Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνευτεί μια προσωπικότητα, μια φυσιογνωμία όπως αυτή του Έλληνα Ροντέν, του μοναδικού Τηνιακού γλύπτη, του Γιαννούλη Χαλεπά. Ο κόσμος του Χαλεπά ήταν ένα κράμα δημιουργίας και βιωμάτων, τα οποία μας αναλύει ο συγγραφέας σε αυτό το σπουδαίο βιβλίο που αποτελεί εγχειρίδιο και οδηγό για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Χαλεπά. Σε χαλεπούς καιρούς όπως οι σημερινοί όπου τέτοιοι άνθρωποι ή σπανίζουν ή βρίσκονται υπό την σκέπη διάφορων τυχάρπαστων και επιφανειακών ανθρώπων που δεν πρεσβεύουν παρά το τίποτα, ο Χαλεπάς είναι ένας φάρος σαν εκείνον της Αλεξάνδρειας, είναι μια αξεπέραστη πηγή έμπνευσης και γνώσης, είναι ένα δείγμα ανθρώπου που υπηρέτησε τη δημιουργία, τη σεμνότητα και την ταπεινότητα.
Πορεύτηκε στο χάσμα του κόσμου και ύψωσε ανάστημα με όπλο το μάρμαρο
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς έζησε δύο ζωές, μια υπέροχη και μια δραματική και πάνω σε αυτό το δίπολο ο συγγραφέας χτίζει το βιβλίο του μέσα από το οποίο ο καθένας κατανοεί πόσο βασανίστηκε, πόσο ταλαιπωρήθηκε αλλά παράλληλα και πόσο ερωτεύτηκε, πόσο αγάπησε, πόσο προσέφερε σε αυτόν τον τόπο. Υπήρξε άρρηκτα δεμένος με το μάρμαρο, με το υλικό αυτό στο οποίο σαν τον καπετάνιο με το πλοίο του και σαν τη μάνα με το παιδί της ήταν ταγμένος σε αυτό και ποτέ δεν σταμάτησε να του μιλά και να του μιλάει ακόμα και όταν χαμένος στις σκέψεις του απομονωνόταν πνευματικά για να μην φθαρεί από την κακία και τη μοχθηρία. Πάντα ήταν σε απόσταση από όσους τον πλήγωναν και σχεδίαζε με το άστρο του λύχνου για οδηγό και με πυξίδα, μιας και το χέρι του ήταν προέκταση του μυαλού του και τον πήγαινε από μόνο του.
Μετέβη στο Μόναχο μα αναγκάστηκε γρήγορα να γυρίσει και επιστρέφοντας γρήγορα στο νησί δεν είχε παρά λίγα ερεθίσματα από αυτά που αντίκρυσε, δεν είχε πια τη δυνατότητα να θαυμάσει τις αρχαιότητες, να δράσει και να κάνει το όνομά του ξακουστό στα πέρατα του κόσμου, να μείνουν τα έργα του εκεί για να τα θαυμάζουν όλοι σήμερα. Μα και τότε επιστράτευσε δυνάμεις κρυμμένες στα ιερά χειρόγραφα της καρδιάς του. Παρέμεινε ένας δάσκαλος σαν τον Παπαδιαμάντη και δεν ζήτησε για να μην πληγώσει. Δεν του άρεσε η φασαρία, αποζητούσε την απλότητα, την ηρεμία, τη συγκέντρωση, μα ούτε και αυτή τον άφηναν να απολαύσει προκαλώντας του προβλήματα, παρεμβαίνοντας και αναγκάζοντάς τον να περνά ώρες ατελείωτες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ψυχιατρείου, φυλακισμένος σαν να ήταν ένας κίνδυνος.
Ο Χαλεπάς ήταν συνυφασμένος με την επιλογή του να σμιλεύει το μάρμαρο γιατί αυτό ήταν η δεύτερη φύση του, αυτό τον συμπλήρωνε και σε αυτό είχε επενδύσει όλη του τη ζωή σαν αυτό να ήταν η ωραία του κοιμωμένη, σαν αυτό να ήταν το γραφτό και πεπρωμένο. Για κάποιο λόγο η ζωή του κύλησε δύσκολα για τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής, σαν ήταν μοιραίο να συμβεί και προδιαγεγραμμένο, αλλά και εκείνος κινήθηκε σταθερά με το ρεύμα και δεν αντιστάθηκε καθόλου έχοντας καταλάβει πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για εκείνον. Έζησε σαν Άγιος και πορεύτηκε για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια μοναχική ζωή, αποκομμένος και απομονωμένος στα της τέχνης του αντλώντας ευχαρίστηση από αυτή την απόφαση, την αποστολή του στη γη.
“Το ego του γλύπτη – της μόνης ιδιότητας που με απόλυτη αυτοπεποίθηση αναγνώριζε και διεκδικούσε ο Χαλεπάς για τον εαυτό του, και την οποία είχε κατακτήσει ήδη από την πρώτη του νεότητα – προκύπτει από τη σύζευξη των δύο αυτών διαστάσεων” αναφέρει ο συγγραφέας προσπαθώντας να εισέλθει στα άδυτα της ψυχής και να μας μεταδώσει τον τρόπο σκέψης του, τη φιλοσοφία του σε συνδυασμό με τον κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε απόρροια και του εγκλεισμού του ήδη από νωρίς σε ψυχιατρείο. Όλα αυτά που του συνέβησαν είναι μια συγκυρία όχι παράξενη, ο ψυχισμός του ήταν τόσο πλούσιος, είχε τέτοια ενέργεια μέσα του και έναν τέτοιο ιδιοφυή νου που υπήρξε πρωτοπόρος και μέγας διδάσκαλος της καλλιτεχνικής εμπειρίας.
Μα έτσι ακριβώς συμβαίνει σε ιδιοφυείς ανθρώπους σαν εκείνον, σε ανθρώπους που τιμούν την ύλη και την τιθασεύουν παλεύοντας μαζί της πρωί και βράδυ. Ξεχώριζε και διέφερε, όχι γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ξεχωριστό, μα για το ακριβώς αντίθετο, γιατί παρέμεινε πάντα μακριά από τα πολλά φώτα, από τη λάμψη εκείνη που ξεθωριάζει και φθείρει τον άνθρωπο. Η εποχή του ήδη από τότε δεν ήταν κατάλληλη για εκείνον, ήταν οπισθοδρομική και η λαχτάρα του, η δίψα του για δημιουργία και παραγωγή έγινε εχθρότητα στα μάτια των ανθρώπων γύρω του, τον είχαν ήδη καταδικάσει ως μίασμα και κανείς δεν γνωρίζει το γιατί.
“Πολύ λίγα πράγματα, με ρυθμό, δώσαν την ουσία της έκφρασης, όσο τα προσχέδια και τα προπλάσματα του Χαλεπά. Να η “Αδικία”, που τη φαντάστηκε με κορώνα στο κεφάλι, σα βασίλισσα, ο “Πόλεμος”, που ήρθε από τα ξένα με τα χοντρά κι αναίσθητα ποδάρια σε μπότες…” ήταν τα λόγια στο βιβλίο του Στρατή Δούκα αφιερωμένο στο “Βίο ενός αγίου”, δηλαδή το δικό του βίο. Ο συγγραφέας με προσήλωση στην προσωπικότητά του και με βαθιά μελέτη σε αυτά που ακτινοβολούσε μας μυεί στον ιδιαίτερο και μονάκριβο κόσμο του, σε έναν κόσμο όπου το φως αγκαλιάζει το γαλάζιο και αυτά πλημμυρίζουν τον Χαλεπά και τον αναγάγουν σε έναν σύγχρονο Φειδία, έναν γεννήτορα της σύγχρονης ελληνικής γλυπτικής.
“…ο Γιαννούλης δεν εκφράζει ποτέ αυθόρμητα κάποιο αίτημα ή παράπονο, απαντάει με μεγαλύτερη λακωνικότητα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται, δεν ανοίγει ποτέ ο ίδιος τη στιχομυθία”
“Νομίζω πως ο Χαλεπάς με το μεταλογικό του έργο αφήνει για την επιστήμη το ερώτημα τούτο: Υπάρχει μια ξεχωριστή πλαστική διάνοια ανεξάρτητη από τη λογική διάνοια – ή τουλάχιστον ελάχιστα υποταγμένη στα ανώτερα πνευματικά κέντρα…”