Θα ήταν ευχής έργον να είχαν όλοι γνώση περί του μεγαλείου και της σπουδαιότητας του ονόματος που ακούει στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, γιατί πολύ απλά μιλάμε για τον «αρχιμανδρίτη» και πρωτομάστορα του αστυνομικού-φανταστικού μυθιστορήματος, είναι αυτός που καθιέρωσε το είδος και ενέπνευσε γενιές και γενιές αστυνομικών μυθιστοριογράφων και συγγραφέων του φανταστικού. Αυτός ο σκοτεινός ιππότης και μοναχικός καβαλάρης της λογοτεχνίας του τρόμου, του φανταστικού και του αστυνομικού δεν είναι άλλος από τον δάσκαλο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, έναν λογοτέχνη που εισήγαγε ένα νέο είδος διηγήματος, μυστήριο, λίγο γοτθικό και πολύ ανατρεπτικό. Ο Πόε ήταν πολλά περισσότερα από ένας συγγραφέας αστυνομικών και φανταστικών ιστοριών, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος. Η πένα του, που σιώπησε νωρίς λόγω του πρόωρου θανάτου του, μας άφησε κληρονομιά ανεκτίμητη.
Εδώ, χάρη στις εκδόσεις Οξύ, έχουμε την μοναδική ευκαιρία ως αναγνώστες να γνωρίσουμε τον επιφανή Πόε μέσα από τα μάτια ενός άλλου κορυφαίου μεγέθους, του ποιητή Σαρλ Μποντλέρ, και όπως μπορεί κανείς να καταλάβει το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μοναδικό. Γιατί ο Μποντλέρ γνώριζε πώς να “εκμεταλλευτεί” την παρακαταθήκη του Πόε μέσα από το δικό του πρίσμα και τη δική του προσωπική πινελιά, τη μετάφραση δηλαδή και την επιμέλεια και αν προσθέσουμε σε αυτό και την υπέροχη εικονογράφηση του σπουδαίου Benjamin Lacombe, τότε κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό αυτής της εξαιρετικής και πολύ όμορφης έκδοσης που αξίζει να κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη. Ο πολυγραφότατος κύριος Πόε, σε 40 χρόνια, όσο διήρκεσε δηλαδή και η ζωή του, κατάφερε να πρωταγωνιστήσει και να διαπρέψει στο λογοτεχνικό παγκόσμιο στερέωμα. Η αναγνώρισή του βεβαίως επήλθε, όπως άλλωστε συμβαίνει παραδοσιακά, κατόπιν εορτής.
«Ω! Ανθρώπινη αγάπη. Μας δίνεις στη Γη, αυτό που περιμένουμε στον ουρανό»
Ο Πόε γεννήθηκε στην Βοστόνη το 1809, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του και με μία μητέρα βαριά άρρωστη από φυματίωση. Η εικόνα του θανάτου στιγμάτισε από τότε και για πάντα την ζωή του και το οξύμωρο της ιστορίας του είναι πως ο θάνατος έγινε η έμπνευσή του, ο μοχλός δημιουργίας του και το άστρο που τον έκανε να λάμψει, όσο μακάβριο και αν ακούγεται ή διαβάζεται. Υιοθετήθηκε από την κυρία Άλαν η οποία συμπάθησε το νεαρό αγόρι και έτσι δίπλα στο Πόε και το Έντγκαρ συμπληρώθηκε και το Άλαν. Ο θετός του πατέρας τον έστειλε σε σχολείο στην Αγγλία και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, εν έτει 1826.
Όμως γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τον κύριο Άλαν γιατί δεν του πλήρωνε τα χαρτοπαιχτικά του χρέη, η χαρτοπαιγνία μαζί με το ποτό και κυρίως το ποτό, έχουν διττή σημασία για την συνέχεια της ζωής του. Από την μία μεριά αυτό και οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και αναζητήσεις του στέρησαν μία ζωή ήρεμη και ομαλή, η οποία τελικά όπως αποδείχθηκε είχε καθορισμένη ημερομηνία λήξης αλλά από την άλλη ήταν οι λόγοι και οι παράμετροι που τον βοήθησαν να μεγαλουργήσει και να εφεύρει όλες αυτές τις καθηλωτικές και εξωπραγματικά μαύρες ιστορίες. Με το ποτό ξέφευγε το μυαλό του σε άλλους δρόμους, δικούς του άγνωστους και ανεξερεύνητους που κανένας δεν μπορούσε να κατανοήσει. Σαν ένας Γκόγια της λογοτεχνίας – τον Γκόγια τον κατέτρεχαν φαντάσματα και αέναοι εφιάλτες – το ποτό στοίχειωνε την φαντασία του με αποτέλεσμα να τον κυνηγάνε ανύπαρκτες παρουσίες και να ξεφεύγει η λογική του.
Ένας σκοτεινός ήρωας της ζωής του που έλαμψε με την γραφή
Κάποιες φορές τον έβρισκαν μισολιπόθυμο στο διαμέρισμά του συντροφιά με ένα μπουκάλι αλκοόλ, αυτό που τον παρέσυρε σε στοές θανάτου τις οποίες έπειτα κατέγραφε στο χαρτί. Τι και αν κατατάχθηκε σε στρατιωτική σχολή από τον θετό του πατέρα, σύντομα απεβλήθη «δι’ ασυμβίβαστον προς το στράτευμα διαγωγήν». Όλο αυτό το διάστημα το μόνο του μέλημα ήταν η συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων, τα οποία όμως γράφτηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης και φτώχειας παράλληλα με ένα περιβάλλον που κάθε άλλο φιλικά διακείμενο προς εκείνον ήταν.
Ο κόσμος αδιαφορούσε, η ψυχή του ποιητή (γιατί περί ποιητή και στοχαστή πρόκειται) κάθε μέρα ταλαιπωρούνταν, καθώς δεν είχε κοινό έτοιμο να απευθυνθεί, έγραφε για τον εαυτό του και μόνο για αυτόν. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είχε και πολλές διεξόδους για να διαφύγει το μυαλό του, το ποτό ήταν μία από αυτές. Παντρεύτηκε την Βιργινία το 1835, μία ξαδερφούλα του δεκατεσσάρων μόλις χρονών, η οποία εξελίχθηκε ως η μόνη ικανή για να τιθασεύσει και να μετριάσει το πάθος του για το αλκοόλ. Αυτό το τελευταίο ήταν που κατέστρεψε μία για πάντα την σταδιοδρομία του όποιο πόστο και αν ανέλαβε, είτε του δημοσιογράφου, είτε του δημοσίου υπαλλήλου.
Το 1847 η Βιργινία πεθαίνει πάνω στον τοκετό και ο Πόε παθαίνει εγκεφαλικό κλονισμό και τρομώδες παραλήρημα. Για να ξεχαστεί από ένα ακόμα επεισόδιο θανάτου και δυστυχίας, γνωρίζει γυναίκες μορφωμένες και λόγιες, μάλιστα μία από αυτές την αρραβωνιάζεται αλλά τρομοκρατημένος και τελώντας υπό πλήρη προσωπική σύγχυση, ξεφεύγει και πάλι από κάθε τι που μοιάζει να τον φυλακίζει. Τίποτα δεν θα τον επαναφέρει ούτε και θα τον αναγεννήσει, οι τίτλοι τέλους έχουν αρχίσει να μπαίνουν. Η συνήθεια του ποτού από τούδε και στο εξής τον ακολουθεί ασταμάτητα και είναι αυτό που θα του δώσει και το τελευταίο χτύπημα. Τον βρήκαν αναίσθητο για άλλη μία φορά από υπερβολική δόση αλκοόλ από την οποία αυτήν την φορά δεν συνήλθε ποτέ.
Ένας διαχρονικός αφηγητής όμορφων σκοτεινών ιστοριών
Ο Πόε είναι μία μορφή μελαγχολική, ταραγμένη και απελπισμένη. Το έργο του όλο, το οποίο περιλαμβάνει 30 περίπου ποιήματα και άλλα τόσα διηγήματα έχει οικοδομηθεί από αυτήν την ακατάσχετη δυστυχία που τον κυνηγούσε σε όλη του την ζωή. Πριν ακόμα γεννηθεί αισθανόταν δυστυχής, κατατρεγμένος από την μοίρα, καταραμένος και βασανισμένος. Οι συγγραφικές του μαρτυρίες είναι αυτές που τον διέσωζαν κάθε μέρα από την πλήρη εξαθλίωση του είναι του και από την ολική κατάθλιψη στην οποία θα έπεφτε ίσως και πιο νωρίς αν δεν είχε για στήριγμα και αποκούμπι του την πένα του. Όλη αυτήν την ατμόσφαιρα θανάτου, τρόμου και απελπισίας βρίσκουμε έκδηλη και πρωτοστατούσα σε κάθε γραμμή των διηγημάτων και ποιημάτων του. Αυτό το βιβλίο του αποδίδει τον φόρο τιμής που αξίζει, η παρακαταθήκη του είναι αδιαμφισβήτητη.
Ο Πόε, εξαντλημένος από τις εξουθενωτικές του μαύρες και κακόβουλες σκέψεις μας άφησε κληρονομιά ένα έργο πλούσιο, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο. Είναι η σκιά του, η μοναξιά του σχοινοβάτη που αναζητά την ύπαρξή του και που πάντα θα συντροφεύει τα αναγνώσματά μας όσα χρόνια και αν περάσουν καλούμενοι να περπατήσουμε σαν ακροβάτες του ονείρου του. Σε αυτόν τον πρώτο τόμο, έχουν συγκεντρωθεί μερικά από τα πιο εμβληματικά του διηγήματα, είναι αυτά που τον καθιέρωσαν στην μνήμη μας και τον διαβάζουμε σήμερα πιο ζωντανό και επίκαιρο όσο ποτέ μιας και οι ιστορίες του, μακάβριες και σκοτεινές και αν είναι, αποτελούν οδηγό έμπνευσης, ανάγνωσης και συλλογισμού τόσο για μικρούς όσο και μεγάλους.
“Αλίμονο! Είθε ο Θεός τουλάχιστον να με προστατεύσει και να με ελευθερώσει από τα νύχια του αρχιδαίμονα! Η ηχώ των χτυπημάτων μου είχε σχεδόν κοπάσει, όταν μια φωνή μου απάντησε από τα βάθη του τάφου! Ένα παράπονο, αρχικά φιμωμένο και διακεκομμένο, σαν τον λυγμό ενός παιδιού…”
“”Ιδού η μέρα των ημερών” αναφώνησε καθώς πλησίαζα, “η καλύτερη μέρα να ζει ή να πεθάνει κανείς. Είναι μια πανέμορφη μέρα για τα παιδιά της γης και της ζωής. Αχ! Ακόμα πιο όμορφη όμως για τις κόρες του ουρανού και του θανάτου!”