Μαθαίνουμε το τελευταίο διάστημα για πλήθος δολοφονιών γυναικών που τείνει να γίνει μάστιγα. Η γυναικοκτονία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αποτελεί ένα ζήτημα υψίστης σημασίας και ίσως είναι απόρροια της έντονης ψυχολογικής πίεσης που δέχονται τα ζευγάρια το τελευταίο διάστημα ύστερα ίσως και από την περίοδο εγκλεισμού λόγω κορονοϊού. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να το αφήσουμε να εξελιχθεί γιατί κανείς δεν γνωρίζει τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει ένα τέτοιο θλιβερό φαινόμενο. Σε μία κοινωνία όπου το ανδρικό στερεότυπο έχει την δύναμη θεωρητικά και την “εξουσία” στα χέρια του γιατί έτσι χτίστηκαν οι κοινωνίες από απαρχής κόσμου, τότε η γυναίκα θα παραμένει ακόμα και στον 21ο αιώνα ως ένα ον που θα χειραγωγείται, που θα απειλείται και που θα έχει δευτερεύουσα σημασία και θα αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο για πολλούς.
Μία σκληρή πραγματικότητα που ξεπερνά κάθε φαντασία
Το παρόν μυθιστόρημα έρχεται να κλονίσει συθέμελα την ευαισθησία μας για αυτό το θέμα και να μας θυμίσει πως η ευθραυστότητα και η ευαλωτότητα των ανθρωπίνων σχέσεων ποτέ δεν ήταν πιο επισφαλής όσο σήμερα. Δυστυχώς, η Bayard έρχεται να ταράξει τα νερά μας, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου μέσα από μία ιστορία μυθοπλασίας που θα μπορούσε όμως να είναι και ένα αληθινό συμβάν, κάτι που ο υποφαινόμενος προφανώς και απεύχεται. Η χρήση βίας από όπου και αν προέρχεται είναι καταδικαστέα και αυτό αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ σε κοινωνίες που θέλουν να επονομάζονται πολιτισμένες και εξελιγμένες. Η περίπτωση της πρωταγωνίστριας είναι από εκείνες που κανείς δεν πιστεύει ούτε καν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας και όμως είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μάθουμε ως πού μπορεί να οδηγηθεί ένα αρρωστημένο μυαλό.
Οι συνθήκες εργασίας για τις γυναίκες είναι δύσκολες, ειδικά όταν συμμετέχουν σε σχήματα ιεραρχίας όπου πρωτεύοντα ρόλο έχει ένας άνδρας προϊστάμενος. Και αυτό γιατί καλούνται να διαχειριστούν ισορροπίες επί ξύλου κρεμάμενες, μία πολύ δυσμενή για αυτές συνθήκη όπου η αποτελεσματικότητα στην εργασία συναρτάται άμεση με την καλή και “αγαστή” τους σχέση με κάποιον ανώτερό τους. Η Μαρί είναι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες που βλέπει τον γάμο της και την σχέση με τον άντρα της να αποδομούνται εν μία νυκτί λόγω του βιασμού της από το αφεντικό της, ένα συμβάν οδυνηρό και σκληρό που την καθιστά έρμαιο και σκιά του εαυτού της. Αφήνεται στην τύχη της, παραμελεί τον εαυτό της, εγκαταλείπει την προσπάθεια να μιλήσει για αυτό το γεγονός στον άντρα της και βρίσκεται όμηρος μίας πολύ άβολης κατάστασης ειδικά μάλιστα όταν μαθαίνει πως είναι έγκυος. Κατευθείαν το μυαλό στροβιλίζεται και οι σκέψεις φέρνουν το ένα κακό σενάριο μετά το άλλο.
“Στην καρδιά της νύχτας, απέναντι στον τοίχο που άλλοτε κοιτούσε συνεπαρμένη από την ηδονή, η δυστυχία του υπογάστριου της εμφανίζεται ίδια η εκδίκηση του πεπρωμένου πάνω στις ζωές που κρίνονται υπερβολικά απλές”. Φέρει στα σπλάχνα της ένα παιδί που δεν είναι καρπός της σχέσης της με τον Λοράν, τον άντρα της και αυτό αδυνατεί να το διαχειριστεί ή έτσι τουλάχιστον έτσι πιστεύει μέσα της, μιας και δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία παρά μόνο ισχυρές ενδείξεις. Η ίδια βρίσκεται σε κατάσταση πανικού και κάθε της κίνηση είναι αποτέλεσμα ενός σοκ που δεν αδυνατεί να ξεπεράσει. Ερωτήματα δημιουργούνται ευλόγως μέσα στο μυαλό της και καλείται με όση ψυχραιμία της έχει απομείνει να πάρει την απόφαση να μιλήσει για αυτό το σκηνικό του βιασμού στον άντρα της. Εκείνος δεν έχει καταλάβει τίποτα και με την σειρά του της συμπεριφέρεται άκομψα και ως αντικείμενο ηδονής.
Η Bayard αφηγείται την ιστορία αποκρυσταλλώνοντας και απεικονίζοντας πλήρως και δίχως ωραιοποιήσεις όλο το φάσμα της ιστορίας, περιγράφει σκηνές ωμές και σκληρές και ορθώς το πράττει γιατί όσο πιο ξεκάθαρα είναι τα σκηνικά τόσο το θέατρο του παραλόγου αποκαλύπτεται με θύμα μία αθώα γυναίκα που θέλει να γίνει μητέρα και καλή σύζυγος και όμως οι συγκυρίες είναι εναντίον της χωρίς η ίδια να φταίει για το παραμικρό. Οι σκηνές του ωμού σεξ, που δεν συμβαίνουν ούτε ίσως και σε γυναίκες επί πληρωμή, συμβαίνουν στην Μαρί που έχει κατατροπωθεί και έχει διαλυθεί εσωτερικά. Αποφασίζει γενναία και θαρραλέα να το περάσει μόνη της και να έρθει αντιμέτωπη με έναν σύζυγο σχεδόν αδιάφορο και με έναν προϊστάμενο που επαναλαμβάνει την πράξη του και στην Ματίλντ, την νέα ασκούμενη.
Πρόκειται τελικά για μία τάση προς μία τέτοια κανονικότητα που θα καταστεί συνήθεια; Ποιος μπορεί να το αναφέρει ως εξαίρεση όταν καθημερινά ακούγονται τέτοια περιστατικά ενδοεπαγγελματικής ή ενδοοικογενειακής βίας με τις γυναίκες, όπως η Μαρί, να φοβούνται να εκφράσουν τι τους συνέβη από φόβο μήπως χάσουν την δουλειά τους ή χαρακτηριστούν κάπως; Τι μπορεί κανείς να ξεστομίσει για ένα σύστημα διεφθαρμένης ηθικής και μιας κοινωνικής κατάρρευσης που τείνει να μεγεθύνεται όλο και περισσότερο. Οι φωνές της Μαρί μέσω της συγγραφέως πρέπει να ακουστούν χθες και όχι σήμερα, αλλιώς θα μετατραπούμε σε μία κανιβαλική κοινωνία όπου ο ισχυρός θα έχει τον πρώτο λόγο και ο αδύναμος, παιδί, ηλικιωμένος, γυναίκα, ζώο, θα υφίσταται τη βία δίχως υπεράσπιση.
“Η ιδανική γυναίκα δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει γυναίκα, ούτε σύζυγος, ούτε αδελφή, ούτε κόρη. Υπάρχει μόνο η βρομιά, ο θυμός και η μαυρίλα του καβάλου της που στέκονται εκεί, ακριβώς μπροστά τους. Οι αναμνήσεις είναι τώρα αλλοιωμένες. Όλα αφανίστηκαν”
“Μου φαίνεται ότι η απελευθέρωση μιας γυναίκας γίνεται ολοκληρωτική όταν δεν είναι πια το μυαλό της που αποφασίζει αλλά το σώμα της. Μ’ έχουν βιάσει”