Πώς είναι να είσαι εξόριστος και η χώρα σου να μην σε αφήνει να επιστρέψεις έχοντας για σένα μία φυλακή ως αναγνώριση του έργου σου; Πώς είναι να ζεις υπό τον φόβο και την απειλή της σύλληψής σου αν ποτέ πατήσεις το πόδι σου στο έδαφος της πατρίδας σου μόνο και μόνο επειδή μίλησες ελεύθερα και δίχως κανένα δισταγμό; Η συγγραφέας ζει χρόνια τώρα εξόριστη στη Γερμανία όπου και έχει καταφύγει για να γλιτώσει από το δικτατορικό και ανελεύθερο σύστημα μιας τουρκικής ηγεσίας που φιμώνει τους ανθρώπους και τους φυλακίζει για λόγους που και οι ίδιοι ποτέ δεν κατάλαβαν. Δίκες παρωδία, κρίσεις ανθρώπων με το πρόσχημα πως είναι εχθροί του κράτους, ένα κράτος φάντασμα που τίποτα δε δίνει μα παίρνει κάθε δικαίωμα και το συρρικνώνει κατά το δοκούν.
Περιγράφοντας μια σκοτεινή φυλακή όπου η ζωή ξεθωριάζει
Το πέτρινο κτίριο είναι ένα από τα πολλά βιβλία της Ερντογάν όπου αφηγείται ελεύθερα πια, αφού δεν κινδυνεύει εκεί που ζει και έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται και να καταθέτει, και εξιστορεί τα όσα αισθάνεται μακριά από τη χώρα της που αγαπά αλλά που τόσο την απογοητεύει και την πικραίνει. Όπως και στα άλλα της βιβλία, έτσι και εδώ, σε ένα βιβλίο εξαιρετικά αποκαλυπτικό για τα όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, η Ερντογάν τοποθετεί την ιστορία της σε ένα πέτρινο και ψυχρό κτίριο, σε ένα κτίριο φάντασμα όπου όλα μυρίζουν θάνατο και απομόνωση, θλίψη και μελαγχολία για τους χαμένους παραδείσους που ποτέ δεν θα έρθουν. Τίποτα δεν έχει αλλάξει δυστυχώς τόσα χρόνια και τα όσα αφηγείται είναι μια ακόμα γροθιά στο στομάχι για όσους σαπίζουν στις φυλακές δίχως να γνωρίζουν τι μέλλει γενέσθαι.
Η ιστορία του δισεκατομμυριούχου Οσμάν Καβαλά είναι ίσως η πιο τρανταχτή και η πιο χαρακτηριστική από όλες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που έχει απασχολήσει πολύ τη Δύση και τις δυτικές κυβερνήσεις που ζητούν επισταμένα και επίμονα την απελευθέρωσή του. Είναι προφανές δυστυχώς πως οι φωνές αυτές, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, επ’ ουδενί δεν εισακούγονται και ας ισχυρίζεται ο Πρόεδρος και οι αυλικοί του πως η Τουρκία είναι ένα κράτος δικαίου που σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών της. Η Ερντογάν όπως και πολλοί άλλοι κρίνονται για την κριτική που ασκούν, κατακρίνονται για το γεγονός πως έχουν άποψη και παίρνουν θέση απέναντι στα πράγματα με θάρρος και γενναιότητα.
Στο βιβλίο της αυτό, που είναι από τα πιο συνταρακτικά ως προς την ρητορική του, η Ερντογάν απλώνει το δίχτυ της θλιβερής και φρικτής ψυχολογικής κατάστασης και των συνθηκών υπό τις οποίες ζει και προσπαθεί να επιβιώσει ο Α., ένα πρόσωπο ανώνυμο που θα μπορούσε να είναι ο καθένας από τους χιλιάδες που περιμένουν μάλλον μάταια να απελευθερωθούν μια μέρα και να δουν το φως της ελευθερίας. Η συγγραφέας αναφέρει με γλαφυρό τρόπο: “Σήμερα θα μιλήσω για το πέτρινο κτίριο το οποίο αποφεύγει η λογοτεχνία ή που στέκεται σε μια ασφαλή απόσταση και κοιτάζει πίσω από τις λέξεις. Κτίστηκε πολύ πριν γεννηθώ, αν δεν υπολογίσουμε το υπόγειο, έχει πέντε ορόφους και σκαλοπάτια στην είσοδο”. Οι περιγραφές της Ερντογάν είναι για τον αναγνώστη σκληρές και ωμές μα είναι μόνο η καθαρή αλήθεια για τα όσα εκτυλίσσονται μέσα στο πέτρινο αυτό κτίριο όπου τα όνειρα έχουν θαφτεί και δεν υπάρχει κανείς για να τα φέρει στο φως.
Η ποιητικότητα και η αμεσότητα του λόγου της Ερντογάν είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα, είναι η απόδειξη πως ο πόνος μπορεί και γίνεται λογοτεχνία, πως καθένας που βιώνει μια τέτοια συνθήκη και θέλει να την περιγράψει κερδίζει σε έμπνευση ενώ έχει χάσει σε ελευθερία και ανεξαρτησία εντός των τειχών. Άρα, ευρισκόμενη εκτός έδρας όλα γίνονται πολύ πιο εύκολα και το χέρι παίρνει φωτιά για να περιγράψει τα πολλές φορές απερίγραπτα που συμβαίνουν εκεί μέσα στους γεμάτους από υγρασία και θάνατο τοίχους. Γινόμαστε λοιπόν κοινωνοί αυτής της ζωής ή της μη ζωής του Α. σαν εκείνον τον κύριο Κ. για τον οποίο ο Κάφκα μας μιλούσε στη Δίκη του. Εδώ έχει δικαστεί η ομιλία, η έκφραση, η ίδια η ζωή που θέλει να μιλήσει αλλά την έχουν καταδικάσει σε σιωπή οι διάφοροι δυνάστες και καταπιεστές, εκπρόσωποι ενός αρρωστημένου συστήματος που υποβάλλει τον άνθρωπο στην αφαίρεση κάθε ελευθερίας.
Δια χειρός Θανάση Ζαράγκαλη είναι η εξαιρετική μετάφραση που μεταφέρει στα ελληνικά τον παλμό της γλώσσας της Ερντογάν, μια γλώσσα και μια αφήγηση τόσο ζωντανή από την οποία κανείς δεν μένει ασυγκίνητος από τα όσα μοιράζεται μαζί μας. Ο κόσμος της Ερντογάν είναι πονεμένος, μοιάζει με τον βράχο του Σίσυφου που όλο τον κουβαλάει ως την κορυφή και αυτός όλο και πηγαίνει πάλι πίσω για να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Τελικά αναζητείται καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης το φως που ίσως ποτέ να μην έρθει και ίσως το τέλος να είναι η αρχή μιας απελευθέρωσης και μιας λύτρωσης που μόνο τα μάτια μπορούν να αποτυπώσουν. “Δεν υπήρχε αντίκρισμα ούτε στη γη ούτε στον ουρανό για το γεγονός ότι ζούσαμε”. Όλοι είναι παρόντες σε αυτή τη φυλακή και ο καθένας από τη μεριά του παλεύει για ένα κομμάτι ελπίδα γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η πίτα είναι πολύ μικρή και ίσως να μην φτάσει για κανέναν.
“Ποιος ήταν μαζί μου; Εκείνη η φωνή που μιλούσε στη νύχτα μου; Ποιος ήταν που μιλούσε στο όνομα όλων μας; Που πέθανε στο όνομα του Κανενός;”
“Ο άνθρωπος είναι σ’ έναν κλοιό πιο μακρύ κι από τη ζωή του, στους στρωμένους με πέτρες δρόμους της σιωπής, στις ακτές που θυμίζουν νύχτα”