Με μία βόλτα στα περίφημα στενά σοκάκια της Κοπεγχάγης, ο επισκέπτης ίσως έρθει σε επαφή με την μορφή του Άντερσεν που όσα χρόνια και αν περάσουν είναι εκεί παρούσα, σαν αερικό που συναντά τους επισκέπτες της πόλης και τους προσκαλεί να μοιραστούν τις ιστορίες του. Το σπίτι του εξάλλου στο κέντρο της πόλης είναι επισκέψιμο, μάλιστα μπορεί κανείς να συναντήσει και τον ίδιο σε μεγάλη κούκλα/μαριονέτα σε ένα χώρο αφιερωμένο στον ίδιο. Το ολιγοσέλιδο αυτό διήγημα του Άντερσεν που έχουμε στα χέρια μας είναι άλλη μια απόδειξη πως η έμπνευση του ξεπερνά τα όρια των παραμυθιών με τη στενή έννοια, καθώς χρησιμοποιεί αντικείμενα στα οποία δίνει πνοή και φωνή. Το κολάρο μάς θυμίζει εκείνη την ιστορία του Μονμπρόν που αφηγείται μια ερωτική και κοινωνική ιστορία και δίνει φωνή στον καναπέ, ο οποίος όπως και το κολάρο αρχίζει να μιλάει.
Ο αφηγηματικός κόσμος ενός μοναδικού πρίγκιπα
Οι εκδόσεις Άγρα δεν εκδίδουν απλά ένα ακόμα βιβλίο, έχουν καταφέρει να προχωρήσουν σε μια ειδική σειρά σπουδαίων βιβλίων τα οποία μπορεί να είναι μεν ολιγοσέλιδα, μα αποτελούν διαμάντια για έναν ακόμα λόγο. Πρόκειται για βιβλία σπουδαίων συγγραφέων βγαλμένα από τα συρτάρια της απομόνωσης. Αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο έχει εκδοθεί και είναι σύμφωνο με τα παλιά πρότυπα του παρελθόντος, δηλαδή έχει δημιουργηθεί από χαρτί πολυτελείας. Αυτό το χαρτί εμπεριέχει ύφασμα και θυμίζει τους αρχαίους πάπυρους, ένα χαρτί που δυστυχώς δεν χρησιμοποιείται πια καθώς είναι αρκετά ακριβό. Ο Άντερσεν λοιπόν μας παρουσιάζει μια ιστορία ευφυέστατη όπου πρωταγωνιστούν ένα κολάρο και μια χτένα και ανταλλάσσουν διαλόγους εξαιρετικής ομορφιάς γραμμένες από το χέρι ενός μοναδικού παραμυθά που αποκαλύπτει το πνεύμα και την σπιρτάδα στην αφήγησή του. Στήνει ουσιαστικά μια ιστορία με στοιχεία θεατρικά και σκηνοθετεί το έργο τοποθετώντας στο επίκεντρο έναν παράλληλο κόσμο όπου τα αντικείμενα παίρνουν το λόγο.
Να σημειωθεί πως η ζωή του ίδιου μόνο παραμύθι δεν ήταν, καθώς πέρασε δύσκολα χρόνια, και όμως αυτό το αγόρι κατάφερε να μετατρέψει τις κακές σκέψεις σε ωραίες ιστορίες που θυμίζουν έναν άλλο παραμυθά, τον Αίσωπο.“Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι” είχε γράψει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η στενάχωρη περίοδος της ζωής του ήταν η αφορμή για να γράψει τόσες και τόσες ιστορίες που όλες έχουν και έναν διδακτικό χαρακτήρα αφού ο ίδιος ανέφερε κάποτε πως “βρίσκω μια ιδέα για μεγάλους και μετά αφηγούμαι την ιστορία σε μικρούς, έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι ο πατέρας και η μητέρας τους με ακούνε ͘ και πρέπει να θρέψω και το δικό τους μυαλό”.
Οι ήρωές του, όπως η χτένα και το κολάρο, ακροβατούν ανάμεσα στη γενναιότητα και την απελπισία, καθρεφτίζοντας το δικό του ψυχικό κόσμο. Στην ιστορία του πρωταγωνιστούν τα αντικείμενα πίσω από τα οποία όμως ξεδιπλώνεται και μια ανθρώπινη πλευρά σαν το κολάρο και η χτένα να ήταν άνθρωποι, με αδυναμίες, διστακτικότητα, μικροί ήρωες που άλλοτε προχωρούν και άλλοτε υποχωρούν, άλλοτε απελπίζονται άλλοτε ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους και τελικά ορθώνουν το ανάστημά τους. Δεν θα βρούμε φανταστικούς και υπερδύναμους ανθρώπους στις ιστορίες του και έτσι και εδώ ο ίδιος χτίζει την ιστορία του με βάση την σάτιρα, την αμφιβολία, την κριτική, την απομόνωση, την αποθάρρυνση, σκοπός του δεν είναι μόνο να ψυχαγωγήσει και να γίνει αρεστός, διακαής του πόθος είναι να γεμίσει τις σελίδες με νοήματα και να περάσει με τον δικό του προσωπικό τρόπο τα δικά του μηνύματα σε παιδιά και μεγάλους. Και δίχως άλλο καταφέρνει να μας περάσει τα δικά του μηνύματα και να εκμεταλλευτεί τους συμβολισμούς.
Η ιστορία του θυμίζει πράγματι θεατρικό έργο του Μολιέρου ή του Μπωμαρσαί, με αυτή την ιλαρότητα και την ευρηματικότητα που τον διακρίνει στους διαλόγους, είναι ένας αριστουργηματικός τεχνίτης των διαλόγων που αποπνέουν όλο αυτό το μαγικό κόσμο ενός παραμυθιού που γίνεται όμως και ένα εργαλείο για να αφηγηθεί τα όσα θα ήθελαν να αφηγηθούν τα ίδια τα αντικείμενα σε ρόλο ανθρώπινο. “Α! είπε το κολάρο, πρέπει να είστε αστέρι του χορού! Πώς ξέρετε να τεντώνετε το πόδι! Είναι ό,τι πιο γοητευτικό έχω δει στη ζωή μου! Κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να σας μιμηθεί!”. Και εδώ έγκειται η πεμπτουσία της ανάλυσης του Άντερσεν, καθώς όπως έχει κάνει και σε άλλο του παραμύθι καθιστά τα αντικείμενα πιο ανθρώπινα από τους ανθρώπους να μοιράζονται τις συγκινήσεις τους, τα συναισθήματά τους, τις αδυναμίες τους και τις ανησυχίες τους μαζί μας.
“Είχα ανθρώπινες αρραβωνιαστικιές, είπε το κολάρο, δεν μπόρεσα να βρω ησυχία! Πρέπει να πω ότι ήμουν ένας κομψός ιππότης, κολλαριστός! Είχα και έναν υποδηματοσύρτη και μια χτένα που δεν τα μεταχειριζόμουν ποτέ! …Θ’άξιζε να με δείτε εκείνον τον καιρό, όταν ήμουν στητός και ατσαλάκωτος!…”. Η ιστορία λοιπόν αφορά τον κομψό ιππότη και τα αντικείμενά του μέσα από την σκοπιά των ίδιων των αντικειμένων που έχουν τη δυνατότητα να μας απευθυνθούν. Είναι τόσο ξεχωριστός ο τρόπος του Άντερσεν που ο αναγνώστης δεν χορταίνει να τον διαβάζει και μένει σε μια διττή θέση, χαρούμενος που μπόρεσε να τον απολαύσει και πεινασμένος γιατί θα ήθελε να διαβάζει λίγο ακόμα. Ο Άντερσεν μέσω των ιστοριών του δείχνει έναν κόσμο ονειρικό, έναν κόσμο ικανό να σκορπίσει μαγεία και αγάπη, τρυφερότητα και ομορφιά, έναν κόσμο που αποδιώχνει την κακία, την ασχήμια και την μιζέρια της ευτελούς ζωής που μπορεί να μας κυκλώνει.
“…Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου αρραβωνιαστικιά, ήταν μια ζώνη, τόσο ντελικάτη, απαλή και χαριτωμένη, ρίχτηκε σ’ έναν κάδο εξαιτίας μου…”
“Έχω πολλά βάρη στη συνείδησή μου, μου χρειάζεται να μεταμορφωθώ σε λευκό χαρτί”