Η Σκακιστική Νουβέλα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Στοκχόλμη το 1943, ένα χρόνο αφότου ο Στέφαν Τσβάιχ αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του στη Βραζιλία, όπου είχε βρεθεί αυτοεξόριστος.
Για το κορυφαίο αυτό έπος όσα και να γραφτούν, δε θα είναι ποτέ αρκετά. Και αυτό οφείλεται στο ότι μέσα από μια πρόζα που παραπέμπει στην αισθητική του βιεννέζικου ιμπρεσιονισμού, και μέσα από το κοινωνιολογικό αποτύπωμα μιας ολόκληρης εποχής που σημάδεψε τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Τσβάιχ μετατράπηκε στο γνησιότερο αφηγητή του τέλους της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιώντας περιγραφές του ψυχολογικού προφίλ των ηρώων του, οι οποίες παραπέμπουν στα επιστημονικά ευρήματα του Φρόιντ, γίνεται σαφές πόσο πολύ ενδιαφέρεται σε βάθος για την ερμηνεία ψυχολογικών παραμέτρων.
Ο Στέφαν Τσβάιχ, με καταγωγή εβραϊκή, βρέθηκε ανάμεσα σε εκείνους τους διανοητές που αναγκάστηκαν να ρίξουν αυλαία στη ζωή που ζούσαν μέχρι τη στιγμή που ο Χίτλερ άρχισε να επικρατεί και να επιβάλλει τον εγκληματικό του όλεθρο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Άκρως διαφωτιστική υπήρξε η αλληλογραφία που αντάλλασσε με τον έτερο κορυφαίο διανοητή της πρώην Αυστροουγγρικής μοναρχίας και έμπιστο φίλο του, Γιόζεφ Ροτ. Μέσα από την ανάγνωση των επιστολών τους, μπορεί οποιοσδήποτε να εντρυφήσει στο ανήσυχο πνεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
“Στεκόμουν στη γέφυρα του περιπάτου, κάπως παράμερα απ’ολη αυτή τη φασαρία, και συζητούσα μ’ενα φίλο μου, όταν σχεδόν δίπλα μας άστραψαν δυό-τρείς φορές τα φλας των φωτογραφικών μηχανών -φαίνεται πως οι δημοσιογράφοι είχαν ανακαλύψει κάποια διασημότητα ανάμεσα στους συνεπιβάτες μου. Ο φίλος μου γύρισε να δει και χαμογέλασε: “Θα’ χετε μαζί σαν ένα σπάνιο πουλί, τον Τσέντοβιτς”.
Σε ένα πλοίο διαδραματίζεται όλη η πλοκή της Σκακιστικής Νουβέλας. Στο πλοίο με δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και το Μπουένος Άιρες, συνωστίζονται αναρίθμητοι Ευρωπαίοι, που όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους πολύ μακριά από το φάντασμα του ναζισμού και τις ολέθριες συνέπειές του. Επρόκειτο για μια εποχή που σημάδεψε τα γεγονότα της Ευρώπης με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, για όλες τις κατοπινές δεκαετίες. Άθελά μου, ήρθε στο μυαλό μου ο Πάμπλο Νερούδα που ως εργαζόμενος εκείνη την περίοδο στις γαλλικές προξενικές αρχές, βοήθησε Ισπανούς πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου στη χώρα τους, να μεταναστεύσουν στη Χιλή, βοηθώντας τους να επιβιβαστούν στο θρυλικό πλοίο ‘Winnipeg’. Πλοία γεμάτα κόσμο σε φυγή, διασχίζουν τους ωκεανούς, σε μια προσπάθεια να συνεχιστεί η ζωή κάπου αλλού, έξω και πέρα από την Ευρώπη των αρχών της δεκαετίας του 1940.
Τι συμβαίνει όμως πάνω στο πλοίο της Σκακιστικής Νουβέλας του Τσβάιχ; Πρόκειται για την αφήγηση της συνάντησης του δρ. Μπ, με τον αμφιλεγόμενο παγκόσμιο πρωταθλητή σκακιού, τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Ο Αυστριακός δρ. Μπ, είναι επίσης ένας κορυφαίος σκακιστής, που ωστόσο η δεξιοτεχνία του αναπτύχθηκε μέσω ενός εξαιρετικά παράδοξου τρόπου, που σχετιζόταν με τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί από τους ναζί και τον εγκλεισμό του σε ένα εντελώς άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου. Η τυχαία ανακάλυψη, από πλευράς του, ενός εγχειριδίου για το σκάκι, τον οδήγησε να βουλιάξει κυριολεκτικά μέσα στο περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, σαν μια απέλπιδα προσπάθεια απόδρασης από τον πνευματικό του εγκλεισμό που σταδιακά τον ωθούσε στην τρέλα. Η προσωπικότητα του δρ. Μπ, περιγράφεται με έμφαση στην ευαισθησία του χαρακτήρα του και τη λεπτότητα της συμπεριφοράς του.
Από την άλλη πλευρά, ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ο παγκόσμιος πρωταθλητής, με καταγωγή από κάποια επαρχιακή κωμόπολη της Γιουγκοσλαβίας, περιγράφεται σαν μια εντελώς μονοδιάστατη προσωπικότητα, με παντελή αδεξιότητα στις κοινωνικές συναναστροφές, με εμφανή έλλειψη γνώσεων και πρωτοφανείς χοντροκομμένους τρόπους.
Οι αναγνώστες που έχουν μελετήσει το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής της πτώσης της Αυστροουγγρικής μοναρχίας, είναι αδύνατο να μην προβούν σε πολυποίκιλες συνδέσεις της μυθιστορηματικής πλοκής της Σκακιστικής Νουβέλας, με το ψυχολογικό υπόβαθρο και την οπτική κορυφαίων διανοητών της εποχής, με εβραϊκή καταγωγή. Κάποτε, ο Τζ. Μ. Κούτσι, σε άρθρο του, ανέφερε ότι ο διαμελισμός της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, θορύβησε τους περισσότερους Εβραίους της αυστρο-γερμανικής κουλτούρας. Κάτι τέτοιο ήταν προβλέψιμο να συμβεί, δεδομένου ότι ο κατακερματισμός του χάρτη της άλλοτε Αυστροουγγρικής μοναρχίας, με στόχο τη δημιουργία νέων εθνών-κρατών, έπληξε πρωταρχικά τις εβραϊκές μειονότητες. Παλιότερα μέσα στο πλαίσιο της αχανούς αυτοκρατορίας της οποίας υπήρξαν μονάδες, δε χρειαζόταν να αποδείξουν την ταυτότητά τους. Τώρα ως μέλη πολύ πιο οριοθετημένων τμημάτων, ως πολίτες εθνών-κρατών, θα έπρεπε να αποδείξουν την εθνική τους ταυτότητα, μέσα στο πλαίσιο μιας διεθνούς συγκυρίας διόλου ευνοϊκής για Εβραίους, και μάλιστα τη χρονική στιγμή που δεν υπήρχε καμία περιοχή με την οποία να συνδέονται ιστορικά.
Ο Στέφαν Τσβάιχ στη Σκακιστική Νουβέλα του, μέσα από την πρόζα του, δημιουργεί έναν απίστευτα επιτυχή συμβολισμό μέσα από τους δύο κύριους χαρακτήρες του, το δρ. Μπ και τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια αντιπαράθεση, μια παρτίδα σκακιού ανάμεσα στον παλιό και το σύγχρονο κόσμο που εκκολάπτεται εκείνη την περίοδο. Στο πρόσωπο του δρ. Μπ, γινόμαστε μάρτυρες μιας εποχής γαλήνης και αστικής κομψότητας, τουλάχιστον όπως τη βίωσαν πολλοί διανοητές της εποχής της άνθισης της Αυστροουγγρικής μοναρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι περιγράφονται λεπτομερώς οι λεπτοί κοινωνικοί τρόποι του βασανισμένου από τους ναζί δρ. Μπ.
Τυχαίο δεν είναι επίσης ότι ο δρ. Μπ, που αντιπροσωπεύει την παλιά καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, κατάγεται από κάποια παλιά οικογένειας της Αυστρίας, γεγονός που ο αφηγητής της Σκακιστικής Νουβέλας, δεν παραλείπει να τονίσει, αναφέροντας την κοινή καταγωγή του με το δρ. Μπ. Αντίθετα, ο Μίρκο Τσέντοβιτς, προέρχεται από κάποια επαρχία της Γιουγκοσλαβίας, που σηματοδοτεί τη σύγχρονη εκδοχή του κόσμου που γεννήθηκε πάνω στις στάχτες της κατακρήμνισης της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, εκεί όπου άλλοτε οι εθνικές μειονότητες δε χρειαζόταν να αποδεικνύουν την εθνική τους ταυτότητα.
Είναι συγκλονιστικό, ότι ο επιστήθιος Εβραίος φίλος του Τσβάιχ με καταγωγή από τη Γαλικία της πρώην Αυστροουγγαρίας, ο Γιόζεφ Ροτ, στο κορυφαίο έργο του “Το εμβατήριο Ραντέτσκυ” που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Άγρα, επέλεξε να ολοκληρώσει το αριστουργηματικό έργο του, με την περιγραφή μίας εικόνας, όπου ο γιατρός Σκόβρονεκ, μη μπορώντας να πιστέψει ότι έχει χάσει τον έπαρχο και αγαπημένο φίλο του στον πόλεμο και συνεπώς δε θα ξαναπαίξουν σκάκι μαζί, επιλέγει να παίξει μια τελευταία παρτίδα μόνος του…
Με μια παρτίδα σκάκι τελειώνει και η Σκακιστική Νουβέλα του Τσβάιχ. Ο αφηγητής των προσωπικών διαδρομών του δρ. Μπ και του Μίρκο Τσέντοβιτς, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα της κορυφαίας νουβέλας του Τσβάιχ, ενέχει κατά κάποιο τρόπο θέση παρατηρητή, λαμβάνοντας το σπουδαίο ρόλο της εξιστόρησης του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου μιας εποχής που άλλαζε και έδινε τη σκυτάλη σε μία εντελώς διαφορετική συνθήκη. Ο αφηγητής, σαν άλλος Κιφέρ παρακολουθεί με τον ίδιο τρόπο που ο θρυλικός υπεύθυνος ασφαλείας, γινόταν μάρτυρας συγκλονιστικών γεγονότων στο ξενοδοχείο Lutetia του Pierre Assouline, τη δύση της αχανούς αυτοκρατορίας εντός της οποίας διαμορφώθηκαν οι ζωές των περιπλανώμενων του πλοίου και την ανατολή μίας άγριας εποχής βαρβαρότητας και μισαλλοδοξίας.
“Κρίμα, είπε μεγαλόψυχα. Η επίθεση ήταν πολύ καλά σχεδιασμένη. Οι ικανότητες του κυρίου αυτού ήταν ασυνήθιστες για έναν ερασιτέχνη”.
Σπούδασε πολιτική επιστήμη στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι μεταπτυχιακές της σπουδές έχουν ως αντικείμενο μελέτης την Πολιτιστική Διαχείριση στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Η διδακτορική της διατριβή, είχε ως αντικείμενο μελέτης την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν με αφορμή το επιχείρημα Huntington (clash of civilizations) και ιστορικό πλαίσιο έρευνας την περίοδο από τη διακυβέρνηση των Pahlevi μέχρι και την περίοδο Ahmadinejad. Το 2006, αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Το 2021 κυκλοφόρησε το πολιτικό της μυθιστόρημα «Ακροβάτες», από τις εκδόσεις Πνοή, ενώ το 2020 κυκλοφόρησε το παραμύθι της «Τα Μαγικά Παπούτσια».