Υπάρχουν κάποια βιβλία που έχουν την δύναμη να αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης φύσης και κατορθώνουν να συγκινούν με την αλήθεια των λέξεών τους. Το μονοπάτι του αλατιού δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός επιβίωσης μέσα από την περιπέτεια δύο ανθρώπων που έχασαν τα πάντα και αποφάσισαν να αλλάξουν άρδην τις ζωές τους. Ένα ζευγάρι με τεράστια αποθέματα υπομονής και επιμονής, με εσωτερικές δυνάμεις που ούτε οι ίδιοι ενδεχομένως να μην γνώριζαν πως διέθεταν. Η ίδια η συγγραφέας αφηγείται όσα η ίδια έζησε, καθώς πραγματοποιεί αποστάσεις χιλιομέτρων και έχει διανύσει την διαδρομή στην οποία αναφέρεται μέσα στο βιβλίο. Ο κόσμος της συγγραφέως είναι τα δεδομένα που η ίδια αποκόμισε και με ευφάνταστο αλλά και πολύ τρυφερό τρόπο τα παραθέτει και ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως είναι και εκείνος συνοδοιπόρος.
Με όπλο την υπομονή ένα ταξίδι για την επιβίωση
Μέσα από τους δύο γλυκύτατους και πολύ ανθρώπινους πρωταγωνιστές, δύο πρόσωπα της μέσης ηλικίας και μεσοαστικής τάξης, η συγγραφέας δίνει το στίγμα της ανθρώπινης φύσης, η οποία πολλές φορές είναι απρόβλεπτη και επιχειρεί πράγματα, τα οποία ούτε θα πίστευε ποτέ κανείς πως μπορεί να καταφέρει. Το ζευγάρι χάνει το σπίτι του και αναγκάζεται να σκεφτεί έτσι έναν τρόπο για επιβίωση σε μια ηλικία που κανείς κανονικά ξεκινά να απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών των προηγούμενων χρόνων. Να προστεθεί σε αυτό πως ο σύζυγος είναι άρρωστος με μία βαριά ασθένεια, κατά την οποία δεν πρέπει να κουράζεται ενώ οφείλει καθημερινά να απολαμβάνει ιατρικής φροντίδας. Και όμως όλα αλλάζουν σε λίγες μέρες και η ζωή τους ανατρέπεται από συνθήκες που ούτε και οι ίδιοι δεν είχαν υπολογίσει.
Και όμως σε κάθε τέτοιου τύπου δυσμενή συγκυρία μπορεί κανείς να αναζητήσει διδάγματα ή και λύσεις που ενδεχομένως δεν είχε την δυνατότητα να σκεφτεί υπό άλλες συνθήκες. Οι δυο τους αποφασίζουν να διανύσουν μια απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων πεζοί και με αποσκευές τα απολύτως απαραίτητα. Δεν είναι στην πρώτη τους νιότη, ούτε καν στη δεύτερη, αλλά αποδεικνύονται τιτάνες ενέργειας ενώπιον της οποίας ο αναγνώστης στέκεται ενεός και μέσω της εξαιρετικής αφήγησης της Γουίν γίνεται κοινωνός αυτού του μοναδικού σθένους που δείχνουν και οι δύο. Η διαδρομή δεν είναι καθόλου εύκολη, οι συνθήκες είναι δυσμενείς και καλούνται να διασχίσουν όλο το μήκος της νοτιοδυτικής ακτής της Αγγλίας, σε μία περίοδο όπου αέρας και βροχή γίνονται οι αντίπαλοί τους. Μπορεί να χαρακτηριστεί μία Οδύσσεια που έχει πολλά εμπόδια αλλά και στιγμές ευδαιμονίας και ενθάρρυνσης για αυτό το παράτολμο εγχείρημα.
Οι περιγραφές του ζευγαριού είναι χαρακτηριστικές της αγωνίας που βιώνουν στην εκκίνηση αυτής της πολύμηνης περιπέτειάς, τους χωρίς βεβαίως να γνωρίζουν τι επρόκειτο να συναντήσουν και αν έβγαιναν νικητές, δηλαδή σώοι και αβλαβείς από αυτήν την πρωτόγνωρη δοκιμασία. Είχαν άραγε άλλη επιλογή από το να καταφύγουν σε αυτό το ριψοκίνδυνο εγχείρημα με μόνο κίνητρο το ότι ήταν πάντα μαζί και αχώριστοι, όπως στα εύκολα έτσι και στα δύσκολα. “Ο υπόλοιπος κόσμος, με τον ασφαλτόδρομο, στα χωριά και όλη την ανθρώπινη φασαρία, να χάνεται εντελώς καθώς το δάσος έκλεινε σαν πόρτα πίσω μας. Τώρα όμως πλέαμε μεσοπέλαγα, χωρίς λιμάνι για να επιστρέψουμε, περιπλανιόμασταν στην ομίχλη με σχεδία την απελπισία, χωρίς ούτε σημάδι για το πού θα μας ξέβραζε η θάλασσα ή αν θα υπήρχε καν ακτή”.
Αυτό που είναι εξαιρετικά εμφανές στο μυθιστόρημα είναι πως το ζευγάρι δεν το βάζει κάτω σε καμία στιγμή ακόμα και με την αρρώστια του Μοθ για την οποία η Ρέινορ είναι ιδιαίτερα ανήσυχη. Θα αντέξει όλο αυτόν τον σωματικό πόνο της διαδρομής επιπλέον του δικού του; Θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε αυτήν την υπέρβαση και θα είναι κοντά της ή θα αναγκαστεί τελικά να συνεχίσει μόνη της; Ζούνε και οι δύο στον ύψιστο βαθμό αυτήν την αποστολή σαν να ήταν απεσταλμένοι από τον ίδιο τον Θεό για να βιώσουν μία ψυχική και σωματική δοκιμασία, σαν όλο αυτό να ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας για το οποίο ήταν προορισμένοι. Χέρι χέρι διάβαιναν λόφους, πεδιάδες και βουνά, βρέχονταν από τις ριπές και αντιστέκονταν στον αέρα που λυσσομανούσε ενώ με λιγοστά εφόδια και τρόφιμα έμειναν ζωντανοί στον χρόνο.
“Είναι άραγε στη φύση του ανθρώπου αποζητά το τελετουργικό; Είναι ενστικτώδες το να δημιουργούμε ασφαλές περιβάλλον προτού πέσουμε για ύπνο; Μπορούμε να αναπαυθούμε πραγματικά χωρίς την αίσθηση της ασφάλειας;” Τόσα ερωτηματικά και τόσες απορίες που δημιουργούνται στο μυαλό ο άνθρωπος είναι ικανός για τα πάντα, από το να παρατήσει κάθε προσπάθεια έως και να επιχειρήσει με κάθε τρόπο να δώσει τις απαντήσεις. Μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το βιβλίο αυτό έχοντας στα χέρια του μια όμορφη ιστορία που του παρέχει συντροφιά και ψυχαγωγία, μπορεί όμως να αναλογιστεί πως κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτήν την θέση και άρα αντιμέτωπος με διλήμματα ζωής. Γιατί η αλήθεια είναι πως ο θαυμασμός των περαστικών και των νεότερων στο εγχείρημα αυτό δείχνει πως το ζευγάρι έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού, τίποτα δεν ήταν δεδομένο εξαρχής.
“Η ζωή είναι το τώρα, η κάθε στιγμή είναι το μόνο που έχουμε. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο”.
“Ο κόσμος μας άλλαζε, τα όρια χάνονταν καθώς το ταξίδι μας μας τραβούσε ανάμεσα σε θάλασσα, ουρανό και βράχο. Ζώντας σ’ αυτή τη λωρίδα ερημιάς, γινόμασταν ένα μαζί της, το θαλασσινό μονοπάτι όπου βαδίζαμε επαναπροσδιόριζε το πόσο μακριά θα μας πήγαινε ο άνεμος”