“Ο ήλιος είχε πέσει. Η νύχτα όλο επισημότητα είχε πάρει τη θέση της. Τα παιδιά χώρισαν πηγαίνοντας το καθένα, χωρίς να το γνωρίζουν, κατά τις συνθήκες και κατά το τυχαίο, να ωριμάσουν το πεπρωμένο τους, να σκανδαλίσουν τους πλησίον τους και να προχωρήσουν προς τη δόξα ή προς την ατίμωση” γράφει ο υπέροχα αινιγματικός και ποιητικός Σαρλ Μπωντλαίρ στη Μελαγχολία του Παρισιού όπου ξεδιπλώνει την αγάπη του για την πόλη. Το Παρίσι πάντα ήταν τόπος έμπνευσης για όλες τις εποχές γιατί περικλείει ιστορία, ανθρώπους, εικόνες και αποτελεί αναμφίβολα ένα κινητό μουσείο, το οποίο κανείς δεν χορταίνει να βλέπει. “Αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή” έχει δηλώσει ο Χέμινγουεϊ για το Παρίσι, όπου έμελλε να γίνει το πεδίο δράσης καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων και άλλων δημιουργών.
Το Παρίσι του χρόνου και της νοσταλγίας
Ο συγγραφέας Άλεξ Τζορτζ δίκαια εκμεταλλεύεται όλη αυτή την ατμόσφαιρα, όλο τον πυρετό δημιουργίας που συντελείται στο Παρίσι για να μας αφηγηθεί μέσω των ηρώων του το προυστικό περιβάλλον που λαμβάνει χώρα και αυτό δεν είναι άλλο από τον χρόνο που κυλάει και καθένας αναζητά χαμένες μνήμες και αναμνήσεις, χαμένα μονοπάτια, τον ίδιο του τον εαυτό ή τα πρόσωπα που τον απασχολούν. Αυτοί είναι οι ήρωες του συγγραφέα, που περιπλανώμενοι και αυτοί όπως και ο Μπωντλαίρ, οι οποίοι σέρνονται από τον πανδαμάτορα χρόνο και μπλέκονται σε σκέψεις δύσκολες, σε αποφάσεις κρίσιμες, σε διαδρόμους και στοές του νου που δύσκολα ξεδιαλύνονται. Ο Άλεξ Τζορτζ μας παίρνει από το χέρι και μας βγάζει, σαν να ήταν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, έξω στην πόλη, στους κήπους και στους δρόμους της για να μας περιγράψει πρόσωπα και εικόνες, στιγμές και όμορφα τοπία.
Είναι σαφές πως μια μέρα στο Παρίσι ίσον με καμία, αλλά αυτή η μέρα στο βιβλίο του Τζορτζ μοιάζει να επεκτείνεται και να μας θυμίζει κάτι από το ανυπέρβλητο έργο του Μαρσέλ Προυστ και των δικών του συλλογισμών. Το Παρίσι είναι μια πόλη ζωντανή, μία πόλη με ιστορία, μία πόλη όπου συγκεντρώνονται οι δημιουργοί και μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας μπορούν και εκφράζονται δίχως περιορισμούς. Αυτήν την Πόλη του φωτός επιλέγει ο Τζορτζ για να χτίσει το μυθιστόρημά του και να αφηγηθεί μία ιστορία που μας πηγαίνει στο παρελθόν και μας επαναφέρει με δεξιοτεχνία στο παρόν μέσα από ένα ευφυές παιχνίδι εναλλαγής της μηχανής του χρόνου. Το Παρίσι αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό στην περίοδο του μεσοπολέμου με κάθε λογής δημιουργούς και είναι αυτή η πόλη την οποία επιλέγει ο συγγραφέας για να στήσει το έργο του και να μας το παρουσιάσει.
“Το να είσαι Παριζιάνος δεν σημαίνει πως γεννήθηκες στο Παρίσι αλλά πως εκεί ξαναγεννήθηκες” είπε κάποτε ο περίφημος Γάλλος συγγραφέας Σάσα Γκιτρύ. Αυτό είναι το Παρίσι του Τζορτζ, εκεί μοιάζουν οι ήρωές του να προσπαθούν να ξαναγεννηθούν, εκεί πηγαίνουν με έναν όνειρο να τους οδηγεί σαν φωτεινό άστρο, εκεί ξετυλίγουν τους προβληματισμούς τους, εκεί τους παρακολουθούμε ο καθένας με το δικό του τρόπο να αναζητά κάτι. Μοχλοί ανάδευσης των γεγονότων του παρελθόντος σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του παρόντος είναι τα τρία πρόσωπα που επιλέγει ο συγγραφέας σαν άλλος σκηνοθέτης, είναι ο Σούρεν, ο Γκιγιόμ και ο Ζαν Πολ, ένα τρίπτυχο που εξυπηρετεί και τις αφηγηματικές ανάγκες σε μία όμως κοινή συνισταμένη. Και οι τρεις πηγαίνουν στο Παρίσι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και όμως κατά βάθος με τον κρυφό πόθο να ζήσουν από κοντά την περιπλάνηση στους δρόμους και τις υπόγειες στοές του.
Ο Τζορτζ έχει κατανείμει τα κεφάλαια του βιβλίου με βάση σημεία τις πόλεις, διάφορα τοπόσημα, για παράδειγμα το βιβλιοπωλείο, τη Βοκλούζ, τον κήπο του Λουξεμβούργου, που αποτελούσαν και πάντα θα αποτελούν σημεία αναφοράς για τη γαλλική πρωτεύουσα και για όσους επιλέξουν να την επισκεφθούν ή να την ξαναεπισκεφθούν μετά την ανάγνωση αυτού του μαγευτικού βιβλίου. Το μυθιστόρημα, εκείνο που κινείται μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας, είναι πάντα μια αφορμή για την μετάβαση στον αντίστοιχο τόπο που περιγράφεται μέσα από τις σελίδες, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα “προσκύνημα” στην ιστορία και τον χρόνο που αφήνει τα δικά του σημάδια. “Ο Ζαν Πολ βγαίνει από το βιβλιοπωλείο και κατεβαίνει την οδό Οντεόν. Μερικά λεπτά αργότερα περνάει την πύλη του Κήπου του Λουξεμβούργου και κατευθύνεται στη μεγάλη οκταγωνική λίμνη στο κέντρο του πάρκου”.
Τι και αν το πρόσωπα των πρωταγωνιστών του και οι φυσιογνωμίες τους είναι εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους, τι και αν το πέρασμά τους από το Παρίσι συνέβη για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τι και αν η ύπαρξή τους εκεί οφείλεται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες. Δεν έχει καμία σημασία γιατί και οι δύο θα επηρεαστούν από την ατμόσφαιρα του Παρισιού που κανέναν δεν αφήνει ασυγκίνητο και ακλόνητο. Περιδιαβαίνοντας την πόλη θα ανακαλύψουν ο καθένας πτυχές της πόλης όπου η ιστορία βρίσκεται σε κάθε στενό. Ο λόγος του Τζορτζ και η εξιστόρησή του είναι έτσι ευφυώς καταγεγραμμένα που μοιάζει σαν να έχουμε μπει σε κινηματογραφικό πλάνο και να παρακολουθούμε ως κρυφοί θεατές τις ζωές των πρωταγωνιστών. Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στα παρισινά σοκάκια, μπαίνει στους συρμούς και ταξιδεύει νοερά στο Παρίσι, τόσο το σημερινό όσο και εκείνο της μεσοπολεμικής περιόδου.
“Καθώς ο Ζαν Πόλ περπατάει στα περιποιημένα δρομάκια με κατεύθυνση το παραμυθένιο μεγαλείο του Παλατιού του Λουξεμβούργου με τους χαρακτηριστικούς πυργίσκους, το απογευματινό αεράκι μεταφέρει στα αυτιά του ένα ξέσπασμα γέλιων”
“Ο κόσμος μπροστά από τον Ζαν Πολ παίρνει θέσεις για την επόμενη παράσταση του κουκλοθέατρου και ησυχάζει γεμάτος προσδοκία”