Πόσο πολύ τον αγάπησες ποτέ δεν θα το μάθει μα εσύ το γνώριζες καλά και αφέθηκες σε αυτό τον έρωτα να σε παρασύρει με τα βέλη του σε μια άλλην στρατόσφαιρα έξω από αυτό το σύμπαν. Αιχμάλωτη μα όχι φυλακισμένη έδειξες από την πρώτη μέρα της γνωριμίας σας την αστείρευτη ερωτική έλξη που σου προκάλεσε μα και εκείνος σε ερωτεύτηκε σφόδρα όχι όμως όπως εσύ. Η μοίρα δεν ήθελε να σας αφήσει να χαρείτε τους καρπούς του έρωτά σας, σαν αυτός ο καρπός να ήταν απαγορευμένος και εσείς καταδικασμένοι πρωτόπλαστοι να ξανανταμώσετε στην άλλη ζωή. Μα θαρρώ πως και οι δυο σας ευχαριστημένοι μείνατε από αυτήν την απόφασή της, πορευτήκατε μαζί όσο ήταν δυνατόν, ζήσατε όσο σας επετράπη και όσο αντέξατε, ο καθένας με τις δικές του δυνάμεις τον έρωτά αυτόν και κινήσατε για άλλες πολιτείες. Μαρία, υπήρξες μια νύμφη της ποίησης και μια εμπνευσμένη δημιουργός μιας εποχής όπου το μέσα σου έθρεφε λέξεις και σκέψεις και εσύ ξετύλιξες την ποιητική και συγγραφική σου κλίση σε κάθε στιγμή γιατί δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, ήσουν ευχάριστος όμηρός της μα και Όμηρος μαζί. Με την ασθένεια να σε έχει καταβάλει ήδη από νωρίς δεν σταμάτησες να ζεις και να παλεύεις παρά τις κλιμακούμενες αδυναμίες που σου πλημμύριζαν το είναι σου και ολόκληρο το κορμί σου. Μέσα σου έκαιγε πάντα η φλόγα της ζωής και πάντα βρισκόσουν αγκαλιά με την ερωτική ανάγκη, εκείνο το συναίσθημα που απογείωνε το μέσα σου. Ήσουν ασυγκράτητη, ήσουν γεμάτη με συναισθήματα και σκέψεις, με ανησυχίες για τη ζωή και εκείνος ήρθε και κούμπωσε στις προσδοκίες που σε περιτριγύριζαν σαν τη μέλισσα που περιμένει τον αγαπημένο της για να δοκιμάσουν μαζί το νέκταρ του λουλουδιού. Μπορεί να μην είχε η σχέση τη συνέχεια που είχε μα ποιος είναι σίγουρος σε αυτόν τον κόσμο για τα παρόντα και για τα μελλούμενα. Ξόδεψες ατελείωτες ώρες αλληλογραφίας για να εκφράσεις τα όσα είχες μέσα σου, αμέτρητα χαρτιά πάνω στο γραφείο σου και εσύ να χύνεις το μελάνι για να βρουν οι σκέψεις σου λέξεις, πόσα μολύβια χάλασες για να αποτυπώσεις όσα όμορφα και παραμυθένια είχες μέσα σου. Είσαι ένας άνθρωπος που ζεις και αναπνέεις για τον έρωτα και εκλιπαρείς να τον γευτείς αληθινά και δίχως επιφυλάξεις, με ορμή και ολοκληρωτικά. «Όσο πιο πολύ αγαπάμε και τόσο πιο πολύ άσκυφτοι γινόμαστε. Όσο πιο αληθινά αγαπάμε τόσο πιο ωραία υποφέρουμε» θα γράψεις σε ύφος μελαγχολικό και ποιητικό προς τον φίλο σου και ποιητή Φίλιππο Κλεωνά. Υπήρξες η Αφροδίτη του και εσύ η Μούσα του, γιατί εσύ τον παίνευες και εκείνος με τη σειρά του παίνευε εσένα, είχατε μια σχέση καρμική μα και καταδικασμένη, σαν ο Θεός να σας τοποθέτησε επί γης για να βρεθείτε στον ίδιο χωροχρόνο και να ανταμώσετε και μετά σας χώρισε και έκοψε τον ομφάλιο λώρο. Ήσουν η αινιγματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και έμεινες στην αφάνεια για πολλά χρόνια λόγω της ανικανότητας της ελληνικής λογοτεχνίας ως οντότητας να αγκαλιάσει τα διαμάντια που κατά καιρούς ξεπηδούσαν από μέσα σου. Μα έλαμψες από την αρχή και ας μην σε καταλάβαιναν, έλαμψες γιατί μόνο εσύ θα μπορούσες να είσαι τόσο λαμπερή, τόσο διάφανη, τόσο αυθεντική, τόσο αγνή. Η ψυχή σου σε τρικυμία και το μυαλό σου σε σύγχυση για το πώς θα πορευτείς μα η γραφή σου καθάρια και ζωντανή σε κάθε της στίχο, σε κάθε της φράση που τόσο πηγαία ήταν σου έδειχνε το δρόμο που θα ακολουθήσεις και ήταν τελικά η μόνη πιστή. Μπορεί να είχες πολλές στιγμές ταραγμένης και συγκρουσιακής σχέσης με τον αγαπημένο σου, μπορεί να είχατε διαφωνίες και αντιδικίες μα αυτός ο έρωτας ήταν πλασμένος μόνο για σας να σας υπηρετεί και να τον υπηρετείτε. Ήσουν και ακόμα είσαι ένα πρόσωπο ιδιαίτερο για τα ελληνικά γράμματα, μια αξεπέραστη Σαπφώ και διαβάζοντας κανείς τα γραπτά σου, τόσο τα μυθιστορήματά σου, όσο τα ποιήματά σου αλλά και σαφώς την αλληλογραφία σου καθώς και τις σκέψεις σου, ανακαλύπτει ένα μοναδικό θησαυρό που φέρει το όνομά σου, ένα αστείρευτο ταλέντο που δεν έχει μέθοδο και τεχνική κατά τον ακαδημαϊκό όρο, μα δεν έχει καμία σημασία γιατί είσαι ένας χείμαρρος λέξεων που ξεπηδούν από μια ψυχή που απλά θέλει να εκφραστεί και έτσι ο Απόλλωνας κάνει τα πάντα για σένα για να δώσεις εσύ στο χαρτί το περιεχόμενο που του αξίζει και σου αξίζει. Συναλλάχθηκες με τους καλλιτεχνικούς κύκλους και γεύτηκες την πρωτοπορία που τη δεκαετία του ’20 άνθιζε στο κέντρο των τεχνών στο Παρίσι και άγγιζε όλους τους χώρους από τα εικαστικά μέχρι την λογοτεχνία. Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον δεν θα μπορούσες να μην επηρεαστείς από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το λογοτεχνικό οίστρο που εξέπεμπε σε κάθε σημείο η Πόλη του φωτός. Εσύ δε, αφοσιωμένη στην αγάπη σου και τον σφοδρό έρωτά σου για τον Κ. εισήγαγες στοιχεία δικά σου, το δραματικό τόνο που σε χαρακτήριζε αλλά και μία ποιητικότητα που μεταμορφώθηκε μέσα στο λόγο σου χαρίζοντάς σου μία θέση προνομιακή ανάμεσα στους εκπροσώπους της λογοτεχνίας του τότε μα σαφώς και του σήμερα. Το μυαλό σου βρίσκεται σε συνεχή στροβιλισμό και πασχίζεις να το δεις να βρίσκει μια κάποια ισορροπία και σταθερότητα, ένα κάποιο απάγκιο που τόσο χρειάζεσαι. Μα είσαι για τα καλά δοσμένη στον έρωτα και αφοσιωμένη, ταγμένη σε αυτόν που όλα αιωρούνται γύρω από αυτόν, αυτός σε καθορίζει και σε προσδιορίζει σε καθημερινή βάση, διψάς για αυτόν όπως το σπουργίτι που εκλιπαρεί για λίγες στάλες βροχής από τον πατέρα δημιουργό του. Διακατέχεσαι συνεχώς από μία έκδηλη αγωνία και μία ανησυχία για την αναγνώριση του έρωτά σου στα μάτια του αγαπημένου σου, ο οποίος δυστυχώς για σένα δεν εκδηλώνει με την ίδια διαχυτικότητα και αυθορμητισμό τα ίδια συναισθήματα και αυτό σε βασανίζει, σε εξουθενώνει, σε διαλύει, αφήνοντάς σε να περπατάς ολομόναχη το δρόμο της αγάπης σαν Σταχτοπούτα που έχασε το γοβάκι της. Σε διαβάζω Μαρία και μην αμφιβάλεις πως πάσχω μαζί σου και βιώνω σε κάθε λέξη σου και σε κάθε εικόνα που σχηματίζεται στην φαντασία μου ένα πλάσμα που συνεχώς βρίσκεται σε κυνηγητό πραγματοποίησης των επιθυμιών του και των πόθων του και δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση παρά μία ενδελεχή άρνηση που καταντά απελπιστικά μονότονη πλην κάποιων λίγων εκλάμψεων. Όλο αυτό το σκηνικό το μεταφέρεις στο λόγο σου και στα γράμματά σου καθώς με πόνο ψυχής και βυθισμένη σε έναν χρόνο που μοιάζει να έχει σταματήσει προ πολλού για σένα αναζητάς την επιφάνεια για να πάρεις αέρα. Όλοι οι έρωτες που έρχονται σε σένα δεν σε ενδιαφέρουν γιατί είσαι η Πηνελόπη που θέλεις μόνο τον Οδυσσέα σου με κάθε τίμημα και όλα τα υπόλοιπα είναι σκέτη ουτοπία, προσωρινό φάρμακο δεν ζητάς και δεν δύνασαι να ανταποκριθείς αφού το μυαλό σου, η καρδιά σου, το σώμα σου πάλλεται για εκείνον και είσαι ολόκληρη αφιερωμένη αλλού. Το πρόσωπό σου είναι χλωμό από την αδυναμία της ασθένειας μα η καρδιά σου δίνει το ρυθμό του πάθους σου και της ανάσας σου, της αναπνοής σου που θέλει τον αέρα που αναπνέει ο αγαπημένος σου και έτσι κρατιέσαι στη ζωή. Την ίδια στιγμή ο θάνατος σε καλεί και εσύ συνομιλείς μαζί του γιατί αν δεν έχεις ανταπόκριση από τον αγαπημένο σου όπως συνέβαινε από κάποια στιγμή και μετά δεν σε ενδιέφερε να ζήσεις. Για αυτό άλλωστε και αφέθηκες να ζήσεις μέσα στην θλίψη και την απομόνωση, να μην δέχεσαι επισκέψεις, παρά μόνο την αδερφή σου, να σβήσεις σαν κερί και να έρχεται το μαύρο σε κάθε προσπάθεια να σκεφτείς κάτι ευχάριστο που θα μπορούσε να σου δώσει λίγη χαρά. Πόση πικρία ένιωσες σε εκείνον τον θάλαμο νοσοκομείου να περιμένεις το τέλος σου μοιρολατρικά και να μην έχεις το κουράγιο να κάνεις ένα βήμα, να ξεστομίσεις μια φράση. Πόσο κατεστραμμένη ήταν η ψυχή σου που έλιωνες λίγο λίγο, πόση στενοχώρια μπορούσες άραγε να αντέξεις να σε συνθλίβει κάθε μέρα που περνούσε περιμένοντας για ένα θαύμα που τελικά ποτέ δεν ήρθε. Σε κάθε σημείο εκφράζεις την ανάγκη του τέλους, τη ματαιότητα των στιγμών, τον πόθο για όλα ή τίποτα και δεν θα διστάσεις να προκαταβάλεις το τέλος σου και την ολοένα και μεγαλύτερη θλίψη σου όσο τα συναισθήματά σου πέφτουν στο απόλυτο κενό, στον ίδιο τον Καιάδα. Είσαι μια γυναίκα που θυμίζει θλιμμένο πρόσωπο του Μοντιλιάνι, είσαι μία ποιήτρια και μία δημιουργός που βρίσκεις διέξοδο μέσα από την γραφή και η μόνη σωτηρία σου τελικά είναι αυτή. Στα μάτια μου Μαρία όλος ο αγώνας αυτός που δίνεις με γενναιότητα που μόνο η ψυχή σου γνωρίζει μοιάζει να μην έχει αντίκρισμα αλλά εσύ σαν Σουλιώτισσα που θυσιάζεται για τον υπέρ πάντων αγώνα θυμίζεις στρατιώτη που κάθε μάχη αν και χαμένη άξιζε τον κόπο να πολεμηθεί και ας είναι η ήττα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Με πόνο θα μας πεις και θα δηλώσεις με κάθε βεβαιότητα: “Η ζωή μου ήταν σκοτεινή κι άχαρη κι η καρδιά μου ήταν γεμάτη ανάγκη κι όνειρα… Ήμουν μια σκλάβα χωρίς τίποτα δικό μου, ουτ’ ένα μικρό κομμάτι του αιθέρα. Ούτε μια αχτίδα του ήλιου δεν έπεφτε ίσια πάνω κι όμως η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα”. Και το κυριότερο όλων είναι πως γνωρίζοντας την μοίρα σου και πως οι προσπάθειές σου βαίνουν άκαρπες πιστεύεις την ίδια στιγμή στην υπέρτατη ευτυχία. Δεν ξέρω αν αυτό είναι σθένος ή κάτι άλλο μα χωρούσες όλον τον κόσμο μέσα σου και βούλησή σου είναι να συνεχίσεις να αγαπάς μέχρι τέλους και μέχρι των πιο έσχατων ορίων να γράφεις για τον έρωτα γιατί απλά είσαι έτσι φτιαγμένη που δεν μπορείς να μην αγαπάς. Είσαι ταμένη σαν Παναγία στον έρωτα αυτό και είναι ενδεικτικό πως η αρρώστια σου, η αυτοκτονία του αγαπημένου σου και η ψυχική και σωματική δοκιμασία σου μετά το 1928, σε έστρεψαν αποκλειστικά στην ποίηση. Η ζωή μετά τον απροσδόκητο θάνατο του αγαπημένου σου μοιάζει με τα κοράκια που πετούν στον ουρανό των πινάκων του Βαν Γκογκ, έτσι που προαναγγέλλουν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Θα γράψεις κάπου αλλού: “Ένα τέλειο πλάσμα ικανό να κλείσει μέσα του τον κόσμο ολάκερο πεθαίνει χωρίς να γνωρίσει τον προορισμό του. Ένα λουλούδι, γεννημένο από την υπέροχην αρμονία των χρωμάτων φυλλοροεί χωρίς να μπορεί να ονειρευτεί καν πεθαίνοντας το πέρασμα της πεταλούδας της ηδονής. Είναι πραγματικά η τραγικότερη καταστροφή”. Μα τι λόγος εμπνευσμένος, τι μοναδικότητα λύτρωσης έβρισκες μέσα από τα γραπτά για να μπορέσεις να απελευθερωθείς από τα δεσμά. “Είμαι ολομόναχη μέσα σ’ όλον αυτό τον παράξενο κόσμο. Άλλοτε οι γνωριμίες μου ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι, τώρα μου είναι κάτι πολύ ενοχλητικό. Αιστάνομαι εχθρότητα για τους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω. Αν χωνέψουν αυτή μου την εχθρότητα, ύστερα μπορούν τα πράματα να ‘ναι ομαλά, αν όχι… Δε βαριέστε πάλι ομαλά θα ναι!”.