει πώς να μετατρέψει το δάσος σε έναν χώρο ωρίμανσης και προσοχής για τον Μπάμπι. Είχε μάθει πια να είναι μόνος και να μην έχει ανάγκη την μητέρα του που δεν θα μπορούσε να είναι για όλη της την ζωή μαζί του. “Ο Μπάμπι έμενε πια συχνά μόνος του. Αλλά φοβόταν λιγότερο από την πρώτη φορά. Όταν εξαφανιζόταν η μητέρα του, όσο και να τη φώναζε, αυτή δεν ερχόταν. Και κάποια στιγμή, ξαφνικά και απροειδοποίητα εμφανιζόταν”. Είχε πια επωμιστεί τον ρόλο του προστάτη του ίδιου του εαυτού, έναν ρόλο άχαρο μα συνάμα και απαραίτητο αν ήθελε να επιβιώσει στον απρόβλεπτο κόσμο του δάσους όπου ο καθένας είναι μόνος του.
Ο κόσμος του Σάλτεν είναι όμορφος και γοητευτικός, μα ταυτόχρονα ένας κόσμος επικίνδυνος και γεμάτος παγίδες από τις οποίες πρέπει κανείς να προσπαθεί να ξεφεύγει. Ο Μπάμπι δεν θα είναι πάντα τυχερός και κάποια στιγμή ίσως να αναγκαστεί να έλθει σε στάση άμυνας. Με λίγα λόγια, κάτω από το όμορφο χαλί, όπως είναι το δάσος του Μπάμπι, εγκυμονεί πολλές φορές μία σκαιά και αφιλόξενη πραγματικότητα όπου εμφανίζονται έντονα τα σημάδια της κατάρρευσης μιας ζωής γεμάτης μόνο από χαρές. Και όμως η ζωή είναι ένας αέναος περίπατος στον κόσμο της χαρμολύπης, δυστυχώς στα χρόνια που θα ακολουθούσαν η λύπη θα έπαιρνε για καιρό την θέση της χαράς μέχρι να ξαναβγεί το φως της κάθαρσης.
“Ο Μπάμπι προχωρούσε μόνος στην όχθη, πλάι στο νερό που κυλούσε ήρεμα ανάμεσα στις ιτιές και τις καλαμιές. Από τότε που ζούσε μόνος ερχόταν όλο και πιο συχνά εδώ. Σ’ αυτή την περιοχή τα μονοπάτια ήταν δυσεύρετα και δε συναντούσε σχεδόν ποτέ κανέναν από τους δικούς του”
“Ένα ελαφρύ θρόισμα μέσα από τα χόρτα φόβισε τον Μπάμπι. Κοίταξε γύρω του. Πάνω στην όχθη έλαμψε μια κοκκινωπή αντανάκλαση που εξαφανίστηκε στις καλαμιές. Την ίδια στιγμή, μια ζεστή, διαπεραστική μυρωδιά ανέβηκε ως τα ρουθούνια του. Εκεί κάτω σερνόταν η αλεπού”