Η ευτυχία μοιάζει με τον θησαυρό που αναζητάται στα έγκατα της γης και απαιτεί χρόνο και αφοσίωση για να βρεθεί. Έτσι είναι και η ανθρώπινη ευτυχία, την οποία πραγματεύεσαι Λέο, μια έννοια άπιαστη και μυστηριώδης, ένας συνεχής αγώνας. Είναι μια συνεχής πάλη για την πραγμάτωση των πόθων μας που ποτέ δεν αγγίζουν το απόλυτο και ιδανικό και αυτό το γνωρίζεις καλά, δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο. Ξέρουμε καλά πως η γυναίκα στα έργα σου τίθεται πάντα στο προσκήνιο σαν εσύ να τις καταλαβαίνεις περισσότερο από ότι οι ίδιες τον ίδιο τους τον εαυτό. Έχεις βλέπεις αυτό το μαγικό χάρισμα να διεισδύεις στους ανθρώπους που προσωπογραφείς και να τους καταλαβαίνεις, από τα έξω προς τα μέσα και τούμπαλιν. Έχεις την ικανότητα να θέτεις με ευφυή τρόπο τον σύγχρονο αναγνώστη ενώπιον των διλημμάτων των ηρωίδων σου και να του παραδίδεις με τη γραφή σου τα σκήπτρα του προβληματισμού. Πορεύτηκες μια ζωή με όπλο τον προβληματισμό σου για τα γήινα, τα καθημερινά, τα απλά και είχες, ευτυχώς για μας, τη δυνατότητα να το πράξεις γιατί είχες εξασφαλίσει, σε αντίθεσή με τον Φιοντόρ, τα προς το ζην. Είχες μόνιμα μέσα σου το γονίδιο της αμφιβολίας που σε οδηγούσε να αναρωτιέσαι και να αναζητάς απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετες στον ίδιο σου τον εαυτό. Ερωτήματα έψαχνες και για τον πόλεμο της Κριμαίας εκεί που υπηρέτησες ως στρατιώτης και είδες από κοντά την φρίκη του πολέμου. Δυστυχώς, εσύ δεν τον βλέπεις πια μα εμείς που ζούμε στο σήμερα τον ξαναζούμε δυστυχώς και είναι μια ανείπωτη τραγωδία όπως και τότε, ίδια ανθρώπινα τα λάθη παραμένουν. Έτσι οδηγήθηκες να γράψεις το “Πόλεμος και Ειρήνη” στο οποίο ξετύλιξες το κουβάρι ακόμα ενός άδικου πολέμου με απώλειες. Μα και εσύ χάθηκες και έψαχνες να σε ξαναβρείς μετά τον πόλεμο, για αυτό το έγραψες δεν με γελάς. Μέσα σε αυτό το βιβλίο εξωτερίκευσες, έκρυψες ή αποκάλυψες όλες σου τις αγωνίες, τις ανησυχίες, την αναστάτωση που βίωσες, σε αυτό το αριστούργημα που διαβάζεται από γενιές και γενιές μπόρεσες να χωρέσεις όλο τον πυρετό που σε κατέτρωγε λυσσαλέα και με μένος. Ήσουν από τους τυχερούς ανθρώπου αφού δαπανούσες τον χρόνο σου αφοσιωμένος στην σκέψη του πλησίον, είχες επενδύσει τόσο στη συγγραφή όσο και στο στοχασμό, μιας και οι έντονες εσωτερικές αγωνίες σου και οι επίμονες φιλοσοφικές σου αναζητήσεις σε οδήγησαν δίχως άλλο στην καταγραφή αυτών των σκέψεών σου με διάφορους τρόπους. Το ανήσυχο πνεύμα σου παρέμεινε ζωντανό μέχρι το τέλος της ζωής σου και δεν δίστασες στη δύση της ζωής σου να έρθεις σε ρήξη με τις αντιλήψεις της κραταιάς Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία τελικά το 1901 σε εκδίωξε από τις τάξεις της, πράγμα που είχες ήδη προαισθανθεί γιατί πήγαινες ενάντια στο ρεύμα των ηθών και των στερεοτύπων, το πνεύμα σου ήταν ελεύθερο σαν γλάρος. Οι χαρακτήρες σου και οι πρωταγωνιστές σου είναι οι άνθρωποι του λαού, είναι οι απλοί πρωταγωνιστές της ζωής και από αυτό δεν παρεκκλίνεις. Με την οικονομική σου άνεση για αποθήκη μπόρεσες να δοθείς ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία του ανθρώπινου πόνου και δη στις ανθρώπινες σχέσεις, τις τόσο ευάλωτες, τις τόσο επώδυνες. Αυτά που περιγράφεις στα βιβλία σου δεν είναι προϊόντα φαντασίας μα ανασκαφής μέσα στο κοινωνικό ανάκτορο, κάτοικοι του οποίου είμαστε όλοι μας μα δεν είμαστε όλοι σαν εσένα για να το κοσμούμε με την παρουσία μας. Δεν είναι όλα τα γραπτά μια δική σου επινόηση, είναι κατευθείαν βγαλμένα από το πηγάδι της ζωής από το οποίο αντλείς τα θέματά σου και μας τα καταθέτεις με το δικό σου μοναδικό τρόπο γιατί αυτό που σε ενδιαφέρει είναι τελικά οι ζωές των άλλων. Είναι σαφές πως όσο πλησίαζες στο τέλος της ζωής σου, έψαχνες τρόπους να λυτρώσεις την ψυχή σου, να φανείς χρήσιμος στα θεία, στα πραγματικά θεία και όχι στην υποκρισία των περισσότερων ιερέων, να γίνεις εκείνος που θα μπορέσει να πάει στον άλλο κόσμο έχοντας πίσω του αφήσει κάτι για τον απλό άνθρωπο, αυτή ήταν η ιερή σου αποστολή και τα κατάφερες, θαρρώ. Είχες ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγεις στο θείο και δεν είναι τυχαίο πως τόσο οι νουβέλες και τα μυθιστορήματά σου, τα πάντα σου, όσο και οι χαρακτήρες σου έχουν μία αθόρυβη φυγή προς το δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους. Εκεί έγκειται το μεγαλείο σου Λέο, να καταφέρνεις πλήγματα στους ήρωές σου και να τους θέτεις τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, της μετάνοιας ακριβώς όπως εσύ ο ίδιος ένιωθες τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια σου και να στροβιλίζεται συνεχώς σε σκέψεις και σε συλλογισμούς. Ανασφαλής και ανικανοποίητος με τα επίγεια πλούτη σου αναζητούσες διακαώς και αενάως τη σωτηρία της ψυχής σου, το χέρι σου ήταν η προέκταση της ψυχής σου. Πώς στην είδηση του επερχόμενου τέλους του βίου του μπορεί κανείς να δει τα λάθη του, να τα μετρήσει και να μηδενίσει τον μετρητή για να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν (ο απόλυτος ορισμός της εξίσωσης όλων άρα και της εφαρμογής του φυσικού νόμου της δικαιοσύνης κατά τον Πυθαγόρα), ο θάνατος μπορεί να είναι μία ζωή μετά τη ζωή; Ερωτήματα που σε απασχολούσαν καθ΄όλη την διάρκεια της μακράς ζωής σου. Αν ο σύγχρονός σου Ντοστογιέφσκι πάλευε με την ανέχεια και την απώλεια, εσύ αγωνιζόσουν για το “είναι” του μετά θάνατον, μια και η ζωή σου φέρθηκε καλά, σε προίκισε με δώρα, χάρες και χαρές, σου εξασφάλισε μια ζωή που πολλοί όμοιοί σου θα ζήλευαν. Στην ανήσυχη ψυχή σου που παλλόταν και εξέπεμπε ενέργεια για εξηγήσεις, εκεί αναζητάς τα κλειδιά εκείνα που θα σου φέρουν την πραγματική ευτυχία τόσο σε σένα όσο και στην οικογένειά σου, κυριεύεσαι από την ανάγκη για τη γλώσσα της αλήθειας, την αλήθεια που η ψυχή σου ορίζει, καθώς νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, εδραιώνεται στο μυαλό σου η επιθυμία για αιώνια γαλήνη. Μα πώς θα την εξασφαλίσεις άραγε, αυτό είναι που σε τρώει σαν σαράκι κάθε μέρα και ώρα, αυτό το μικρόβιο της μετά ζωής σε πολιορκεί και σαν επίμονος σπηλαιολόγος μπαίνεις και βγαίνεις από στοές μήπως και βρεις τις λύσεις. Είναι πολύ δημοφιλής η πρώτη σου φράση από την Άννα Καρένινα όπου έγραψες πως «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Παρατήρησες από κοντά τις οικογένειες των φτωχών μουζίκων και βρέθηκες κοντά σε ανθρώπους με προβλήματα, προσπαθώντας με το λόγο σου να τους απαλύνεις τον πόνο και να τους εξηγήσεις την ανάγκη στην πίστη. Σαν γέροντας μοναχός που οφείλει να καθοδηγήσει το ποίμνιό του αντιμετωπίζεις θύελλες και ανέμους, βουνά και λαγκάδια και σκύβεις πάνω από τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής σου και με τα γραπτά σου δεν σταματάς να δίνεις ελπίδα στους μη έχοντες. Πάσχισες και αγωνίστηκες να σώσεις την ψυχή σου, και με έργα όπου το ανθρώπινο δράμα ξετυλίγεται σαν κουβάρι με σκοπό να βρει το φως που του αξίζει, εκεί αγωνίζεσαι με πάθος να λυτρωθείς ο ίδιος και πίστεψε με καλέ μου Λέο κατάφερες πολλά. Σε όλη σου τη ζωή και μέχρι το τέλος υπηρέτησες με ζήλο τις αρχές και τις αξίες που εσύ ο ίδιος είχες ορίσει μέσα σου και δεν παρέκκλινες από αυτές. Προς το τέλος της ζωής σου έγραφες πολύ και αυτά τα γραπτά είναι ουσιαστικά απαύγασμα καλοσύνης, ταπεινότητας και σεμνότητας. Μέσα από αυτά μοιάζει να ανατέλλει μία δεσμίδα λάμψης και ένας πυρετός θέλησης για αλλαγή, την αλλαγή που επιζητούσε ο απλός κόσμος. Αυτή η αλλαγή κηρύττεται με πάθος από σένα, έναν άνθρωπο μαχητή της ζωής, έναν σοφό που σέβεται το παρελθόν και έτσι μπορεί και διδάσκει την ανάγκη για απάλειψη φαινόμενων που θα καταστρέψουν το μέλλον και θα προκαλέσουν μεγαλύτερη οδύνη εάν συνεχιστούν. Σε ένα από αυτά τα καθηλωτικά σου δοκίμια αναφέρεις: «Όσο ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα του, κουβαλάει στην ψυχή του το αληθινό καλό και μπορεί πάντα να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του». Εκεί έγκειται η συνεισφορά σου Λέο, δηλαδή στα γράμματα και την κοινωνία, δηλαδή στον απλό κόσμο, στην απλότητα με την οποία διήγες το βίο σου παρά τον πλούτο σου και την ευρωστία σου, αποκηρύσσοντας την πολυτέλεια, πάλεψες με όπλο το λόγο του για να απαλύνεις τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική ανισότητα. Κατάφερες και δεν ήταν εύκολο αυτό, να γίνεις ο εξομολογητής και ο ανακουφιστής ανθρώπων με αυτοκτονικές τάσεις που δεν ήταν ικανοί να ορίσουν την μοίρα τους και έστεκαν έρμαια των άβουλων σκέψεών τους και για αυτό προσέτρεχαν σε σένα να τους επαναφέρεις. Προσφέρεσαι ανιδιοτελώς να τους ακούσεις, να τους συμβουλεύσεις, να γίνεις ο πνευματικός τους πατέρας, σα να είχες την πρόθεση να πάρεις όλα τα βάρη επάνω σου. Στέκεσαι όμως επίμονα στην επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι να θέσουν τον εαυτό τους εις το όλον και όχι εις το εγώ, πόσο επίκαιρος είσαι. Δεν νοείται αδιαφορία και ασυδοσία, και αυτό το υπερασπίστηκες μέχρι τέλους Λέο, και ήταν στάση ζωής για σένα, εσένα που έπαιξες επικίνδυνα με τη “φωτιά” της κατάθλιψης, με την τρέλα και εκεί δοκίμασες τα όρια των αντοχών σου κολυμπώντας σε λίμνες παραλογισμού μην ξέροντας αν θα επανέλθεις στην επιφάνεια. Είδες ιδίοις όμμασιν πως ο άνθρωπος μπορεί να καταφεύγει σε λύσεις μηδενιστικές απλώνοντας μέσα του τη δυστυχία ενώ η ευτυχία είναι μία στάση λίγο πιο μακριά. Ήξερες καλά και το είχες καταθέσει πως το λεωφορείο της ζωής έχει μακρά διαδρομή και εμείς οι επιβάτες του πρέπει να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να τη διανύσουμε ως το τέλος της, όποια και αν είναι τα εμπόδια. Μα γνώριζες και εσύ ο ίδιος που τα έγραφες πως αυτά που περιγράφεις δεν είναι εύκολοι στόχοι και είχες και εσύ τις αμφιβολίες σου, μα τα έγραφες για το καλό του κόσμου. Προφανώς δεν ήσουν άγιος και έκανες και εσύ τα σφάλματά σου, αμάρτησες όπως καθένας από εμάς αλλά υπηρέτησες το καλό από κάθε μετερίζι και για αυτό μάλλον έχεις ήδη συγχωρεθεί από τα πάνω κλιμάκια. Είχες γράψει στα ημερολόγιά σου: «Για να μπορέσει κανένας να πλησιάσει το Θεό, πρέπει να ναι εντελώς μόνος». «Το πιο αξιοσημείωτο συμβάν της ζωής του ανθρώπου είναι η στιγμή που παίρνει συνείδηση του εαυτού του. Οι συνέπειες του περιστατικού αυτού μπορεί να ναι οι πιο ευεργετικές ή οι πιο φοβερές». Είχες φτάσει στην κορύφωση της συγγραφικής σου ζωής, είχες απαλλαγεί από άγχη από νωρίς και είχες έτσι εξασφαλίσει στον εαυτό σου την άνεση, την ηρεμία, την ψυχραιμία να εκφράζεις την εσωτερική φωνή σου. Αυτή δηλαδή την ισχυρή φωνή που αντιπάλευε μέσα σου και που ξεστόμιζε και εξωτερίκευε όλα αυτά που απασχολούσαν το μυαλό σου, αυτά που σε προβλημάτιζαν, σε κυρίευαν σε τέτοιο βαθμό που να σου προκαλούν πολλές φορές αυτοκτονικές τάσεις. Εργάστηκες πολύ με την σκέψη σου, αγαπήθηκες και μισήθηκες για τις απόψεις σου, συγκρούστηκες με το κατεστημένο και κήρυξες τον λόγο του Ευαγγελίου βλέποντας γύρω σου αλλά και μέσα στην ίδια σου την πολυμελή οικογένεια την σαθρότητα και τη διάβρωση που είχε υποστεί το ανθρώπινο είδος με πλήθος αμαρτιών που για σένα ήταν ολέθριες και όφειλαν να διορθωθούν. Μέσα από τα συγγράμματά σου αποδεικνύεις τη βαθυστόχαστη και ειλικρινή αναζήτηση του εσωτερικού σου κόσμου που εκλιπαρούσε για σωτηρία ψυχής και για ένα ταξίδι μεταθανάτιο χωρίς αλλοτριώσεις, ενοχές και βάσανα. Στάθηκες ικανός να αφουγκραστείς σαν τον Χριστό τη δίψα των συμπατριωτών σου για έναν λόγο καθαρτικό που θα έσβηνε κάθε τους λύπη και θα έδινε έναν τόνο αισιοδοξίας στη μαύρη οθόνη του νου τους. Με τη λαχτάρα προσφοράς να σε διακατέχει και απαλλαγμένος από τους φόβους σου, αφού συνομίλησες πρώτα με τον εσωτερικό σου κόσμο και επανήλθες σε μία κατάσταση νηφάλια, συγκρούστηκες και κατακεραύνωσες τη θρησκεία για τον κακό της εαυτό, αυτό το καρκίνωμα που δεν αφήνει τον άνθρωπο να προχωρήσει, αυτό το δηλητήριο που έγινε το νεκροταφείο των συνειδήσεων των ανθρώπων. Εσύ ήσουν Λέο που αποκήρυξες και πάτησες με το πόδι αυτό το κακό μελάνωμα που πηγάζει από την διαβολική ερμηνεία των θείων κειμένων για να το συντρίψεις. Κάλεσες τον κόσμο που συναναστράφηκες να αγνοήσει τις ψεύτικες διδασκαλίες, αυτές που δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να τον απομακρύνουν από το λόγο του Χριστού και από την πραγματικότητα. Όλα όσα εσύ πρέσβευες απειλούσαν την καλοστημένη μηχανή των «σοφών γερόντων κληρικών» που με δόλο και απανθρωπιά παγίδευαν αθώους, προσηνείς και θεοσεβούμενους, αυτούς που το μόνο που ζητούσαν ήταν γαλήνη, στήριγμα και διέξοδο από τα προβλήματα που τους ταλάνιζαν. Πήγες ενάντια σε αυτό το ρεύμα ανοησίας και υποκρισίας μα δεν σε ένοιαζε για τις συνέπειες ούτε για τα επίγεια, δεν λύγισες και συνέχισες στο δρόμο σου αταλάντευτος, ήθελες να ανυψωθείς στους ουρανούς με καθαρό το πνεύμα σου και την ψυχή σου, χωρίς δεσμά, χωρίς να έχεις αφήσει πίσω ανοιχτούς λογαριασμούς. Στο κρεβάτι του πόνου σου συνομιλείς με τον Θεό, καλείς το θάνατο να έρθει να σε πάρει γιατί δεν τον φοβάσαι πια, έχεις χορτάσει τη ζωή και έχεις συμφιλιωθεί έτοιμος πια με το επόμενο βήμα, αυτή τελικά είναι η λύτρωσή σου, όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας σου προσπάθησες να βρεις την ισορροπία της ψυχής του για να καταλάβεις πως ο θάνατος ήταν για σένα μία σωτηρία προσωπική, ένα τέλος που θα έβαζε τέλος στο βάσανο του περίγυρού σου, γιατί η λύπη θα έδινε θέση στην χαρά της ανακούφισης για σένα που δεν είχες πλέον να φοβηθεί τίποτε. «Πέθανε ο θάνατος, δεν υπάρχει πια» θα αναφωνήσεις ως στερνό αντίο σε μία ζωή που εγκατέλειπες, μία άλλη ξεκινούσε, «στην θέση του θανάτου υπήρχε το φως». Προετοίμαζες τη δική σου «φυγή» και ήθελες αυτή να γίνει με αρμονία και ευφροσύνη τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες με τον εσωτερικό σου κόσμο για να κοιμηθείς ήρεμα τον αιώνιο ύπνο. Έφυγες για το αιώνιο ταξίδι πλήρης ημερών και έργων γνωρίζοντας πως «ευτυχία δεν είναι πάντα να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις». Να όλο το σύμπαν του μυαλού σου σε δύο φράσεις, να η πεμπτουσία της παραγωγής σκέψης όλων αυτών των χρόνων, νίκησες και ας είχες νικηθεί, ο χρόνος άλλωστε τίποτε δεν αφήνει όρθιο και εσύ αν και κοιμώμενος έφυγες όρθιος όπως σου άξιζε δάσκαλε Λέο. Καλή αντάμωση εκεί ψηλά καλέ μου Λέο!