Κάθε άνθρωπος κρύβει πίσω του τη δική του ιστορία, μια μοναδική ιστορία που αποκαλύπτει τα σκοτάδια του, σκοτάδια από τα οποία πολύ συχνά δυσκολεύεται να απαλλαγεί. Ο Μπέρνχαρντ εισέρχεται σε αυτά τα σκοτάδια των ανθρώπων με ήρωες αυτούς που ζουν στο περιθώριο της ιστορίας διότι οι περιπτώσεις τους μάλλον δεν ενδιαφέρουν την κοινωνία. Πρόκειται για ανθρώπους σχεδόν αόρατους όχι γιατί δεν υπάρχουν αλλά γιατί δεν θέλουν να τους δουν, περνούν δίπλα μας μα κανείς δεν ασχολείται μαζί τους και εκείνοι κλείνονται όλο και περισσότερο στο δικό τους σύμπαν. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ξεκάθαρος, είναι καθαρός και σαφής και ό,τι μοιράζεται μαζί μας είναι η απόδειξη πως άνθρωποι σαν και αυτούς, είναι άνθρωποι φαντάσματα για τους οποίους κανείς δεν πολυσκοτίζεται ενώ εκείνοι έχουν ήδη πάρει την απόφαση της απομάκρυνσης.
Στην αναζήτηση διεξόδου και φωτός απέναντι στην πάλη μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας
Ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που σχοινοβατούν σαν ακροβάτες σε τσίρκο και ουσιαστικά ακουμπάνε το θάνατο καθώς η ζωή μοιάζει να απομακρύνεται. Είναι εκείνο το μετέωρο βήμα του πελαργού που τους θέλγει και έχουν αγκαλιά τις σκέψεις τους. Οι σκέψεις αυτές είναι αποκυήματα μιας εσωτερικής διαταραχής που μοιάζει σε εκείνους ανυπέρβλητη, ένα θεόρατο βουνό από το οποίο δεν θα περάσουν ποτέ νικητές. Αυτές οι εσωτερικές τους αναταράξεις, τις οποίες δεν μπόρεσαν να σιωπήσουν με κανέναν τρόπο τους θυμίζουν πως είναι όμηροι μιας συνεχόμενης κρίσης και οι ίδιοι μοιάζουν να πνίγονται μέσα σε αυτή την κατάσταση δίχως γυρισμό.
Ο Μπέρνχαρντ με την αφηγηματική του δεξιότητα αλλά και τη δυνατότητα που έχει να χτίζει χαρακτήρες βγαλμένους από μια ζωή σκληρή, χαρίζει στον αναγνώστη ένα χειμαρρώδη μα και συμπυκνωμένο λόγο. Αυτός θυμίζει μια προσπάθεια να αναβιώσει ο ίδιος τις επιστολές Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, είναι σαν να μας καλεί να τον ακολουθήσουμε για να παρακολουθήσουμε ένα διάλογο σαν αυτόν της Πολιτείας του Πλάτωνα ή σαν εκείνες τις συζητήσεις του Σενέκα, του Σωκράτη και άλλων φιλοσόφων. Γιατί αυτό το παρελθόν έχει γερές βάσεις και οι διάλογοι αυτοί υπήρξαν άκρως διδακτικοί και αδιαμφισβήτητα διαχρονικοί. Εδώ βέβαια κάθε τι παίρνει άλλη μορφή και προσαρμόζεται στις ανάγκες του “βαδίσματος”. Πάντως αν μη τι άλλο η ιστορία του με τη δομή της θυμίζει ένα περίπατο στην Ακαδημία εκεί όπου μέσα από τη συζήτηση με κάποιον φανταστικό συνομιλητή και φίλο, ο αφηγητής αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας μέλη της οποίας είναι o Κάρερ.
Η μορφή του Κάρερ δεν είναι μακριά από την κοινωνική παρακμή που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αλλά δουλεύει υπογείως και τα αποτελέσματά της σύντομα θα φανούν, μοιάζει να ξαναζούμε μέσα από τον Μπέρνχαρντ όλα όσα συνέβησαν στο μεσοπόλεμο. Πρόκειται για μα βάρβαρη εποχή που εκθεμελίωσε συνειδήσεις και αξιοπρέπειες, για έναν πραγματικό κοινωνικό όλεθρο που βύθισε ανθρώπους στην αυτοκτονία και τη μόνιμη κατάθλιψη αφού ελπίδα δεν υπήρχε. Και εδώ σαν να συμβαίνει η ίδια εκείνη τη βουβή και άηχη συνθήκη, το κείμενο του Μπέρνχαρντ κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο και κανείς δεν ξέρει που πρόκειται να γείρει η πλάστιγγα σαν ο μηχανισμός σταματήσει. Η ίδια η ζωή του Κάρερ που είναι πλέον βαμμένη στα χρώματα της παράνοιας είναι ένα δραματικό γεγονός ως όλον γιατί η ίδια η ζωή είναι εμποτισμένη με το δράμα της ανθρώπινης φύσης και όποιος δεν το βλέπει εθελοτυφλεί.
Ο άνθρωπος αναζητά διόδους προσέλευσης σε αδιέξοδα και υψωμένους τοίχους. Ο Κάρερ είναι βουτηγμένος στην τρέλα και την παράνοια ενώ ο Χόλενστάινερ οδηγήθηκε μαθηματικά στην αυτοκτονία μην αντέχοντας άλλο τον ανήφορο και τον αγώνα που μέχρι πριν λίγο έδινε μα τώρα πια εγκατέλειψε. Αυτή η εγκατάλειψη της προσπάθειας είναι μια αποτυχία της κοινωνίας που δεν ασχολήθηκε όσο έπρεπε με έναν ασθενή που πάσχει και δεν έχει λύσεις. Υπάρχει έκδηλη η υποψία στον άνθρωπο που πάσχει από παράνοια πως η δική του τρέλα, η δική του ψυχολογική κατάσταση και η πνευματική αστάθεια είναι μια συνθήκη κανονικότητας, αδυνατεί να αντιληφθεί όσα συμβαίνουν γύρω του. Είναι έντονα συναισθηματικά φορτισμένος ο λόγος του Μπέρνχαρντ και η ροή θυμίζει την γαλήνη λίγο πριν την επερχόμενη καταιγίδα.
Οι ήρωές του ακόμα και εκείνοι που δεν εμπλέκονται, στην πραγματικότητα είναι και αυτοί πάσχοντες και απορροφούν όλα όσα έχουν συμβεί και κανείς δεν γνωρίζει που μπορεί να καταλήξουν τελικά. Οι μορφές είναι εξπρεσιονιστικές, κάτι μεταξύ Κοκόσκα, Νόλντε, Σίλε και Μπέκμαν, καμία διάθεση για ωραιοποίηση. “Πρέπει να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, λέει ο Όλερ, και σε αυτό να δίνουμε πάντα εντελώς συνειδητά τη μεγαλύτερη αξία, να είμαστε σε επαφή με τέτοιους εξαιρετικά δύσκολους ανθρώπους, με τους ιδιοφυείς και τους πλέον ιδιοφυείς, επειδή μόνο αυτή η επαφή έχει πραγματική αξία”. Τα λόγια αυτά, τόσο αληθινά μα και βαθιά καθηλωτικά, καταδεικνύουν τη δίνη του τρελού και του αυτόχειρα οι οποίοι σκιές των εαυτών τους πια βρίσκονται σε αυτό το μαρτυρικό σταυροδρόμι και ο αφηγητής μας δίνει χωρίς περιτύλιγμα το στίγμα των ιστοριών τους και των στιγμών τους λίγο πριν το κενό.
Η πίεση που νιώθει ο ίδιος ο αφηγητής είναι πολλές φορές ανυπόφορη μα έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις αφού η χαρμολύπη διατηρεί μέσα την πικρία και την ευδαιμονία με την ίδια ακριβώς δυναμική. Ο Μπέρνχαρντ ξεδιπλώνει εδώ όλους τους συλλογισμούς του περί της ανθρώπινης φύσης και διεισδύει στα άδυτα των ηρώων του με σκοπό να ξετυλίξει το κουβάρι των σκέψεών που τους ταλαιπωρούν και έτσι να φέρει στην επιφάνεια τρωτά σημεία, πάθη και φόβους, στοιχεία δηλαδή που δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν μα οι άνθρωποι όχι. Να σημειωθεί τέλος πως η μετάφραση από τη Μαρία Γκεκοπούλου αποδίδει εξαιρετικά το πνεύμα του Μπέρνχαρντ στα ελληνικά.
“Όπου και αν κοιτάξουμε, απουσιάζει η πνευματική διαύγεια, απουσιάζει η πνευματική οξύτητα, λέει ο Όλερ…”
“Η τέχνη του να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα, λέει ο Όλερ, είναι η δυσκολότερη τέχνη