Θα ξεκινήσω αν μου το επιτρέπεις με ένα απλό ερώτημα, μια απορία που με τρώει μέσα μου και ήθελα πάντα να σου απευθύνω όταν διάβαζα και τώρα δηλαδή που συνεχίζω να σε διαβάζω, τώρα που βλέπω τα έργα σου στο θέατρο και κάθε φορά μένω ενεός με αυτά που μας αφηγείσαι Αντόν. Τελικά μήπως με όλα αυτά που έγραψες καταδίκασες τον εαυτό σου αφού λύτρωνες τους άλλους και εσύ πάσχιζες να βρεις τις απαντήσεις που ποτέ δεν ήρθαν; Θα έχεις δίκιο να λες πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, πως δεν ισχύει ακριβώς για να είσαι πιο συγκεκριμένος μα θα έβρισκες πως θα μπορούσε να έχει μια κάποια λογική. Βέβαια όχι έτσι ακριβώς διατυπωμένο μιας και εσύ δεν ήσουν παρά ένας στοχαστικός τύπος που το μόνο που έκανες στη ζωή σου ήταν να θεραπεύεις και ύστερα να φιλοσοφείς τη ζωή, να γράφεις σχετικά αφού είχες αντλήσει στοιχεία από την παρατήρηση των προβλημάτων του κόσμου. Ναι εσύ ήσουν αυτός που κουβαλούσες κατά κάποιο τρόπο τον σταυρό των άλλων αφού έχοντας σπουδάσει γιατρός έμπαινες στα σπίτια των ανθρώπων για να τους θεραπεύσεις και εσύ με την παρατήρηση εμπνεόσουν και μετά θεράπευες τον εαυτό σου. Την ίδια στιγμή πάλευες και αγωνιζόσουν να καταλάβεις τι συμβαίνει πίσω από κλειστές θύρες και πίσω από ανθρώπους του μόχθου που πάλευαν για να τα φέρουν εις πέρας σε μία πολύ δύσκολη περίοδο, σε μια τρομακτική περίοδο ανισορροπίας. Υπήρξες γιατρός, ψυχολόγος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και όλα αυτά την ίδια στιγμή ενώ ο κόσμος φλεγόταν από φτώχεια και ανέχεια, από άσχημες συνθήκες ζωής, από τη μάστιγα της επανάστασης που όλο θα έρχονταν μα τελικά όλα αυτά που συνέβαιναν ήταν μια απέραντη ουτοπία και μια ψευδαίσθηση. Ο κόσμος σου Αντόν είναι ένα ανεξάντλητο μαγικό κουτί όπου κάθε φορά έρχονται στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία και τα δεδομένα που σε διαμόρφωσαν ως συγγραφέα, γιατρό, κοινωνικό λειτουργό της εποχής του, μα πάνω από όλα ως άνθρωπο. «Αν ένα βιβλίο δεν μας συγκλονίζει όπως ένα χτύπημα στο κρανίο, για ποιον λόγο να το διαβάσουμε;» είχε δηλώσει πολύ επιτυχημένα ο Κάφκα και εσύ συμφωνούσες. Και σκέφτομαι με το φτωχό μου μυαλό πως εσύ ο αθόρυβος Ρώσος, ο οικουμενικός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών – το όνομα σου αναγράφεται επάνω – εσύ που με τα γραπτά του σημάδεψες τη λογοτεχνική ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο, καταφέρνεις κάθε φορά να μας συγκλονίζεις συθέμελα, να μας συγκινείς από την κορφή ως τα νύχια, ενώ έχεις τον τρόπο να μας ταρακουνάς με τα κοινωνικά σου μηνύματα, τα οποία μας διαπερνάνε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Και μας έλεγες μέσα από τους συλλογισμούς σου και τις ατέρμονες σκέψεις που σε μαστίγωναν σαν τους πίνακες με τους Αγίους της Αναγέννησης. «Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία είναι η ερωμένη μου» έλεγες. Στα γραπτά σου εξέφρασες όλον αυτό τον πόνο, τη δυστυχία, τα βάσανα των ανθρώπων, αυτούς τους οποίους συναντούσες καθ’ όλη τη διάρκεια της κατά τα άλλα σύντομης μα τόσο ουσιώδους ζωής σου. Μα αλήθεια πώς κατάφερες και συμπύκνωσες τόσο χρόνο σε τόσο λίγο διάστημα, τι ακριβώς έψαχνες να προλάβεις και δεν στάθηκες λεπτό να περιμένεις; Γιατί έτρεχες πίσω από το χρόνο θυμίζοντας έναν ταξιδιώτη που τρέχει να προλάβει το τρένο του που φεύγει και παράλληλα να προλάβει να πράξει δύο πράγματα σε ένα, γιατρός και συγγραφέας μαζί; Υπήρξες ως άνθρωπος μια ασθενική φύση, μιας και αρρώστησες από πολύ νωρίς και έτσι γέρασες πολύ νωρίς. Το μόνο που έκανες συστηματικά ήταν να ανακουφίζεις την ψυχή σου αφιερώνοντας τον εαυτό σου στην υπηρεσία του ανθρώπου και της λογοτεχνίας, έτσι όπως εσύ την αντιλαμβανόσουν. Είτε στα θεατρικά σου όπως ο Γλάρος και οι τρεις Αδελφές, είτε στα διηγήματά σου όπως ο ανυπέρβλητος και αξεπέραστος Θάλαμος αρ.6 ή ο Μαύρος μοναχός, είτε στις νουβέλες σου, είτε στα εξέχοντα μυθιστορήματά σου όπως η Νήσος Σαχαλίνη και η Μονομαχία, είτε πάλι στην αυτοβιογραφία σου με τίτλο “Η Ζωή μου”, άφησες στον αναγνώστη την αμφιβολία για τα γραπτά σου και για το νόημά τους αλλά τον εμπότισες με την σιγουριά πως όλη σου η πορεία είχε έναν και μοναδικό σκοπό, την αποτύπωση της αλήθειας έτσι όπως εσύ ο ίδιος τη βίωσες στον τόπο της αδικίας και της λύπης. Γιατί ξέρω Αντόν πως τη βίωσες στο πετσί σου την αδικία των μουζίκων για τους οποίους έγραψε και ο σύγχρονός σου Ντοστογιέφσκι, η αδικία αυτή που τους βασάνιζε και τους καταδίκαζε να ζουν στη μιζέρια και να ξεζουμίζονται στη δουλειά με μοναδικό στόχο να έχουν ένα κομμάτι ψωμί για να φάνε στο τέλος της ημέρας, να η ικανοποίησή τους. Εσύ από μέρους σου δεν εγκατέλειψες τη μάχη, δεν παραιτήθηκες, παρέμεινες εκεί να τους παρακολουθείς σαν ιμπρεσιονιστής, να τους καταλάβεις και να τους αφουγκραστείς παρά τους πόνους σου και τις αρρώστιες σου, δεν σε ένοιαζε. Υπήρξες ένας γιατρός της ψυχής τους και μετά ένας συγγραφέας που δεν έγραφε με το χέρι αλλά με την ψυχή του, αυτήν που σου υπαγόρευε τα έργα και εσύ απλά υπάκουγες στο κάλεσμά της. Η τέχνη της γραφής σου, την οποία και μοιράστηκες μαζί μας, είναι ένα κομψό καλλιτέχνημα, είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, ένα διαμάντι που δεν λάμπει και χάνεται αλλά πάντα φωτίζει, ένας πίνακας παθών και μαρτύρων, εκεί αποτυπώνεις και απεικονίζεις χωρίς περιστροφές αλλά με διαφάνεια και ειλικρίνεια τη σχοινοβασία της ανθρώπινης ψυχής που είναι έτοιμη για κάθε πιθανή εμπειρία της ζωής. Περιγράφεις με τόσο μαγικό μα και αληθινό τρόπο την κακία, το μίσος, την επίθεση, το φθόνο για αυτά που κάποιος δεν κατέχει και δεν μπορεί να αποκτήσει. Και δεν γίνεται να μη θέσεις υπό την κριτική σου ματιά όλη αυτή τη λαίλαπα και τη λάβα διαφθοράς και σήψης που πνίγει την κοινωνία, την αποσυνθέτει, την αποδομεί και κατακαίει τα χλωρά μαζί με τα ξερά γιατί είναι αυτή που έχει μολύνει τον κοινωνικό ιστό επικίνδυνα και δεν υπάρχει αντίδοτο. Κατάφερες να μεγαλουργήσεις και να εκτιμηθείς από τους ανθρώπους γύρω σου σε τέτοιο βαθμό που ο θάνατός σου επέφερε ρίγη συγκίνησης στη Μόσχα όπου κηδεύτηκες με μεγαλειώδεις τιμές. Γιατί αγαπήθηκες από τον απλό κόσμο, αυτόν δηλαδή που πάντα βοηθούσες με την ελάχιστη ανταμοιβή, έμεινες για πάντα χαραγμένος στις μνήμες τους για την απλότητά σου, τη γενναιοδωρία σου, τη μεγαλοσύνη καρδιάς και την καλοσύνη σου, την απαράμιλλη και ανιδιοτελή προσφορά σου στα κοινά, κάτι που δεν κατάφεραν οι πολιτικοί της εποχής σου αλλά κάποιοι λίγοι πεφωτισμένοι και μεταγενέστεροι. Διακήρυττες με κάθε ευκαιρία την πεποίθησή σου πως: «Η επιθυμία να υπηρετείς το κοινό καλό πρέπει να είναι μία ανάγκη της ψυχής, μία ανάγκη για προσωπική ευτυχία, αν όμως δεν πηγάζει από εκεί αλλά από θεωρητικές ή άλλες αντιλήψεις τότε δεν είναι αυτό που πρέπει». Το έργο σου στο σύνολό του κινείται βάση αυτής της πεποίθησης και ανάμεσα στους σύγχρονούς σου, τον Τολστόι, το Γκόρκι, το Μπούνιν, με τους οποίους ανέπτυξες σχέσεις προσωπικές, υπήρξες άλλωστε αυτός που πάντα πρωτοστατούσες σε δράσεις υπέρ της απάλυνσης της ένδειας, πολλές φορές με δικούς σου πόρους. Με λίγα λόγια, υπήρξες ένας ευεργέτης ζωών, ανθρώπινων και μη, ένας ακούραστος σκαπανέας της ομορφιάς της ζωής που όσο έβλεπες να φεύγει μακριά σου τόσο ικανοποιούσουν να τη βλέπεις να αγγίζει άγνωστους μα βασανισμένους σε σένα ανθρώπους. Γνώρισες όμως και την αγάπη γιατί πως είναι δυνατόν να την καταγράφεις και να την εξυψώνεις τόσο γλαφυρά, τόσο σαγηνευτικά, τόσο πολύ εις βάθος, ποιο θεϊκό χέρι ήρθε και σου έβαλε το χαρτί μπροστά σου, το μελάνι στο δοχείο και την πένα ανάμεσα στα δάχτυλά σου για να μας χαρίσεις τέτοια ομορφιά μακριά από την ασχήμια που εσύ έβλεπες να συμβαίνει γύρω σου; Σχεδόν σε όλα σου τα βιβλία έχεις στοιχεία αυτοβιογραφικά, τα περισσότερα βιβλία σου τα εντάσσεις σε ένα περιβάλλον κλειστό, μελαγχολικό και αποστασιοποιημένο από τον έξω κόσμο, ακριβώς όπως ήσουν και εσύ ο ίδιος. Εξάλλου δεν πέρασες και τα καλύτερα παιδικά χρόνια, καθώς από μικρός ένιωσες την πατρική αυστηρότητα, τη βίαιη αφοσίωση και προσήλωση σε κάτι που δεν σου αφέθηκε χρόνος να το γνωρίσεις, για αυτό και έτρεμες την θρησκεία, η οποία σου έγινε από νωρίς θηλιά στο λαιμό. Όλα σου τα έργα Αντόν αποπνέουν ένα άρωμα χρόνου που σταμάτησε σε μία χαμένη παιδική ηλικία που και εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις πως ποτέ δεν έζησες. Και όμως στις πολύχρωμες αφηγήσεις σου μοιάζει κάτι να είδες από την κλειδαρότρυπα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Η ζωή μπορεί να είχε λίγο χρώμα αλλά όταν αυτό εμφανιζόταν εσύ ήσουν εκεί να το απορροφήσεις και καθόσουν κάτω από το ουράνιο τόξο για να το δεις και να το θαυμάσεις. Όλη σου η ζωή, η σύντομη ζωή σου, πάσχει από αγάπη, χάσκει από έγνοια και τρυφερότητα, κάτι που προσπάθησες με τόση τρυφερότητα να μεταδώσεις στις σκηνές που έπλασες στα έργα σου και τα οποία έντυσες με μία ζεστασιά άγνωστη σε σένα, μόνο στο νου σου ήθελες να την ζωγραφίσεις και να την απεικονίσεις. Στα έργα σου όμως περιγράφεις και έναν κόσμο στάσιμο αλλά και δραστήριο, ικανό να αλλάξει, αλλά ο οποίος λόγω των συνθηκών δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τα σίδερα στα οποία τoν έχουν αλυσοδέσει σαν έναν άλλο Προμηθέα. Είσαι συμπονετικός, αλληλέγγυος και παρηγορητικός στον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία, αυτήν την καταβεβλημένη από τις κακουχίες και τις αγκυλώσεις της εξουσίας κοινωνία και υφαίνεις σε κάθε σου γραμμή το πόσο τελικά αυτή η απεγνωσμένη κοινωνία δεν έχει διόλου μεταβληθεί αλλά καθίσταται όλο και πιο τερατώδης, δογματική και κυρίως ματαιόδοξη. Και εκεί στο Μαύρο μοναχό περιγράφεις μία ιδιόμορφη διατάραξη της καθημερινότητας σου από την παρεμβολή ενός ξένου σώματος που εμφανίζεται μπροστά σου και από το οποίο αδυνατεί να απεμπλακεί. «Το μεγαλύτερο θαύμα απ ’όλα είναι ο άνθρωπος, κι εμείς δεν θα κουραστούμε ποτέ να τον μελετούμε»… «σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή» γράφεις σε μία επιστολή το 1892. Πόσο λάτρευες τις επιστολές και εγώ είμαι εδώ για να σου απευθύνω τη δική μου επιστολή, το δικό μου γράμμα καλύτερα γιατί Αντόν νιώθω σαν να σε μαθαίνω ξανά και ξανά μέσα από την ανάγνωση, κάθε φορά ανακαλύπτω άλλες σου πτυχές και μένω άφωνος με τα όσα αποκαλύπτονται ενώπιόν μου. Εσύ ο ίδιος την εποχή της γραφής των τελευταίων βιβλίων σου δηλώνεις κουρασμένος από τη ζωή και κυριεύεσαι από έντονες αγωνίες. Άρα οι μαύρες σκιές και οι έντονες ροπές προς ένα απαισιόδοξο μέλλον έχουν την πηγή τους σε αυτή τη δήλωση κάτι που ενδεχομένως σε οδήγησε να εξομολογηθείς τις ανησυχίες σου μέσω αυτής της διήγησης; Μήπως εσύ είσαι αυτός ο Μαύρος μοναχός και έχεις ήδη αντιληφθεί την προφητεία περί του ατόμου σου σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ; Μα πώς είναι δυνατόν το ένστικτό σου να σε οδήγησε ακόμα και σε αυτή τη μαντεία αφού το Μαντείο των Δελφών και της Δωδώνης δεν υπήρχε πια για να σε βοηθήσει και καμία Πυθία για να σε υποδεχτεί; Ποιες δυνάμεις εσωτερικές και μύχιες επιστράτευσες για να αντιμετωπίσεις τους εξωγενείς παράγοντες και να λάβεις τέτοιες ουράνιες εκκλήσεις; Αν εσύ διαβεβαιώνεις σε αλληλογραφία σου πως δεν διέπει τον ήρωά σου καμία τρέλα ούτε και υπάρχει λόγος να ταυτίζεσαι με τον ήρωά σου, εγώ διατηρώ τις αμφιβολίες μου και σε καλώ να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια. Σαν ιερέας που δέχεται τους άπιστους και αμαρτωλούς και σαν κορυφαίος ενός αρχαίου χορού της κάθαρσης, είσαι πάντα κοντά στους ανθρώπους και μου θυμίζεις ψυχίατρο που καθίζει τους πρωταγωνιστές του στο ανάκλιντρο του ασθενούς για να εκμαιεύσει πληροφορίες ενώ παράλληλα προσπαθεί να τους φωτίσει μέσα τους όλα αυτά για τα οποία οι ίδιοι εθελοτυφλούν ή προσποιούνται ότι αγνοούν σαν δείγμα άρνησης των αδιεξόδων στα οποία έχουν περιέλθει. Το τέλμα μοιάζει να έχει επέλθει στους ήρωες σου μα εσύ συνεχίζεις ακάθεκτος και ενώ η καταστροφή ή το βήμα πριν από αυτήν είναι βέβαιο γεγονός και σχεδόν επιβεβαιωμένη πράξη προς υπογραφή, εσύ για λίγο ξεφεύγεις. Ή μήπως απλά αναβάλλεις για λίγο τη δική σου φυγή; Οι χαρακτήρες που διαμορφώνεις, μακριά από τα ηθικά διδάγματα και την εγκράτεια που οφείλει ο άνθρωπος να επιδεικνύει ξεμακραίνοντας από τους όποιους πειρασμούς, μοιάζουν με ανδρείκελα και υποχείρια του εγωισμού τους, των ασυγκράτητων ενοχικών τους συνδρόμων και έχουν συνεχώς την ανάγκη μίας παρεμβατικής δύναμης: ενός πανταχού παρόντος Θεού ίσως, που θα τους λυτρώσει και θα τους απελευθερώσει από την κατηφόρα και τον εκτροχιασμό που οι ίδιοι έχουν εκούσια επιλέξει. Εσύ σε όλα αυτά μοιάζεις με τον Ηνίοχο των Δελφών που τους οδηγεί από τον Αχέροντα και τον κάτω Κόσμο στον κόσμο των ζωντανών και τον παράδεισο και μετά πάλι τους κατακρημνίζεις για να δεις αν αντέχουν στις δοκιμασίες στις οποίες τους υποβάλλεις. Αλήθεια τι παιχνίδι είναι αυτό Αντόν και πού θέλεις να το οδηγήσεις τελικά; Μας έλεγες με αυτοπεποίθηση και πίστη πως «Δεν αμφιβάλλω ότι η απασχόληση με την ιατρική επηρέασε την καλλιτεχνική μου προσωπικότητα, επέκτεινε την περιοχή των παρατηρήσεών μου, πλούτισε τις γνώσεις μου, την πραγματική αξία των οποίων μόνο εγώ σαν συγγραφέας-γιατρός μπορώ να καταλάβω». Και εγώ πώς μπορώ να πιστέψω και να ενστερνιστώ αυτό που λες όταν κάθε φράση που διαβάζω με οδηγεί στην προσωπογραφία σου και στο μουσείο των σκέψεών σου; Στοχάστηκες Αντόν πάνω στη ζωή, την ανέλυσες εκεί που έπρεπε και εκεί που δεν ήθελες την άφησες να ρέει σαν ποταμάκι με τις εποχές να κυλάνε και κανείς να μην έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει, να μην μετράει χειμώνες και καλοκαίρια όταν είναι ευτυχισμένος, γιατί αυτό εσύ το είπες και εμένα επειδή με αντιπροσωπεύει το αναπαράγω, αν δεν σε πειράζει. Έζησες σε μια περίοδο και σε έναν αιώνα, σε μία εποχή αναστάτωσης και ανατροπών, κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών που σου παρείχε αυτή τη δυνατότητα να γευτείς τη δυσκολία, να έρθεις αντιμέτωπος με τον ίδιο σου τον εαυτό και να αναμετρηθείς πολλές φορές με τους φόβους σου, τις αγωνίες σου υπερβαίνοντάς έτσι αυτό για το οποίο σε προορίζουν αν και θαρρώ πως αυτός ήταν ο παντοτινός και ευκταίος προορισμός σου, καθόλου τυχαίο πως τον υπηρέτησες ως πιστός στρατιώτης που πάει για την υπέρτατη μάχη με τα όπλα του αγκαλιά. Ο άνθρωπος οφείλει με τα πόδια στη γη να φαντάζεται και να ονειρεύεται, αλλιώς αιωρείται σε μία ατέλειωτη και ακατάπαυστη δίψα για το ανέφικτο και το αδύνατο που εκείνος θεωρεί πως θα καταστήσει δυνατό. Η αντίληψη όμως αυτή πως η σωτηρία έρχεται μέσα από την πεποίθηση πως αξίζει κανείς να ονειροβατεί γιατί έτσι ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα, είναι αυτό που εσύ κατακρίνεις στους σύγχρονούς του γιατί το θεωρούσες ανούσιο και παντελώς ουτοπικό, ίσως και μια ένδειξη νωχελικότητας. Και αυτό το αρνιόσουν γιατί έτσι ισχυριζόσουν και δεν είχες άδικο πως χάνουν την ουσία και την πεμπτουσία της ζωής που είναι η αληθινή ευτυχία κοντά στα μικρά και τα απλά χωρίς να ακροβατούν στο άπειρο της αιώνιας και αέναης ψευδεπίγραφης ευτυχίας που ίσως και να μην υπάρχει πουθενά. Πάνω εκεί θαρρώ πως τώρα έχεις γράψει πολλά και με περιμένεις να μου τα διαβάσεις. Αν δεν σε στεναχωρώ θα μείνω λίγο εδώ για να διαβάσω αυτά που έχεις ήδη γράψει και δεν έχω προλάβει ακόμα να τα μελετήσω. Θα σε ανταμώσω όμως κάποια στιγμή γιατί θέλω να σε γνωρίσω ακόμα καλύτερα.