Θα ήταν πολύ τετριμμένο να αναπαράγω τα κοσμητικά επίθετα που συνοδεύουν εδώ και δεκαετίες τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο ίδιος ήταν ανέκαθεν ταπεινός, σεμνός, ήταν ένας εμπνευσμένος δημιουργός που μελοποίησε τους πιο εξέχοντες Έλληνες ποιητές. Ήταν αυτός που συγκίνησε ολόκληρες γενιές με τα τραγούδια, τις μελωδίες του, είναι αυτός που αν και έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, δεν έφυγε ποτέ. Και πώς άραγε να φύγει όταν σιγοτραγουδάμε τα τραγούδια του και ζούμε στο είναι μας τους στίχους που ο ίδιος μελοποίησε; Ο Μίκης, είναι ο δικός μας Μίκης, είναι ο οικουμενικός Μίκης γιατί τούτος είναι δικός τους και δικός μας, ποτέ δεν συρρικνώθηκε η προσωπικότητά του εντός των συνόρων, ο ίδιος υπήρξε αδιαμφισβήτητα παγκόσμια μορφή που εμπνέει, είναι ο διαχρονικός Μίκης. Στο βιβλίο αυτό συμπυκνώνονται, όσο αυτό είναι δυνατό αφού για τον Μίκη χρειάζονται ολόκληρα βιβλία να γραφτούν και ατέλειωτες εκπομπές να παιχτούν, όσα ο ίδιος έζησε και εκμυστηρεύτηκε στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη από τα πρώτα νεανικά του χρόνια έως και τα πιο πρόσφατα γεγονότα.
Ο οικουμενικός Έλληνας, ένας σύγχρονος Οδυσσέας του πνεύματος
Ο Μίκης έδειξε -και αυτό διαφαίνεται και μέσα από τα όσα καταθέτει στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη- πως υπήρξε ένας πολυσχιδής άνθρωπος που έζησε μία γεμάτη ζωή, μια ζωή με έρωτες, με μουσική, με πάθος, με αγώνες, με γνωριμίες, με το αίσθημα της υπεράσπισης του δικαίου και της ελευθερίας. Υπήρξε πάνω από όλα υπέρμαχος της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Από μικρός είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, είχε ανέκαθεν στο επίκεντρο του μυαλό του και μέσα στο πνεύμα του την μουσική ενώ ανδρώθηκε μέσα στις πολιτικές εξελίξεις λόγω και του πατέρα του. Ο πρώην υπουργός Παιδείας Ζακ Λανγκ, που τον γνώριζε καλά από την παραμονή του στο Παρίσι αναφέρει χαρακτηριστικά: “…από το βάθος του πόνου του η κραυγή του υψώθηκε, για να γραφτούν πάνω της οι νότες των μεγαλειωδών συνθέσεών του. Ενάντια στον ναζισμό, ενάντια στον κάθε είδους φασισμό. Ενάντια στις κατοχές, στις δικτατορίες, στους συνταγματάρχες που τον φυλάκισαν και πλήγωσαν βαριά μία από τις πιο πολύτιμες καρδιές στον κόσμο, την καρδιά του ελληνικού λαού, ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης εξαπέλυσε τα όπλα της μεγαλοφυΐας του”.
Αν και Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στη Χίο και μεγάλωσε στη Λέσβο, καθώς ο πατέρας του βίωνε με τις πράξεις του και τις αντιλήψεις του την συνεχόμενη πολιτική αστάθεια, ήταν η εποχή της έντασης μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, ήταν η εποχή των φρονημάτων που ο ίδιος ο Μίκης θα την ξαναζούσε με την επέλαση της Χούντας των Συνταγματαρχών. Βρισκόμαστε σε μία Ελλάδα διχασμένη και ο ίδιος ο Μίκης είναι θύμα ως μέλος μιας οικογένειας που έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο και άρα τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Ο ίδιος μεγάλωσε με ένα φωνόγραφο που του είχε φέρει ο θείος του, μας εκμυστηρεύεται με γλαφυρό τρόπο για την εποχή των πρώτων μουσικών σκιρτημάτων που αναπόφευκτα τον σημάδεψαν: “Όταν φύγαμε από την Κεφαλονιά και πήγαμε να ζήσουμε στην Πάτρα, μιλούσα μελωδικά. Κάθε φορά που πηγαίναμε σε έναν τόπο διαφορετικό, τα παιδιά ενοχλούνταν από την προφορά μου. Τα παιδιά, άμα μιλάς διαφορετικά, ξινίζουν τα μούτρα τους. Δεν μπορούσα να το ανεχθώ”.
Αυτές είναι πτυχές του Μίκη ως νέου, ενός ανήσυχου νέου που μοιάζει να γνωρίζει προς τα πού επιθυμεί να κατευθύνει το καράβι της ζωής του, πτυχές που δεν είναι πολύ γνωστές στους πολλούς και το φως που ρίχνει αυτό το βιβλίο και τα όσα καταγράφονται είναι μία πλούσια παρακαταθήκη, ένα είδος προπαρασκευαστικής βιογραφίας, γιατί ήρθε πια η ώρα κάποιος να καταπιαστεί με την βιογραφία του Μίκη. Να καταπιαστεί γιατί η ζωή του Μίκη είναι η ζωή της Ελλάδας του 20ου αιώνα, των γεγονότων που στιγμάτισαν μια για πάντα τις αφηγήσεις εκείνης της ταραγμένης περιόδου. Ο Μίκης είχε την τύχη να γλιτώσει από βέβαιο θάνατο υπό την Ιταλική κατοχή και τότε υπέστη τα πρώτα βασανιστήρια. Αυτά δηλαδή που θα υποστεί στις φυλακές του Ωρωπού και της Μακρονήσου από τους αδίστακτους ασφαλίτες που θα δείξουν τα πιο απάνθρωπο πρόσωπό τους.
Πέρα από αυτά όμως, ο Μίκης στην τόσο πλούσια σε γεγονότα και στιγμές αφήγησή του, μας αποκαλύπτει πως στην εξορία μετά τον Εμφύλιο διασκέδαζαν και τραγουδούσαν όλοι οι σύντροφοι μαζί έτσι ώστε να δώσουν λίγο χρώμα στις μαύρες εκείνες στιγμές της Ιστορίας. Τα θυμάται όλα αυτά με συγκίνηση, με λαχτάρα αλλά και με νοσταλγία. Κάπου τότε γνώρισε και την γυναίκα του την Μυρτώ, την μετέπειτα μητέρα και των παιδιών τους. Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που έχει συγκεντρώσει ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό για την πορεία της ζωής του Μίκη μας και μας ταξιδεύει στον χρόνο και τα ταξίδια του, ταξίδια που έκανε και μέσα από αυτές γνωριμίες κορυφαίων προσώπων με αφορμή μουσικά γεγονότα όπως για παράδειγμα την παράσταση για την Αντιγόνη, της οποίας την μουσική έγραψε και έκανε μεγάλη επιτυχία.
Τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφει ο Μίκης σε ένα βιβλίο – εξομολόγηση, που τώρα που έχει φύγει από τη ζωή είναι ακόμα πιο σημαντικό, καθώς έχουμε τις δικές του καταθέσεις καταγεγραμμένες και μπορούμε και ανατρέχουμε σε αυτές ανά πάσα στιγμή, είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε την διαδρομή προς την ίδρυση της Νεολαίας Λαμπράκη ύστερα και από την άνανδρη δολοφονία του Βουλευτή, την βιαιότητα των αντιδράσεων, την πορεία προς το ξέσπασμα της δικτατορίας και όλες εκείνες τις πράξεις υποστήριξης και αναγνώρισης στο πρόσωπό του από προσωπικότητες όπως ο Ζακ Λανγκ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Σαρτρ, ο Άρθουρ Μίλλερ και τόσοι άλλοι. Και η αφήγηση δεν σταματά εκεί καθώς και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο Μίκης είναι εκεί να υπερασπιστεί κάθε μορφή αδικίας, να συμπαρασταθεί στην χήρα του δολοφονημένου Αλιέντε, στην γιορτή για την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στο λαό της Γιουγκοσλαβίας κατά τους βομβαρδισμούς. Μέχρι το τέλος, υπήρξε στρατευμένος, ενεργός και δραστήριος πολίτης, ένας άξιος δημοκράτης και ένα συνεχώς ανήσυχο πνεύμα, μία μορφή που δεν εφησυχάζει και σηκώνεται όλο και ψηλότερα για να θυμηθούμε και τον στίχο του φίλου του Γιώργου Σεφέρη. Και δηλώνει προς το τέλος της συνέντευξής του:
“…θα πρέπει να πω ότι δε λυπάμαι τον εαυτό μου ούτε το έργο που αφήνω πίσω μου και αδιαφορώ αν θα γίνει στάχτη, όπως σε λίγο θα γίνουμε όλοι, αλλά αυτούς που αγάπησα, που με αγάπησαν και πίστεψαν σε μένα και στο έργο μου”
“Αυτά που κάνει ένας καλλιτέχνης είναι μια δωρεά για τους ανθρώπους και για τη χώρα του. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εδώ τόσο χαμηλή στάθμη της μνήμης. Εγώ φιλοδόξησα να συνομιλήσω με έναν λαό υπεύθυνο, με έναν λαό σε μία έξαρση ιστορική. Αλλά αυτή η έξαρση πόσο μπορεί να διαρκέσει; Έναν χρόνο; Δέκα χρόνια;”