Έβλεπες τα μάτια της να λάμπουν στο φως! Γάργαρο νερό ήταν τα χείλη της! Ένα γοητευτικό σύνολο που σε συνέπαιρνε, καθώς την κοιτούσες σα να την ήταν μόνο δικιά σου για εκείνη τη μοναδική στιγμή. Και πράγματι δεν γνώριζες αν αυτή η απόλαυση της θεσπέσιας και υπέροχης ύπαρξης που τώρα αντίκριζες ενώπιόν σου ήταν πραγματικότητα ή όνειρο, χανόσουν στις σκέψεις και το μυαλό σου είχε πάρει φωτιά, χάρη σε αυτή την Αφροδίτη του Ουρμπίνο που σε γοήτευε και σε συγκλόνιζε συθέμελα. Τελικά, τι είναι αγάπη; παρά αυτό το ασύμβατο συναίσθημα που από τη μία καταλαγιάζει μέσα σου κάθε ανησυχία και από την άλλη ξεσπαθώνει κάθε επιθυμία για έρωτα δίχως όρια, δίχως επιφυλάξεις και δίχως σταματημό. Ένα άγριο ένστικτο θηρίου που θέλει να σπάσει τα δεσμά του κλουβιού. Την λαχταρούσες όπως ο ζωγράφος Τιτσιάνο τη μούσα του, όπως ο γλύπτης το κορμί που αντικρίζει και σμιλεύει στο μάρμαρο, σαν το μουσικό που στα αυτιά του το αηδόνι χαϊδεύει όλο του το είναι και τον απογειώνει, σαν τον ποιητή που στα λόγια βρίσκει την ξεχασμένη του ανάσα και ξαναγεννιέται. Ένα δημιούργημα σαν αυτό του Ζολά ήταν η Φαίδρα, αυτό το κόσμημα της φύσης με χαρακτηριστικά ανθρώπου που ήρθε μια νύχτα να σε ανταμώσει και εσύ, σαν πρωτοεμφανιζόμενος θηριοδαμαστής που τώρα βγήκε στη σκηνή, να κινδυνεύεις να μαστιγωθείς από τα φλογερά φιλιά της. Εκεί στη μακρινή και εξωτική Ταϊτή θέλησες να ταξιδέψεις για να ξεφύγεις από τη βουή της πόλης και τελικά πιάστηκες στα δίχτυα ενός ανείπωτου έρωτα που σε απογείωσε και σε εξουθένωσε γιατί η ψυχή σου διψούσε για μία φυγή στον ερωτικό οίστρο που τόσο σου έλειψε. Ένας χείμαρρος τα στήθη της, μία υπέροχη σύνθεση ο λαιμός της που κάλυπτε με τα χρυσαφένια της μαλλιά, πόσο τυχερός μπορεί να είσαι! Στέκεσαι στη στιγμή, απολαμβάνεις το λεπτό, συντηρείς την ώρα, σταματάς το χρόνο, μην και χαθεί το μολυβένιο κορίτσι στα βάθη της απύθμενης ομορφιάς της και εσύ μείνεις έρημος σαν σε γη δίχως ήλιο και νερό. Την διεκδικούσες καιρό τώρα, την παραμόνευες σαν τον κυνηγό το θήραμά του, την ποθούσες με όλο σου το είναι, την φωτογράφιζες με τον φακό της καρδιάς σου και την έκρυβες μέσα σου μέχρι να σου αποκαλυφθεί στη γύμνια της σαν οδαλίσκη του Ένγκρ και σαν θεά βγαλμένη από άλλη εποχή. Μία νέα Άρτεμις του κυνηγιού. Την συνάντησες στο θέατρο των ονείρων σου, καθόταν πίσω σου και το γλυκό της πρόσωπο αντανακλούσε στη σκηνή με τρόπο μαγικό. Το βλέμμα σου διασταυρωνόταν με το δικό της χωρίς καν να το αντιληφθείς. Ήσουν χαμένος και βυθισμένος στον κόσμο της σαγήνης της, σε αυτό το σύμπαν όπου δεν υπάρχουν εξηγήσεις για το τι συμβαίνει. Ένα σκηνικό είχε φτιαχτεί κάτω από την πραγματική σκηνή και έμοιαζε ακόμα και οι ηθοποιοί να συμμετέχουν σε αυτό. Θυμάσαι τα πάντα και τίποτα, σβησμένος σαν ήσουν μέσα στο βλέμμα της αφού το δικό της κερί, το κερί της ψυχής της έφτανε και περίσσευε για να θεριεύσει το μέσα σου. Με το βλέμμα που σε κέρναγε δεν είχες ανάγκη τίποτε άλλο από τα χείλη της, τα φιλιά της που ορεγόσουν να νιώσεις και να αγγίξεις έτσι την ουράνια μορφή της. Όταν πλάγιασες για πρώτη φορά μαζί της, βίωσες μία αμετάκλητη επανάσταση μέσα σου, έναν ορυμαγδό από μικρές αλλεπάλληλες εκρήξεις ηδονής που αδυνατούσες να ελέγξεις, σαν μια δεξαμενή που ποτέ δεν στερεύει, σαν το πηγάδι που ποτέ δεν στεγνώνει. Από εκείνο το βράδυ ήσουν ολοκληρωτικά δικός της και αυτή δική σου και οι λέξεις δεν ήταν απαραίτητες. Ύπήρξε καθαρή ομολογία ένοχων βλεμμάτων που επικάλυπταν κάθε λέξη, φράση ή ψίθυρο, πώς να μιλήσεις με λόγια, πώς να ξεστομίσεις το ο,τιδήποτε, πώς να μπορέσεις να καταθέσεις την παραμικρή κουβέντα όταν οι ψυχές έχουν ανοίξει διάλογο και εσύ απλά παρακολουθείς τα σκιρτήματά σου και καίγεσαι από πόθο; Ένιωθες εκείνο το βράδυ στο θέατρο σαν να ήταν ένας μικρός θεός από πάνω σου, έναν ατίθασο ερωτιδέα να σου κλείνει το μάτι και να σου γνέφει μυστικά τις κινήσεις σου, ήσουν όμηρός του και αιχμάλωτός του, ένας άνθρωπος δέσμιος του έρωτα που τις επόμενες μέρες θα σε κατασπάραζε, θα σε καταβρόχθιζε, θα σε κατάπινε και θα σε απογείωνε μαζί. Στους ουρανούς της ευτυχίας και της απόλαυσης βρισκόσουν γιατί η γυναίκα που δημιουργήθηκε ως σάρκα από τη σάρκα σου είχε εισέλθει μια για πάντα στα έγκατα της ερωτικής σου γης και είχε ποτίσει το χώμα με το άρωμά της για να σε κρατήσει για πάντα κοντά της. Σε ένα αγρίμι είχες μετατραπεί και αυτός ο δρόμος προς την έκσταση δεν είχε πια γυρισμό. Τώρα περιδιαβαίνεις στις αγορές αγκαλιά με ένα μπουκάλι αψέντι για συντροφιά σου, περπατάς σα χαμένος μέσα στα σοκάκια μη γνωρίζοντας που την έχασες. Είσαι σκιά του εαυτού σου και έχεις μείνει με τις αναμνήσεις να σου στροβιλίζουν το μυαλό. Ένα έρμαιο της ευδαιμονίας που μόνο οι πίνακές σου πια το μαρτυρούν για να σε θυμόμαστε όπως έζησες πλάι της, μαγεμένος και φεγγαρόφωτος.
———————————
Ο Πολ Γκωγκέν (1848-1903) ήταν Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης. Εκπρόσωπος του μετεμπρεσιονισμού μαζί με τον Βαν Γκογκ, με τον οποίο τον συνέδεε φιλία. Ο Γκωγκέν έζησε μια διπλή ζωή. Απέκτησε γρήγορα οικογένεια που όμως εξίσου γρήγορα εγκατέλειψε γιατί ήθελε να φύγει μακριά από το Παρίσι και να αναζητήσει πηγές έμπνευσης. Για αυτό και ταξίδεψε στην Ταϊτή, εκεί όπου ήρθε σε επαφή με τον πολιτισμό της τότε Γαλλικής Πολυνησίας και πολλά θέματα στη ζωγραφική τα άντλησε από τα τοπία αλλά και τα σκιρτήματα των ερώτων του με τις γυναίκες του τόπου. Σαγηνεύτηκε από την τέχνη των ιθαγενών και χρησιμοποίησε ακόμα και το λεξιλόγιο των ιθαγενών για να ονοματίσει τα έργα του. Δυστυχώς, η διαμονή του εκεί ήταν και αυτή που όρισε το τέλος του αφού οι πολλές καταχρήσεις και οι ανεξέλεγκτες απολαύσεις τον οδήγησαν στο θάνατο από σύφιλη.