Οι Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ έδρασαν και δημιούργησαν σε μια εποχή όπου καίγονταν βιβλία ενώ λίγο αργότερα θα καίγονταν και άνθρωποι. Δύο πρωταρχικοί εκπρόσωποι της λογοτεχνίας του μεσοπολέμου, που τόσο χτυπήθηκε από τον φασισμό και τον ίδιο τον Χίτλερ ως μία επικίνδυνη απειλή στο αφήγημά του, παρουσιάζονται εδώ σε όλο τους το φάσμα. Οι δύο φίλοι μοιάζουν τόσο πολύ με τον Δάμωνα και τον Φιντία, δύο φίλους που έρχονται από το παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, μια ιστορία γνωστή αλλά που εδώ παίρνει σάρκα και οστά μέσα από αυτούς τους δύο κορυφαίους λογοτέχνες. Πρόκειται για δύο μορφές που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους και το αποτύπωμά τους σε αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία και διανόηση. Η παράλληλη πορεία τους είναι μυθιστορηματική από μόνη της, αλλά αξίζει να ιδωθεί υπό ένα κοινό πρίσμα λογοτεχνικής αλληλεγγύης που επιστράτευσαν σε καιρούς χαλεπούς, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κόσμο στον οποίο βρέθηκαν να ζήσουν, να επιβιώσουν και ευτυχώς για μας να δημιουργήσουν.
Η κοινή συμπόρευση δύο πνευματικών “αδελφών” ψυχών
Το βιβλίο αυτό έρχεται να συμπληρώσει εκείνο το κενό που είχαμε για το σύνολο της αλληλογραφίας ανάμεσα στους δύο επιστήθιους φίλους. Σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, όπου συγκεντρώνονται οι επιστολές που αντάλλαξαν, διαβάζουμε για τις ανησυχίες τους, τις αγωνίες τους, τις εξομολογήσεις τους, ως δύο αδερφοί και όχι απλώς φίλοι. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά μου στην ιστορία των δύο αρχαίων Ελλήνων, των πυθαγόρειων Δάμωνα και Φιντία που έδρασαν σε μία ταραγμένη εποχή, τα κοινά σημεία με τον Τσβάιχ και τον Ροτ είναι έκδηλα. Οι δύο Αυστριακοί συγγραφείς συμπορεύτηκαν λογοτεχνικά και διανοητικά, έγιναν επιστήθιοι φίλοι, στήριξαν ο ένας τον άλλον με αποδείξεις και πράξεις και με τη φιλία τους αυτή όρθωσαν τείχος απέναντι στο τέρας του ναζισμού που έμελλε να συμπαρασύρει την Ευρώπη στο χάος. Τι και αν οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, διαπράττουν ακριβώς τα ίδια λάθη, αλλά λάμπουν κιόλας με το μεγαλείο της ψυχής τους, με τους ίδιους ακριβώς όρους και υπό τις ίδιες συνθήκες.
Να σημειωθεί πως τόσο η μετάφραση από την Μαρία Αγγελίδου και τον Άγγελο Αγγελίδη, όσο και το επίμετρο από τον Π. Κ. Τσούκα, καθώς και η εισαγωγή του P. Deshusses προσδίδουν στην έκδοση αυτή την ποιότητα που της αξίζει και αναδεικνύει αναμφίβολα δύο κορυφαίες μορφές που βίωσαν πολλά αλλά έμειναν στενά δεμένοι και αντιμετώπισαν από κοινού με τα γραπτά τους και την αλληλεπίδραση των συζητήσεών τους την απειλή της ναζιστικής προπαγάνδας. Ο κίνδυνος της εκτέλεσης τους ορατός και βάσιμος, αφού και οι δύο ήταν στόχοι του ναζιστικού καθεστώτος και κυνηγήθηκαν για τις απόψεις τους, αυτοεξορίστηκαν διαβλέποντας την ταραγμένη όσο και επισφαλή κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο.
Υπό αυτές τις συνθήκες δε δίστασαν να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον και να αλληλοστηριχτούν, να συμπαρασταθούν με όσα ψυχικά μέσα διέθεταν ακόμα. Ο Γιόζεφ Ροτ θα δηλώσει συγκλονισμένος από τα γεγονότα: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Ο Τσβάιχ από τη δική του πλευρά αναφέρεται στον Ροτ και του απευθύνεται με στόχο να τον καθησυχάσει και να τον συνδράμει με κάποια συμβουλή: “Σας παρακαλώ να είστε όσο ήρεμος μπορείτε να είστε. Τα κλάματα δεν ωφελούν κι εσείς χρειάζεστε όλη σας τη δύναμη για τη δουλειά. Είμαι πεπεισμένος πως ο Λαντάουερ, που σας ξέρει και σας αγαπά, δεν θα σας αφήσει ξεκρέμαστο. Του έγραψα κι εγώ αμέσως. Ελπίζω περισσότερο από σας και είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν παρά μια fausse sortie, όπως λένε στο θέατρο”.
Ο Γιόζεφ Ροτ απευθύνεται και πάλι στον φίλο του και του απαντά στην επιστολή του δείχνοντας πόσο πικραμένος είναι από την συμπεριφορά του Λαντάουερ: “Αγαπητέ φίλε, μόλις έλαβα το ευγενικό σας γράμμα. Δυστυχώς πλανάσθε. Σας έγραψα ήδη πόσο οδυνηρό μου είναι – στην ψυχή μου μέσα – να σπαταλάτε χρόνο, σκέψη και δύναμη γράφοντας γράμματα στον ανίσχυρο Λαντάουερ. Απλώς ντρέπεται να γράψει με ειλικρίνεια ότι δεν είναι σε θέση, δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν θα έπρεπε ίσως να ντραπεί, στην προκειμένη περίπτωση. Αλλά άνθρωπος είναι”.
Η αλληλογραφία των δύο φίλων που ξεδιπλώνεται σε αυτό το βιβλίο μας θυμίζει πόσο οι δύο τους πάσχισαν να εκφράσουν τον εσωτερικό τους κόσμο και να αποδείξουν τον υψηλό συναισθηματικό τους κόσμο, την ευαισθησία τους, την τρυφερή τους ματιά, πόσο βασανίστηκαν από δύσκολες και επίπονες σκέψεις, πόσο πόνεσαν από μία πολιτική πραγματικότητα που δεν τους άφηνε να εκφραστούν ελεύθερα και να παραγάγουν, μία πολιτική πραγματικότητα που οδήγησε τον Τσβάιχ απελπισμένο στη Βραζιλία και κατόπιν στην αυτοκτονία ενώ τον Ροτ στο ποτό που τελικά οδήγησε και αυτόν στο θάνατο. Οι παράλληλοι βίοι τους, η κοινή τους πορεία και η αντίστασή τους με τον τρόπο που τον εξέφρασαν μέσα από τα γραπτά τους αποτέλεσαν δείγμα γραφής και σημείο αναφοράς.
Αδιαμφισβήτητα, δεν ήταν μόνο η ζωή τους που απειλούνταν κατά κύριο λόγο, ήταν και η αδυναμία τους να αντέξουν το διασυρμό της ίδιας τους της ζωής, αυτή τη λαίλαπα της άνευ λόγου καταδίκης και συνεχόμενης δίωξής τους, του φόβου και τρόμου που τους δημιουργούσε πνευματική ασφυξία και ατμόσφαιρα εκφραστικής στέρησης. Μονόδρομος λοιπόν και για τους δύο αποτέλεσε η διαφυγή τους στο εξωτερικό και η εγκατάστασή τους σε τόπους πιο φιλόξενους και πιο «ζεστούς» ως προς την ελευθερία και την αποδοχή του έργου τους. Παρά τη μετοίκησή τους σε άλλα μέρη θα συνεχίζουν να συνδιαλέγονται και να αναπτύσσουν τους προβληματισμούς τους δια αλληλογραφίας και έτσι να λυτρώνονται ο ένας με τη βοήθεια του άλλου, σα δύο συγκοινωνούντα δοχεία που ποτέ δεν στερεύουν.
“Σχεδόν με τρομάζει το ότι βλέπω κάτι καλύτερα από σας, από σας που είστε τόσο πιο ευφυής από μένα – με την έννοια που δίνει ο Γκαίτε στην ευφυΐα” Ο Γιόζεφ Ροτ στον Στέφαν Τσβάιχ
“Σας εξορκίζω, μην κάνετε τίποτε όσο είστε σ’ αυτή την κατάσταση, μη στέλνετε γράμματα πριν τα δείξετε προηγουμένως σ’ έναν φίλο. Είστε σε τρομερή ταραχή” Ο Στέφαν Τσβάιχ στον Γιόζεφ Ροτ