Με οδηγό το παρελθόν μπορούμε και μαθαίνουμε για το παρόν και αυτή είναι η σημασία της επιστολής που παρουσιάζεται μέσα στο βιβλίο αυτό. Πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο από το μακρινό 1500, λίγα χρόνια δηλαδή μετά την ανακάλυψη της ηπείρου της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο αλλά και τις αντίστοιχες επόμενες προσπάθειες κατανόησης αυτού του νέου κόσμου για τον οποίο κανείς δεν γνώριζε τίποτα μέχρι τότε. Ο συγγραφέας της επιστολής αυτής απευθύνεται στον Βασιλιά της Πορτογαλίας και του εξηγεί τι συνθήκες αντιμετώπισε στην νέα γη, σε αυτήν που αργότερα θα ονομαστεί Βραζιλία και θα μιλάει την ίδια γλώσσα, τα πορτογαλικά. Καταγράφεται δηλαδή μέσα σε λίγες σελίδες η πρώτη επικοινωνία των ευρωπαίων αποίκων με τους γηγενείς πληθυσμούς, ενός μέρους της Νότιας Αμερικής.
Ταξίδι στην Νέα Γη με την μηχανή του χρόνου
“Ο Πέρο Βας ντε Καμίνια προοριζόταν για γραμματέας στον εν λόγω εμπορικό σταθμό και είχε ήδη αναλάβει τον ρόλο του γραφέα στο ταξίδι, στην υπηρεσία του αρχηγού του στόλου Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ” επισημαίνει η Μαρία Παπαδήμα, η εξαιρετική μεταφράστρια του βιβλίου και επιμελήτρια της εισαγωγής. Και συνεχίζει ενημερώνοντάς μας: “Την ίδια χρονική περίοδο που η Πορτογαλία οργάνωνε τον αποικισμό και τη διοίκηση της Βραζιλίας, οι Ισπανοί κατακτούσαν την υπόλοιπη Αμερική δια πυρός και σιδήρου, εξοντώνοντας τους ιθαγενείς πληθυσμούς ͘ οι πολιτισμοί των Ίνκας θα είναι τα θύματα της ακόρεστης δίψας των Ευρωπαίων για χρυσό”. Είναι πια σαφές και ξεκάθαρο πως η προσπάθεια της δημιουργίας αποικιών στις νέες χώρες προκάλεσε πλήγμα για τους πληθυσμούς, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν, ενώ λίγες ήταν εκείνες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες σώθηκαν.
Η προσπάθεια εκχριστιανισμού των γηγενών πληθυσμών από τους αποίκους με κάθε κόστος και τρόπο ήταν πραγματικά η απόδειξη πως οι εκπολιτισμένοι θεωρητικά λαοί εισέβαλαν δια της βίας και δεν έδειξαν κανέναν σεβασμό ούτε και προσοχή στους ανθρώπους, που τους αποκαλούν αθώους. Ο ντε Καμίνια εξάλλου αναφέρει πολλές φορές το γεγονός πως οι λαοί αυτοί έπρεπε με κάθε τρόπο να μυηθούν στον σταυρό και τον χριστιανισμό, θέλοντας και μη και αυτό αποτέλεσε μία βασική αποστολή των αποίκων που πρώτοι ακούμπησαν το πόδι τους. Σήμερα γνωρίζουμε τα όσα έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο, ωστόσο εκείνα τα χρόνια οι άποικοι είχαν βαθιά πίστη και ήταν πεπεισμένοι πως αυτό που έπρατταν ήταν το σωστό και το σώφρον δίχως να έχουν την παραμικρή αμφιβολία για τις πράξεις τους.
Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στην επιστολή του με χαρακτηριστικό τρόπο τα παρακάτω: “Ακόμη κι αν ο τόπος αυτός δεν είναι παρά ένας ενδιάμεσος σταθμός στο ταξίδι μας για την Κοχίν, και πάλι θα ήταν αρκετό για να εκπληρώσουμε και να πραγματοποιήσουμε αυτό που η Μεγαλειότητά Σας επιθυμεί διακαώς, δηλαδή τη διάδοση της αγίας μας πίστης”. Η απόλυτη προτεραιότητα και οι εντολές που έχουν δοθεί είναι ο προσηλυτισμός των πληθυσμών και ο “εκπολιτισμός” τους κατά τα δυτικά πρότυπα. Ο Βασιλιάς είναι ο απόλυτος άρχων και όλοι οφείλουν να υπακούουν το πρόσταγμά του και να εκπληρώνουν τις επιθυμίες του δίχως παρέκκλιση. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα τα επόμενα χρόνια έτσι που η Αναγέννηση αμαυρώθηκε σε όλο της το μεγαλείο.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον επίσης είναι η περιγραφή από μέρους του Ντε Καμίνια των εδαφών και του πλούτου της χώρας, τόσο σε ζωικό όσο και σε φυτικό πλούτο και αυτό ήταν ένα γεγονός που εντυπωσίασε και τον γράφοντα που προσπάθησε να μεταδώσει με τα λόγια του όλο αυτόν τον νέο κόσμο που ανοιγόταν μπροστά του. “Αυτή η γη, Μεγαλειότατε, από τη νοτιότερη άκρη που είδαμε ως τη βορειότερη άκρη που μπορέσαμε να δούμε από αυτό το λιμάνι, μοιάζει τόσο μεγάλη, ώστε η ακτή της πρέπει να εκτείνεται σε είκοσι με είκοσι πέντε λεύγες. Καθ’ όλο το μήκος της, η ακτή παρουσιάζει σε ορισμένα σημεία μεγάλα υψώματα, άλλα κόκκινα και άλλα λευκά, και το έδαφος από πάνω τους είναι εντελώς επίπεδο και σκεπασμένο από μεγάλα δάση”.
Αδιαμφισβήτητα, διαβάζοντας και μελετώντας κάποιος την επιστολή αυτή, αλλά και το ύφος του γράφοντος, θα διαπιστώσει πόση σημασία απέδιδαν στην αποκομιδή οφελών από την νέα αυτή γη. Δεν βρίσκονταν εκεί να θαυμάσουν το τοπίο και να φύγουν, σκοπός ήταν η εγκαθίδρυσή τους, η εγκατάστασή τους και η πάταξη κάθε αντίστασης για να ικανοποιήσουν τον σκοπό τους, κάτι που φάνηκε δυστυχώς εκ των υστέρων με τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε. Αυτό που είχε τόσο ο γραφέας όσο και οι υπόλοιποι της αποστολής στον νου τους ήταν το πώς θα εκμεταλλεύονταν τον πλούτο των φυσικών πόρων, πώς θα αποσπούσαν οφέλη από όσα οι γηγενείς απολάμβαναν. Δεν είχαν καμία πρόθεση να αφήσουν τον πλούτο να πάει χαμένος και δεν επέδειξαν κανέναν σεβασμό πλην των πρώτων προσπαθειών να γίνουν απλά αρεστοί και μη επικίνδυνοι για να γνωρίσουν πρόσωπα και πράγματα.
Η συμπεριφορά των αποστολών σήμερα θα εξόργιζε και θα προκαλούσε απέχθεια όμως τότε οι νοοτροπίες ήταν εντελώς διαφορετικές καθώς για μια νέα πρακτική που έφερνε πολύ χρήμα στην κάθε αυλή και κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να απολέσει μία τέτοια ευκαιρία. Η τραχύτητα λοιπόν και η εκμετάλλευση αποτέλεσαν πάγιες πολιτικές και πάνω από όλα η αδιαφιλονίκητη διάθεση για την σωτηρία των ανθρώπων, κάτι που προφανώς οι ίδιοι δεν ζήτησαν. Σε κάθε περίπτωση, το παρόν κείμενο, εκτός από το γεγονός πως γράφτηκε σε μία περίοδο μεγάλης ιστορικής σημασίας, αποτελεί ιστορικό τεκμήριο και ίσως μία κάποια διδακτική εμπειρία για εμάς τους μεταγενέστερους σε πολλά επίπεδα, έναν τρόπο να αντλήσουμε ίσως στοιχεία και να μην επαναλάβουμε συμπεριφορές έπαρσης και μεγαλομανίας σε πληθυσμούς που έκαναν το ολέθριο “λάθος” να είναι αθώοι και άρα ευάλωτοι.
“Πράγματι, Μεγαλειότατε, η αθωότητα αυτών των ανθρώπων είναι τέτοια, που εκείνη του Αδάμ δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη όσον αφορά το αίσθημα της αιδούς. Ας κρίνει, λοιπόν, η Μεγαλειότητά Σας αν είναι δυνατόν να μην προσηλυτιστούν αυτά τα πλάσματα που ζουν μέσα σε τόση αθωότητα, εφόσον τους διδάξουμε τα δέοντα για τη σωτηρία τους”
“Και τόσο εγώ όσο και όλοι οι άλλοι κρίνουμε ότι στους ανθρώπους αυτούς δεν λείπει τίποτε για να γίνουν χριστιανοί παρά μόνο να μας καταλάβουν”