Ο πίνακας στο εξώφυλλο του βιβλίου έχει φιλοτεχνηθεί από έναν εκ των κορυφαίων ζωγράφων που αποτύπωσε στα έργα του όλο το φάσμα της ολέθριας περιόδου του μεσοπολέμου. Πρόκειται για τον Μαξ Μπέκμαν που φιλοτέχνησε τόσο τον ίδιο όσο και άλλα πρόσωπα που έζησαν σε μια περίοδο όπου λίγες ήταν οι στιγμές χαράς και πολλές εκείνες της αγωνίας και της ανησυχίας. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σκιαγραφεί μέσω του διαλόγου των δύο προσφύγων εκείνα που εμείς σήμερα μαθαίνουμε ως ιστορία μα τότε υπήρξαν γεγονότα κρίσιμα και οι εξελίξεις προλάβαιναν η μία την άλλη. Ο κόσμος του μεσοπολέμου, ειδικά στη Γερμανία της ανάπηρης δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέχρι και την έλευση του Χίτλερ ως ηγέτη των Εθνικοσοσιαλιστών, υπήρξε ένα σταυροδρόμι και ένα ορόσημο για τα όσα διαβάζουμε στον Μπρεχτ.
Πολιτικά παιχνίδια και μια άστατη ιστορικά περίοδος γίνονται τροφή για σκέψη και στοχασμό
Ο Μπρεχτ με τη γραφή του και τη φιλοσοφική διάθεση που τον διακατέχει θα περιπλανηθεί περί των γεγονότων της εποχής του αλλά όχι μόνο. Ό,τι γράφει είναι μια ανοιχτή πρόσκληση για στοχασμό και συνάμα ένα παράθυρο σε όλα αυτά που απασχολούν το μυαλό του και τον προβληματίζουν. Πολιτικά παιχνίδια, ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνικές ανισότητες αλλά και πλήθος ερωτημάτων τριβελίζουν τον διανοούμενο Μπρεχτ και εμείς γινόμαστε κοινωνοί των συλλογισμών του. Σε μια περίοδο πλείστων πολιτικών αναταράξεων και πολεμικών συγκρούσεων, ο Μπρεχτ καταθέτει με γλαφυρό και αλληγορικό τρόπο σκέψεις, καίριες αναλύσεις για το ρόλο που διαδραματίζουν προσωπικότητες όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν σε έναν κόσμο που πάλλεται και δονείται από αδικία, ανηθικότητα, ενώ βυθίζεται στην ευπιστία και τον λαϊκισμό και για αυτό αυτομαστιγώνεται.
Άνθρωποι έρμαια και υποχείρια μιας απάνθρωπης κατάστασης βρίσκονται στα όρια των αντοχών τους και εκφράζουν ανοιχτά την ανησυχία τους και την αγωνία τους για τα μελλούμενα. Με φλογερό και μεστό λόγο πετυχαίνει με όπλο το φιλοσοφικό ειρμό που τον διακατέχει, κληρονομιά από τις αναγνώσεις του Κομφούκιου και του Λάο-Τσε στις οποίες έχει ήδη εμβαθύνει, να ταρακουνήσει συνειδήσεις. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20 ο Μπρεχτ, ο οποίος έτεινε πάντα προς τα αριστερά, είχε αρχίσει να ασχολείται σοβαρά και συστηματικά με τον μαρξισμό, παράλληλα όμως είχε στραφεί και προς τη μελέτη των Κινέζων κλασσικών, τα κείμενα των οποίων μεταφράζονται εκείνη την εποχή από Γερμανούς σινολόγους. Όλα αυτά τον επηρεάζουν και καθώς τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονται βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της πνευματικής μάχης.
Ο διάλογος μεταξύ των δύο προσφύγων είναι απόδειξη όλων των παραπάνω καθώς μέσα από τα λόγια τους ξεπηδά όλο το σκηνικό πολέμου που έχει ήδη αρχίσει να στήνεται ενώπιον όλων. Οι δύο εμβληματικές και εκκεντρικές μορφές, που θα μπορούσαν δίχως άλλο να αποτελούν προσωπογραφίες των εξπρεσιονιστών Νόλντε, Σίλε και Κοκόσκα, καθώς δρουν την ίδια περίοδο με τον Μπέκμαν, ξεδιπλώνουν το κουβάρι μιας περιόδου που τελεί υπό σύγχυση συναισθηματική αλλά και πνευματική. Δεν υφίσταται λογική σε τέτοιες περιόδους και η αναταραχή αυτή μεταφέρεται και στον κοινωνικό ιστό που συζητά και ξανασυζητά ζητήματα φλέγοντα και καίρια, ζητήματα που χρήζουν απάντησης μα μένουν μόνο στο ερωτηματικό. Η γερμανική ρητορική της εποχής, με όλα τα στραβά που την ακολουθούν, είναι ένα βασικό στοιχείο της αφήγησης του Μπρεχτ που δεν διστάζει να γίνει ο διοχετευτής έμμεσων ειδήσεων.
“Γερμανός σημαίνει να είσαι σχολαστικός είτε παστρεύοντας το πάτωμα, είτε ξεπαστρεύοντας Εβραίους. Ο Γερμανός φλερτάρει με την έδρα της φιλοσοφίας. Αν η λέξη Γερμανός χρησίμευε ως γεωγραφικός προσδιορισμός και μόνο, θα το κατάπινα, αλλά όταν φορτίζεται συναισθηματικά και αρθρώνεται μ’εκείνη την αιμοσταγή σοβαρότητα, όχι, αυτό πάει πολύ!”. Ιδού τα όσα εκτυλίσσονται στη Γερμανία και θα χρειαστεί να πάμε πίσω στον χρόνο για να δούμε πως η ιστορία διδάσκει και η ιστορία είναι αμείλικτη, καθώς ήδη από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όλα μοιάζουν στη Γερμανία να πηγαίνουν ανάποδα από την λογική. Μετά την ήττα των Γερμανών και την ταπεινωτική συμφωνία για αφοπλισμό της Γερμανίας, ο γερμανικός λαός, αλλά κυρίως η πολιτική τάξη, αναζητούσε μια κάποια εκδίκηση για όλα αυτά που συνέβησαν και οι δύο πρόσφυγες αναφέρονται εμμέσως πλην σαφώς και σε αυτή την παράμετρο.
Το βιβλίο αυτό λοιπόν φέρνει αναστάτωση, ο ίδιος ο Μπρεχτ καταγγέλλει διπλωματικά αλλά και με σχεδόν άμεσο τρόπο τα όσα λαμβάνουν χώρα στη χώρα του. Είναι μια ηχηρή παρέμβαση εκ μέρους του σε όλα αυτά που ταλανίζουν την κοινωνία του τότε όπως και του σήμερα, πρωτοστάτης και θαρραλέος τα βάζει με όλους και με όλα και με διδακτικό τρόπο επιχειρεί να αλλάξει πρόσωπα και πράγματα. Εκτός από την σφοδρή του επίθεση σε πολιτικά πρόσωπα, με όπλο τον λόγο του και μέσα από τα γραπτά του, πάντα ειρηνικά, στρέφεται ενάντια σε όλους αυτούς που καταδυναστεύουν τον άνθρωπο και τον εκμεταλλεύονται για να τον αφαιμάξουν.
Ο λόγος του είναι παρεμβατικός και διαχυτικός, γιατί με οδηγό τη λογοτεχνία πιστεύει πως ο κόσμος αυτός μπορεί να γίνει λίγο καλύτερος εφόσον εισακουστούν οι κραυγές αγωνίας. Περιστρέφει την προσοχή και το ενδιαφέρον του σε καθετί ανθρώπινο, ευαίσθητο θέμα που απασχολεί το άτομο αλλά και το σύνολο. Εδώ οι πρόσφυγες γίνονται το επίκεντρο της προσοχής του και εμείς οφείλουμε να τον ακούσουμε σήμερα, διότι δυστυχώς όπως αποδεικνύεται περίτρανα και καθημερινά, η ιστορία με δραματικό τρόπο επαναλαμβάνεται.
“Όταν σε μια χώρα η δίψα για την παιδεία αποκτήσει χαρακτήρα ιδιαιτέρως ηρωικό και αλτρουιστικό τόσο που να ξεχωρίζει και να θεωρείται υψηλή αρετή, τότε αυτό κάποτε θα αποβεί μοιραίο για την ίδια τη χώρα”
“Ο άνθρωπος! Αυτός είναι η αιτία που ναυαγούν οι μεγάλες ιδέες”