Ο Εμίλ Ζολά είναι ένας αστός περιπατητής του Παρισιού και της γαλλικής υπαίθρου. Είναι ένας θερμός υποστηρικτής των τεχνών σε κάθε μορφή τους και παρακολουθεί από πολύ κοντά τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στο Παρίσι σε μία εποχή και σε μία περίοδο όπου αναπτύσσονται οι τέχνες και η ζωγραφική παραγωγή ανθίζει. Θα είναι αυτός που θα γίνει φίλος με τους περισσότερους ιμπρεσιονιστές αλλά και πολύ φίλος με τον Πολ Σεζάν μέχρι δυστυχώς την οριστική τους ρήξη ύστερα από την κριτική του μέσα από το βιβλίο του “Το Δημιούργημα”*. Από αυτό το περιβάλλον λοιπόν, το υπέρμετρα καλλιτεχνικό, εμπνέεται τα ποικίλα θέματά του που καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής, την οποία και ντύνει με ιμπρεσιονιστική γραφή. Οσμίζεται την ατμόσφαιρα της εποχής του και ως λογοτέχνης με ουσιώδη πένα που θυμίζει παλέτα, καταγράφει αυτά που οι φίλοι του Μανέ, Μονέ και Τουλούζ Λωτρέκ ζωγραφίζουν.
Σε αυτή τη συγγραφική παλέτα ξεδιπλώνει το μωσαϊκό των συναισθημάτων των ηρώων του, την ανησυχία τους, τους φόβους τους, τα ζητήματα που τους απασχολούν, όπως το χρήμα, η φτώχεια, η συντροφικότητα, η μοναξιά, οι σχέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Έτσι, μέσα από τα χρώματα με τα οποία ντύνει τις ιστορίες του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα παρελθόν που δείχνει να επαναλαμβάνεται και σήμερα με άλλη μορφή. Σε αυτό το πλαίσιο όμως κινούνται και τα δοκίμιά του, προσανατολισμένα πάντα στην υπηρεσία της αληθινής τέχνης και της πραγματικής αξίας του δημιουργού. Κάθε δοκίμιο είναι χαρακτηριστικό του πάθους του ως καλλιτέχνη λογοτέχνη αλλά και κριτικού που πασχίζει και παλεύει για τους πραγματικούς δημιουργούς και πολλές γίνεται λάβρος κατά των επιτροπών που αποκλείουν ζωγράφους στα περίφημα Σαλόνια ζωγραφικής.
Ένας πιστός υπηρέτης και υπερασπιστής των τεχνών
Ο Ζολά περιγράφει, τόσο στα διηγήματά του, όπως άλλωστε και στα μυθιστορήματά του αλλά και στα δοκίμιά του, την αγωνία και τη δυσκολία με την οποία οι σύγχρονοί του και συμπατριώτες του βιώνουν το χώρο και το χρόνο σε μία Γαλλία που αλλάζει σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό και χωροταξικό, πολλές φορές εις βάρος του ανθρώπου λόγω της εξέλιξης της επιστήμης, της πάλης των τάξεων, της αναδιαμόρφωσης του αστικού τοπίου που αναβαθμίζει τις υποδομές αλλά υποβαθμίζει την ποιότητα της προ βιομηχανικής επανάστασης εποχής. Οι άνθρωποί του είναι πραγματικοί, αφού ο ίδιος τους συναναστρέφεται και μας τους παραδίδει πλούσιους σε αδυναμίες ή ελαττώματα και με την αίσθηση πως είναι ευάλωτοι στα μάτια μας, όπως ακριβώς θα περιμέναμε και όπως εκείνος δεν θα ήθελε να τους αλλάξει για να τους κάνει πιο αρεστούς ή πιο ελκυστικούς.
Στα δοκίμια αυτά που παρουσιάζονται εδώ σε μία εξαιρετική έκδοση, ο Ζολά παίρνει την πένα του στο χέρι και δίνει μάχες κατά της μικροπρέπειας και της μικροψυχίας και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Πρέπει επειγόντως να αποκατασταθεί η αλήθεια των πραγμάτων. Πρέπει να πούμε σ’ αυτούς τους κριτές που χρησιμοποιούν το Σαλόν συχνά για τα δικά τους μικροσυμφέροντα ότι οι εκθέσεις γίνονται για να αναδείξουν όσο το δυνατόν καλύτερα τους καλλιτέχνες που εργάζονται σοβαρά. Όλοι πληρώνουν την ίδια εισφορά, και είναι απαράδεκτο να κοιτάς σε ποια καλλιτεχνική σχολή ανήκουν, για να τους ανοίξεις ή να τους κλείσεις την πόρτα”. Εδώ ουσιαστικά υπάρχει η εναντίωση των επιτροπών σε κάθε τι πρωτοποριακό που δεν συνάδει με τα ήθη της εποχής. Είναι η περίοδος που η τοπιογραφία της σχολής της Μπαρμπιζόν που έχει πια εδραιωθεί θα δώσει τη σκυτάλη στη σχολή των Ιμπρεσιονιστών που εισέρχονται δυναμικά στο χώρο και είναι η νέα επαναστατική ματιά στα κοινωνικά στερεότυπα της αυστηρής ακαδημαϊκής ζωγραφικής που θα αρχίσει να ξεθωριάζει σιγά σιγά.
Ο Ζολά θα είναι παρών στις εξελίξεις και θα γίνει το επίκεντρο των αρνητικών σχολίων για αυτή του τη στάση. «Ο καλλιτέχνης δεν είναι τίποτα χωρίς το ταλέντο, αλλά το ταλέντο δεν είναι τίποτα χωρίς τη δουλειά». Και πράγματι, ο κοινωνικά ευαίσθητος Εμίλ Ζολά ποτέ δε σταμάτησε να εργάζεται με όπλο το χάρισμά του στη γραφή, η γραφή του είναι το φαρμακείο της ψυχής του. Ποτέ δεν κουράστηκε να κυκλοφορεί σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος ο ίδιος και να καταγράφει με την ματιά του και ύστερα με το μελάνι του επάνω στο χαρτί τις κοινωνικές ανθρώπινες στιγμές, τις εξάρσεις, τις αδυναμίες, τα τρωτά σημεία που αντίκριζε. Αυτό το έκανε ακόμα και όταν δεν είχε το παραμικρό εισόδημα από τα γραπτά του, ακόμα και όταν με ένα απλό κερί και με ένα κομμάτι ψωμί για φαγητό πάσχιζε και μοχθούσε να αποτυπώσει αυτά που τον απασχολούσαν.
Ο Ζολά είναι ένας αγωνιστής του λογοτεχνικού είδους, ένας ιδεολόγος, όχι εξ’ ανάγκης αλλά εκ πεποιθήσεως, είναι ανθρωπιστής, γιατί με τον τρόπο του υπηρετεί τον άνθρωπο και τον θέτει στο προσκήνιο, όχι για να τον ενοχοποιήσει, αλλά για να καταδείξει πως ο δρόμος της ανηθικότητας και της ανειλικρίνειας δεν έχει επιστροφή. Είναι στρατευμένος, με την έννοια πως πορεύεται από την αγάπη και τη λαχτάρα, το διακαή πόθο, ο λογοτεχνικός του κόσμος, αυτόν που με πολύ κόπο χτίζει, να επιφέρει αλλαγές και να προσφερθεί στον κόσμο ως κοινωνικό αγαθό. Στα έργα του ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, κυρίως δραματικών, αφού τον γδύνει από κάθε πέπλο αποκαλύπτοντας τα διλήμματά του, τις παλινωδίες του, τις μυστικές σκέψεις του, όλο το συναισθηματικό πυρετό που πολλές φορές θολώνει το νου. Όλες αυτές τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου θα τις βρούμε πρωταγωνίστριες στα βιβλία του, με νατουραλιστικά τρόπο δοσμένες, αφού υπήρξε αναμφισβήτητα κύριος και βασικός εκπρόσωπος αυτού του κινήματος. Ο Ζολά είναι ένας ιεραπόστολος και ένας πιστός σταυροφόρος των ιδεών του, πολλές από τις οποίες ξεδιπλώνονται εδώ.
“…τέχνη σημαίνει ελεύθερη έκφραση της σκέψης και των αισθημάτων, και η πιο μεγάλη τέχνη είναι η πιο προσωπική”
“Ο Κουρμπέ είναι ο μοναδικός πραγματικός ζωγράφος της εποχής μας ͘ ανήκει στην οικογένεια των δημιουργών της σάρκας και τα αδέρφια του, είτε το θέλει, είτε όχι, είναι ο Βερονέζε, ο Ρέμπραντ, ο Τισιανός”
* Αξίζει να αναφέρω τη γαλλική ταινία του 2016 με τίτλο Ζολά και Σεζάν, στην οποία καταγράφεται τόσο γλαφυρά η άνοδος και η πτώση της μεταξύ τους σχέσης. Δείτε εδώ το σχετικό απόσπασμα από το διαφημιστικό για την ταινία: