“Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο ερχόμαστε, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή” είχε γράψει κάποτε ο Νίκος Καζαντζάκης. Με αυτό ταυτίζω τον ήρωα του βιβλίου, αυτή η σκέψη μου ήρθε πρώτη σαν άρχισα την ανάγνωση και σαν άρχιζα να διεισδύω στα έγκατα της αφήγησης για να βρω το μίτο της Αριάδνης και το νήμα της ζωής αυτού του ανθρώπου που βρέθηκε κλεισμένος σε ψυχιατρείο απλά και μόνο επειδή επικαλέστηκε τη διαφορετικότητά του ενώπιον ενός αυτοσχέδιου λαϊκού ανοιχτού δικαστηρίου χωρίς διαδικασίες. Εκείνο πήρε για αυτόν σαν την Εκκλησία του δήμου που ψηφίζει δια ανάτασης χειρός την απόφασή του, μα χωρίς κανόνες, την τελεσίδικη απόφαση να τον κλείσει σε ίδρυμα σαν να ήταν κάποιος παράφρων. Η αφήγηση δραματική μα όχι μακριά από μια σκληρή πραγματικότητα, από έναν κυκεώνα στιγμών που γλαφυρά περιγράφονται και εμείς στεκόμαστε να τα παρακολουθούμε σαν θεατές σε αρχαίο δράμα που παίζεται στη Θήβα.
Ακροβασία επάνω στο σχοινί μιας αλλοπρόσαλλης και άστατης εποχής
Το παιχνίδι της συνείδησης είναι εξαιρετικά ισχυρό, κινεί τα νήματα του μυαλού σαν άλλος Ηνίοχος, το πνεύμα είναι εκεί να καθοδηγήσει τα επόμενα βήματα αλλά όσα εγγράφονται στο σκληρό δίσκο του μυαλού που βρίσκεται σε περιδίνηση και σε στροβιλισμό δεν αφαιρούνται παρά μόνο βρίσκονται εκεί για να τροφοδοτείται το πνεύμα από τον παρελθόντα χρόνο και να μην ξεχνά όσα επεξεργάστηκε. Έτσι και ο πρωταγωνιστής, το άλλο εγώ του συγγραφέα ίσως, ακούραστος και μονίμως σε επαγρύπνηση, δέκτης και κριτής των λαθών του ο ίδιος ξεκινά το δικό του ταξίδι εν μέσω κρίσεων, εν μέσω αυτοκριτικής, μέσα από μια διαδικασία επίπονη να γνωρίσει τον εαυτό του μα και να γνωρίσει τον κόσμο, αν αυτό καταστεί εφικτό, αν του φτάσει ο χρόνος και αν βγει ζωντανός από τις Συμπληγάδες. Σε όλα αυτά που υψώνονται, φωνές ιψενικές που τον σφυροκοπούν από παντού και τον καθιστούν ευάλωτο σε ερεθίσματα. Μοιάζει η πόλη να είναι ένας τόπος δύσβατος και να περιπλανιέται μοναχός ωσάν μπωντλερικός flâneur στα μονοπάτια και στα στενά σοκάκια μιας Αναγεννησιακής πόλης όπου κρύβεται ο δαίμονας και εκείνος προσπαθεί να τον αποφύγει.
Η συμβία του είναι εκεί και αντλεί δύναμη από εκείνην, παίρνει κουράγιο σαν ανηφορίζει στο τόπο μαρτυρίου αφού έχει λάβει κάποιες λίγες δόσεις ήλιου και γαλανού ουρανού που θυμίζουν Παράδεισο πριν μεταβεί στην Κοινωνική κόλαση που τον αναμένει να παλεύει και να μάχεται με τις αγωνίες τους και τις ανησυχίες του. Είναι γνωστή αυτή η επάνοδος από τον καθαρό ουρανό σε έναν ουρανό σκεπαστό. Δεν θα ήταν υπερβολή να συλλογιστεί κάποιος πως εδώ έγκειται και μια κάποια ταύτιση με το Δάντη, μια συνάντηση που προκύπτει από ιδέα και σεβασμό στο έργο αλλά που στη συνέχεια χτίζεται με έμπνευση και με αναπροσαρμογή σε χρόνο παρόντα. Ο αναγνώστης γίνεται αυτομάτως κοινωνός ενός φλεγόμενου Δάντη αλλά και ενός πίνακα του Ντε Κίρικο κάπου εκεί στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Οι εποχές αλλάζουν εντός, εκτός και επί τα αυτά, αυτή η μεταβολή και η μηχανή του χρόνου είναι αποκαλυπτική, αυτή η μεταστροφή του χρόνου είναι ποτισμένη με μια κατάσταση που θυμίζει μεσοπόλεμο. Γιατί όλα τα δεδομένα ρέπουν προς τα εκεί, επανάσταση, άβυσσος και ένας χαμένος Οδυσσέας που δεν γνωρίζει προς τα πού είναι η Ιθάκη που τόσο αναζητά να βρει. Η μόνη σχεδία, η μόνη σανίδα σωτηρίας είναι τα λόγια του γεράκου, του ίδιου του Άδη που ήρθε για λίγες παραστάσεις και που με σοφία έρχεται και παρέρχεται, μιλάει και σωπαίνει, εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν Ερμής στις κορυφές του Ολύμπου.
Ο άνθρωπος έχει χάσει την αγάπη για τον πλησίον, ζει απομονωμένος με ηχηρή μόνωση που τον καθιστά ένα ξένο σώμα, άρα η επικοινωνία και η επαφή έχουν κοπεί γρήγορα και η επανασυγκόλληση σε πρότερη κατάσταση μοιάζει ένας γόρδιος δεσμός που δεν θα λυθεί καθόλου εύκολα. Είναι η κρίση η οικονομική, είναι η πανδημία, είναι η ακροδεξιά εμφάνιση που είχαμε να δούμε από το μεσοπόλεμο που τόσο κακό έκανε στην κοινωνία με αποκορύφωμα το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όλα αυτά λοιπόν συνηγορούν πώς ο αφηγητής μοιάζει νησί της άγονης γραμμής, αλλά κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Και τα λόγια του γεράκου που αφηγείται περασμένα μεγαλεία χαμένα σαν Ατλαντίδα με φόρτιση συγκινησιακή αναφέρει: “Μα πού πήγε, γιε μου, ο Άνθρωπος και τα συναισθήματά του; Πού πήγε η ζεστασιά του έρωτα και της αγάπης; Τα πάντα χάθηκαν πίσω από τα συμφέροντα. Και μόλις τα συμφέροντα αυτά τεθούν έστω και για λίγο εν αμφιβόλω, τότε η βία ξεπετάγεται από τη μήτρα του κράτους για να επαναφέρει καθετί που θέτει σε αμφιβολία τα συμφέροντα, σε τάξη.”
Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται σε αποδρομή, η καρδιά και η ψυχή του πρωταγωνιστή σκισμένες σε κομμάτια ενώ παλεύει να ορθοποδήσει με σχεδόν καμία βοήθεια. Οι σκέψεις διαπερνάνε το μυαλό του πρωταγωνιστή σαν ηλεκτρικό ρεύμα που έχει σταθερή τάση και αυτή κορυφώνεται χωρίς κανείς να γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί στο έπειτα. Ο Μηνάς Στραβοπόδης, με μεστό κείμενο, με διορατικότητα και με ευστροφία μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα νεανικό στη φρεσκάδα μα συνάμα και απόλυτα ζωντανό, σπαρταριστό και σε παράλληλη τροχιά με τα μεγάλα κείμενα από τα οποία δεν παύει να εμπνέεται και να τιμά. Εξάλλου, είναι σχεδόν αδύνατον να γράψεις αν δεν έχεις πρώτα διαβάσει και μάλιστα να έχεις διαβάσει τα κλασικά κείμενα που τόσα μας διδάσκουν σαν τα διαβάζουμε ξανά και ξανά. Και για να θυμηθούμε τον συγγραφέα και στοχαστή Ίταλο Καλβίνο, τον επίκαιρο και πάντα πολύτιμο Καλβίνο, ας αναφέρουμε αυτό που έγραψε στο διαχρονικό πια βιβλίο του “Γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς”. “Κλασικό είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν έχει ολοκληρώσει αυτά που έχει να πει”.
“Υπάρχουν πολλές ειδών ελευθερίες. Είναι τα μονοπάτια του καθενός. Μα υπάρχει και η Ελευθερία, που κρύβεται στο μονοπάτι που φτιάχνει ο Άνθρωπος για τον Άνθρωπο”
“Ούτε αυτή την φορά ωστόσο ήξερα πού πήγαινα, απλά έφυγα, δεν μπορούσα να υποφέρω τον εαυτό μου μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσα να υποφέρω και έξω από το σπίτι”