Ένα πολυτάραχο μυθιστόρημα είναι το Τρίτο στεφάνι, ένα βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε με έξοδα του ίδιου του συγγραφέα, αφού απορρίφθηκε όχι μία, αλλά τρεις φορές μέχρι τελικά να εκδοθεί το 1962 και να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία όπως άλλωστε και του άξιζε. Σήμερα, αποτελεί ένα εμβληματικό μυθιστόρημα που αφηγείται την ιστορία της Ελλάδας που ξεκινάει από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, περνάει τον μεσοπόλεμο και καταλήγει στην κατοχή. Το μυθιστόρημα αυτό αποτυπώνει τόσο έκδηλα και γλαφυρά την ιστορία της χώρας, την ιστορία των οικογενειών που βίωσαν χαρές και λύπες, αγωνίες και θριάμβους, ανησυχίες και ευτυχείς στιγμές. Ο λόγος του Ταχτσή είναι ιδιαίτερα συγκινησιακά φορτισμένος καθώς αφηγείται τις ζωές της Εκάβης και της Νίνας και διαθέτει και εκείνον τον φλεγματικό και κωμικοτραγικό χαρακτήρα που μετατρέπει ευθύς αμέσως το βιβλίο σε ένα τεράστιο θεατρικό σκηνικό για αυτό και το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί τόσο στο θέατρο όσο και στην μικρή οθόνη με μεγάλη απήχηση.
Η ιστορία του τόπου μέσα από δύο μοναδικές αφηγήσεις
Το μυθιστόρημα αφηγείται σε παράλληλο χρόνο τις ζωές της Εκάβης και της Νίνας, δύο γυναικών που είναι φίλες και η καθεμιά τους αφηγείται τη ζωή της ενώ και οι δύο διασταυρώνονται πολλές φορές μέσα στον ρου της ιστορίας για να εξιστορήσουν τα όσα ευτυχή ή οδυνηρά τους συμβαίνουν. Ο κόσμος της εποχής είναι εντελώς διαφορετικός από τον σημερινό και ο Ταχτσής γράφει αυτό το μυθιστόρημα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές της δεκαετίας του ’60 τότε που ακόμα το ιστορικό και κοινωνικό αποτύπωμα είναι ακόμα νωπό και οι μνήμες από την κατοχή είναι ζωντανές. Ο αναγνώστης και κατ’ επέκταση ο θεατής ζει σε όλο της το φάσμα την ιστορία της Ελλάδας έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα διάφορα γεγονότα που έλαβαν χώρα.
Ένας κυκεώνας από επεισόδια ιστορικά στιγματίζουν τις ζωές της Νίνας και της Εκάβης αλλά και των παιδιών τους, των συζύγων τους, όλα τα πρόσωπα που τις περιβάλλουν και επηρεάζονται οι ζωές τους. Πιο συγκεκριμένα, Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή, εμφύλιος διχασμός μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών, δικτατορία Μεταξά και φασιστική νεολαία, ξέσπασμα Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Μέσα σε λίγες δεκαετίες συνέβησαν μία σειρά από τεκτονικές αλλαγές που διαμόρφωσαν την σύγχρονη ιστορία της χώρας και έτσι και οι δικές τους οι ζωές, που διάγουν βίους παράλληλους, χαρακτηρίζονται από τέτοιες αλλαγές, από διαζύγια, από μίση και αγάπες, από μία σειρά γεγονότων που τις βρίσκουν να παρηγορεί αλλά και να συμπονά η μία την άλλη.
Ο Ταχτσής χτίζει το μυθιστόρημά του γύρω από τις δύο αυτές γυναίκες και μας παρουσιάζει όλο το ιστορικό των ζωών τους, τους χαρακτήρες τους, τις αδυναμίες τους αλλά και την δυναμικότητά τους να κρατήσουν δεμένη την οικογένειά τους παρά τα πλείστα και διαφορετικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Είναι δύο προσωπογραφίες γυναικών σαν πορτρέτα του Μόραλη που είναι συνυφασμένες με τον ρόλο της γυναίκας στην εποχή εκείνη, γυναίκες που είναι ταγμένες και αφοσιωμένες στο σπιτικό τους, στην φροντίδα του συζύγου και των παιδιών και αργότερα των εγγονιών τους. Ζούνε και αναπνέουν για αυτή την θαλπωρή που εξασφαλίζουν στο σπιτικό τους παραμελώντας και παραμερίζοντας πολλές φορές τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους θέλω. Και όμως αντλούν ικανοποίηση και ευχαρίστηση καθώς ο χρόνος περνάει και βλέπουν τη χαρά των παιδιών που δυστυχώς στην πορεία γίνεται λύπη και δυστυχία. Πονάνε και υποφέρουν, ξυπνάνε και κοιμούνται, μπορούν και συγχωρούν γιατί η μητρότητα μπαίνει μπροστά από όλα.
Το Τρίτο στεφάνι, με αυτό το διεισδυτικό και πολύ ιδιαίτερο χιούμορ που το διακρίνει μέσα στην όλη δραματικότητα της ιστορίας, είναι ένας τρόπος για τον συγγραφέα να αυτοβιογραφηθεί κατά μία έννοια αφού η ομοφυλοφιλία ως φαινόμενο και ως τρόπος έκφρασης και ζωής ξεδιπλώνεται παρά το γεγονός πως τα χρόνια εκείνα αποτελούσε ένα θέμα ταμπού. Ο ίδιος ο Ταχτσής εξάλλου, όπως και ο Μένης Κουμανταρέας πρόσφατα, δυστυχώς έπεσαν θύματα της ίδιας τους της ερωτικής ζωής και των σεξουαλικών τους προτιμήσεων, να θυμίσουμε πως ο Ταχτσής βρέθηκε στραγγαλισμένος από έναν νεαρό με μουστάκι όπως έγραφαν τα πρωτοσέλιδα της εποχής. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει είναι πώς εντάσσει χαρακτήρες στο έργο που βιώνουν αυτή την διαφορετικότητα και δυστυχώς αντιμετωπίζονται με απαξίωση από τους οικείους τους.
Επιπλέον, μία άλλη σημαντική πτυχή του βιβλίου αυτού είναι πως μέσα από τις σελίδες του ο συγγραφέας επιθυμεί και πετυχαίνει να αναδείξει και τον κοινωνικό ιστό της εποχής, την πάλη με την φτώχεια, τα λίγα μέσα, την λιτή ζωή των απλών ανθρώπων και τις δυσκολίες διαβίωσης σε μια Ελλάδα οικονομικά ασθενή. Είναι λοιπόν μία σκιαγράφηση και ένα ταξίδι στην ιστορία των κοινωνικών τάξεων, στην ανάδειξη και την κατακρήμνιση προσώπων που μέσα από ευκαιρίες κατάφεραν να πλουτίσουν αλλά με την ίδια ευκολία κατόρθωσαν και να καταστραφούν οικονομικά αφού απέκτησαν χρήματα με άνομα μέσα. Το ίδιο συνέβη και με τον γιο της κυρίας Εκάβης, έναν μικροαπατεώνα που δεν δίσταζε να μπλέκει σε διάφορες βρομοδουλειές και να έχει μπλεξίματα συνεχώς με την αστυνομία. “Σ’ ένα κατάστημα της οδού Ερμού εξηφανίζοντο κάθε λίγο και λιγάκι πότε δύο, πότε τρία τόπια ύφασμα. Οι κλειδαριές ήταν άθικτες, οι υπάλληλοι όλοι άνθρωπο εμπιστοσύνης. Άλλαξαν τις κλειδαριές, τα τόπια εξακολουθούσανε να κάνουνε φτερά. Οι αστυνομικοί έσπαγαν το κεφάλι τους να διαλευκάνουν το μυστήριο. Επιτέλους, ένα βράδυ κρύφτηκε ένας μυστικός μες στο μαγαζί κι έπιασε τον κύριο Φαντομά στα πράσα”. Ο Ταχτσής περιδιαβαίνει τα σοκάκια της ιστορίας των Ελλήνων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα και εμείς είμαστε ευγνώμονες για την αστείρευτη έμπνευση και το πηγαίο ταλέντο του στην αφήγηση.
“Βρε παλιάνθρωπε του λεγα, δεν έχεις καθόλου τσίπα απάνω σου; Πες μου, σε τίποτα πια δεν πιστεύεις; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Αυτά τα ιδεώδη σού ενέπνευσα; Κι αν σε πιάσουν, βρε αχρείε, και σε δείρουν και κάνεις πάλι αιμόπτυση, το ξέρεις ότι θα πεθάνεις;”
“Αντί να δέχομαι επισκέψεις, είχα ανάγκη να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να μη βλέπω κανέναν. Τα νεύρα μου ήταν σε κακά χάλια. Έχω, βλέπετε, το φυσικό να μη μιλάω όταν είμαι στεναχωρημένη, και να τα κρατάω μέσα μου”