Το μάρμαρο δούλευες μια ζωή και ήταν η συντροφιά σου, σε ονόμασαν Ροντέν της Ελλάδας και όχι άδικα. Ταπεινός, σεμνός και εργατικός πέρασες δύσκολη ζωή μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία γιατί σε θεωρούσαν τον τρελό της κοινωνίας, έναν παράξενο τύπο που κανείς δεν καταλάβαινε μα και κανείς δεν ένιωθε το μεράκι σου, το πάθος σου για την τέχνη σου. Να μην ανησυχείς, τα ίδια έγιναν με τον Μπετόβεν, τον Σεζάν, τον Βαν Γκογκ και τόσους άλλους που διέπρεψαν δια της διαφορετικότητάς τους. Και στην Καμίγ Κλοντέλ που χανόταν στις σκέψεις της δεν είχε κανείς να τείνει χείρα βοηθείας. Ο δρόμος που διάλεξες Γιαννούλη μου ήταν μοναχικός, δρόμος ανηφορικός, δρόμος δύσβατος, δρόμος ενός καλόγερου της δημιουργίας και αυτόν βάδισες δίχως να δίνεις σημασία γύρω σου. Τα έργα σου μιλούσαν τη γλώσσα της αλήθειας από μόνα τους, μια γλώσσα αυθεντική και αγνή, μια γλώσσα ξένη προς τους άλλους. Γεννήθηκες στην πανέμορφη Τήνο, το ξακουστό νησί των καλλιτεχνών, μέσα σε εκείνο τον αέρα και την αύρα που μυρίζει θάλασσα και έχει το χάιδεμα του ανέμου για συντροφιά. Ήταν δίχως άλλο το νησί από το οποίο έφυγαν ξακουστοί καλλιτέχνες για να λάμψουν στο εξωτερικό και την περίφημη Σχολή του Μονάχου, εσένα δεν σου το επέτρεψαν δυστυχώς και άλλοι όρισαν τη μοίρα σου, σε άφησαν μόνο να κάνεις ένα πέρασμα. Ήσουν όμως τυχερός γιατί είχες το χάρισμα του Θεού, την αγκαλιά του Απόλλωνα και τη σοφία της Αθηνάς που σε ενέπνεαν και κανέναν δεν άφηναν να πειράξει τα καλώδια ή το μηχανισμό του μυαλού σου. Και έτσι δεν έχανες ποτέ το κέφι σου και έτσι οδηγήθηκες να φιλοτεχνήσεις με τα σκληρά σου από την εργασία χέρια την περίφημη Ωραία κοιμωμένη που εμείς σήμερα θαυμάζουμε και εκστασιαζόμαστε. Δεμένος με το υλικό σου σαν τον καπετάνιο με το πλοίο του και σαν τη μάνα με το παιδί της ήσουν ταγμένος σε αυτό και ποτέ δεν σταμάτησες να του μιλάς και να σου μιλάει ακόμα και όταν χαμένος στις σκέψεις σου απομονωνόσουν πνευματικά για να μην φθαρείς από την κακία και τη μοχθηρία. Πάντα σε απόσταση από όσους σε πλήγωναν σχεδίαζες με το άστρο του λύχνου για οδηγό και με πυξίδα, μιας και το χέρι σου ήταν προέκταση του μυαλού σου και σε πήγαινε από μόνο του. Μετέβης στο Μόναχο μα αναγκάστηκες γρήγορα να γυρίσεις και επιστρέφοντας γρήγορα στο νησί δεν είχες παρά λίγα ερεθίσματα από αυτά που αντίκρυσες, δεν είχες πια τη δυνατότητα να θαυμάσεις τις αρχαιότητες, να δράσεις και να κάνεις το όνομά σου ξακουστό στα πέρατα του κόσμου, να μείνουν τα έργα σου εκεί για να τα θαυμάζουν όλοι. Μα και τότε εσύ επιστράτευσες δυνάμεις κρυμμένες στα ιερά χειρόγραφα της καρδιάς σου. Παρέμεινες ένας δάσκαλος σαν τον Παπαδιαμάντη και δεν ζήτησες για να μην πληγώσεις. Δεν σου άρεσε η φασαρία, αποζητούσες την απλότητα, την ηρεμία, τη συγκέντρωση μα ούτε και αυτή σε άφηναν να απολαύσεις προκαλώντας σου προβλήματα, παρεμβαίνοντας και αναγκάζοντάς σε να περνάς ώρες ατελείωτες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ψυχιατρείου φυλακισμένος σαν να ήσουν ένας κίνδυνος. Μα έτσι ακριβώς συμβαίνει σε ιδιοφυείς ανθρώπους σαν εσένα, σε ανθρώπους που τιμούν την ύλη και την τιθασεύουν παλεύοντας μαζί της πρωί και βράδυ. Ξεχώριζες και διέφερες όχι γιατί θεωρούσες τον εαυτό σου ξεχωριστός μα για το ακριβώς αντίθετο, γιατί παρέμεινες πάντα μακριά από τα πολλά φώτα, από τη λάμψη εκείνη που ξεθωριάζει και φθείρει τον άνθρωπο. Η εποχή σου δεν ήταν κατάλληλη για σένα, ήταν οπισθοδρομική και η λαχτάρα σου, η δίψα σου για δημιουργία και παραγωγή έγινε εχθρότητα στα μάτια τους, σε είχαν ήδη καταδικάσει ως μίασμα και κανείς δεν γνωρίζει το γιατί. “Πολύ λίγα πράγματα, με ρυθμό, δώσαν την ουσία της έκφρασης, όσο τα προσχέδια και τα προπλάσματα του Χαλεπά. Να η “Αδικία”, που τη φαντάστηκε με κορώνα στο κεφάλι, σα βασίλισσα, ο “Πόλεμος”, που ήρθε από τα ξένα με τα χοντρά κι αναίσθητα ποδάρια σε μπότες…” ήταν τα λόγια στο βιβλίο του Στρατή Δούκα αφιερωμένο στο “Βίο ενός αγίου”, δηλαδή το δικό σου βίο. Γιατί άγιος υπήρξες, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Μότσαρτ, ο Λαπαθιώτης. Υπήρξες ένας άξιος και οικουμενικός τεχνίτης μα πάνω από όλα ένας ακούραστος δημιουργός που σμίλευε το μάρμαρο σαν τους Αρχαίους Φειδία και Πραξιτέλη. Όσα λόγια και αν ξοδέψει κάποιος για εσένα το μοναχό της τέχνης θα είναι λίγα και φτωχά. Ωστόσο, οι χαλεποί καιροί για σένα Γιαννούλη συνεχίζονται ως προς την αποκατάσταση και ανακαίνιση των χώρων στους οποίους έζησες και έδρασες αλλά και για την προβολή του έργου σου. Τα χέρια σου αποτελούσαν ένα πολύτιμο εργαλείο, ένα ακίνδυνο όπλο αντίστασης, ένα εργαλείο που σου δόθηκε από μια ανώτερη δύναμη που δεν την υπηρετούσες μα ήταν εκεί για να σου εξασφαλίζει την έμπνευση και να καταφέρεις όσα μοναδικά κατάφερες όλα αυτά τα χρόνια. Η φυσιογνωμία σου χαρακτηριστική, ένας γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος, λιγομίλητος, ένας σχεδόν αόρατος, ένας δαιμόνιος τεχνίτης, μια μορφή σαν το γέροντα Συμεών. Έμοιαζες με βιβλικές μορφές ή με σοφό της αρχαιότητας και πράγματι ήσουν σοφός, με συλλογισμούς και σκέψεις από άλλη εποχή, ίσως της κλασσικής Αθήνας ή της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας, πέρα από την συμβατή πραγματικότητα της Τήνου για την οποία υπήρξες ένας ξένος και ένας νομάς, ένας ενοχλητικός περαστικός. Χάρισες στο ελληνικό κοινό και όχι μόνο ένα πλούσιο έργο που εκπορευόταν από την αγάπη σου για την τέχνη που περιέβαλες με μεράκι, ζήλο και πάθος σπάνια για την εποχή μας. Μπορεί να μην έλαβες τίποτα πίσω μα ήξερες πως η υστεροφημία θα σε δικαιώσει και αυτό είναι αποτέλεσμα εσωτερικής ισορροπίας, μία μορφή υπήρξες της ελληνικής σκηνής μέχρι και σήμερα αξεπέραστη. Αφιερώθηκες ψυχή τε και σώματι σε αυτό που λαχταρούσε η ψυχή σου, δόθηκες ολοκληρωτικά μέρα και νύχτα και δημιούργησες αριστουργήματα εφάμιλλα της δυτικής ευρωπαϊκής τέχνης που θαυμάζουμε και εσύ θαύμασες για λίγο στο εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο πως στο Μόναχο διέπρεψες και αν λόγω οικονομικών λόγων δεν επέστρεφες τα έργα σου θα κοσμούσαν κάποια Πινακοθήκη πλάι σε μεγαθήρια της παγκόσμιας γλυπτικής όπως ο Κανόβα ή ο Μαγιόλ. Προσωποποίηση της πραότητας και καλοσύνης υπήρξες πράγματι μπάρμπα Γιαννούλη. Γι’ αυτό και για ένα λόγο περισσότερο, απολάμβανες τη γενική εκτίμηση και τον απόλυτο σεβασμό πολλών κατοίκων του χωριού μα όχι της οικογένειάς σου. Ήσουν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, έρμαιο της κακίας και της μικροπρέπειας της οικογένειάς σου που ποτέ δεν κατάλαβε τον πυρετό της ανάγκης σου για έκφραση, αυτήν τη λαχτάρα για δημιουργία και την επιμονή σου να δουλεύεις το μάρμαρο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ταγμένος στο έργο σου, όπως ο άλλος μας σπουδαίος και σύγχρονός σου κυρ Αλέξανδρος, αναζήτησες επισταμένως τις απαντήσεις στα ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης και θέλησες να τα αποτυπώσεις με το πεφωτισμένο καλέμι σου. Όση ομορφιά υπήρχε γύρω σου εσύ την απολάμβανες με τρέλα μα από την άλλη τόσο χαλεπά, τόσο πικρά ήταν τα χρόνια της ζωής σου και η κλεψύδρα όλο και τελείωνε. Πώς να αντέξεις τόσες ψυχικές κακουχίες, πώς να γίνεις κυματοθραύστης για να αντικρούσεις όλα τα χτυπήματα. Η ίδια θάλασσα που σε έτρεφε και το μάρμαρο που σου έδειχνε το δρόμο προς την εξύψωση δεν στάθηκαν αρκετά για να μην επηρεαστείς και να γίνεις σκιά του εαυτού σου ͘ το τραγούδισμα του μαντρακά ηχεί στα αυτά σου ͘ τα ίδια υλικά σε ωθούσαν και σε πετούσαν πάλι πίσω στα βράχια της θλίψης σου, μα το όνομά σου είναι σμιλεμένο με μεγάλα γράμματα και κανείς δεν μπορεί πια να το σβήσει. Το έργο της γλυπτικής απαιτεί θυσίες, απαιτεί ώρες ατελείωτες, έχει απογοητεύσεις και ενθουσιασμούς και σε οδηγεί πολλές φορές σε τέλματα που δεν μπορείς να προβλέψεις. Ο ίδιος δεν ζήτησες παρά να σε αφήσουν να δουλεύεις γλυπτά όπως τις προτομές του Σάτυρου, που κατέστρεφες και ξανάφτιαχνες γιατί ποτέ δεν έμενες ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Αυστηρός κριτής του εαυτού σου και συνομιλητής των έργων σου έχτισες τη δική σου υστεροφημία μιας και άργησες να αναγνωριστείς από το ευρύ κοινό και να αποκτήσεις τη θέση που σου ανήκε στην ιστορία του πολιτισμού. Και όμως, πιστός υπηρέτης της, δεν την εγκατέλειψες ποτέ, σαν εργάτρια μέλισσα πάλευες ακόμα και όταν σε περιόρισαν στο ψυχιατρείο γιατί τους ενοχλούσες και ήθελαν διακαώς να απαλλαχθούν από την παρουσία σου. Ανήκεις σε μια γενιά που για την Ελλάδα υπήρξε πυξίδα και σημείο αναφοράς για όσα έγιναν στην πορεία. Πέθανες μόνος σου, ξεχασμένος από πολλούς μα όχι από όλους, υπήρξες για μια ολόκληρη ζωή συνομιλητής του εαυτού σου μα και ένα δισεπίλυτο αίνιγμα, δεν ζήτησες πλούτη και πολυτέλειες. Πορεύτηκες μόνος σου και κοιμήθηκες μια για πάντα λυτρωμένος και απελευθερωμένος γνωρίζοντας πως είχες αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε ό,τι σε είχε απορροφήσει. Μέσα σου βασανιζόσουν για να πετύχεις να χαλιναγωγήσεις το μεγαλείο της τέχνης που είχε για καθρέφτη το ίδιο το υλικό. Η ψυχή σου όμως παρέμενε αδάμαστη στο χρόνο και στα χαστούκια της ζωής και αν η αδυναμία των κοντινών σου ανθρώπων να σε κατανοήσουν σε πλήγωνε βαθιά μέσα σου όμως τους είχες συγχωρήσει. Δεν αποζητούσες παρά μόνο να βλέπεις το μάρμαρο να σου χαμογελάει, να σου δείχνει πως είναι χαρούμενο και ευλογημένο που έχει εσένα απέναντί του γιατί το φρόντισες όπως πραγματικά του άξιζε. Όταν η κοινωνία σου γύριζε την πλάτη, όταν οι δικοί σου σε έστελναν στο ψυχιατρείο για να γλιτώσουν από σένα, ακόμα και τότε εσύ επέλεγες να βυθιστείς στο δικό σου κόσμο, έναν κόσμο όπου έβρισκες ομορφιά και φυγή. Μα εσένα δεν σε ένοιαζε, είχες μια ψυχή που τροφοδοτούνταν με καλοσύνη σαν από αρχαία πηγή και όλη η κληρονομιά ήταν τα χέρια σου, το μυαλό σου και η ικανότητά σου να μη λυγίζεις, να μην παραδίνεσαι μα μονάχα να ανεβαίνεις τη δική σου κλίμακα προς το θείο.