Είδα το νεκρό σου πρόσωπο, είχες μία όψη αγγέλου που είχε ήδη βάλει τα φτερά του και χαμογελούσε στον κόσμο τον μακρινό, αυτόν που οι ζωντανοί δεν βλέπουν αλλά εσύ ήδη γευόσουν έτσι γαλήνιος και ταξιδεμένος που ήσουν στης αιωνιότητας το πέλαγος. Παυλάκη μου φτάνει που σε είδα στο όνειρό μου, που σε είδα ολόκληρο να βαδίζεις το μόνο της ζωής σου ταξίδιον. Έλαμπες, φώτιζες τους γύρω σου, μιλούσες τη γλώσσα της σιωπής και ζούσες τις τελευταίες σου στιγμές στη γη πριν πετάξεις για το απέραντο σύμπαν της ηρεμίας και του παραδείσου. Γιατί η θέση σου εκεί ήταν, ανάμεσα στους φύλακες, στους μαχητές του φωτός και της ειρήνης, των οποίων πια θα ήσουν μια για πάντα πρεσβευτής. Με μια κιθάρα ανέμελος και φλου σαν τον Μπάμπη που γνώρισες στο δρόμο να πειράζει τις κοπέλες, ονειροπόλος και ασυμβίβαστος άφησες πίσω σου ό,τι σε πονούσε και κίνησες για άλλες πολιτείες. Κανείς δεν σε κρίνει πως έβγαζες τα βράδια σου μέσα στο δικό σου σύμπαν γιατί κλεισμένος πίσω από πόρτες σφαλιστές βίωνες τη δική σου απογείωση και λύτρωση, εκεί που ήσουν ένα με τον Θεό, μακριά από όλους και από όλα. Βυθιζόσουν ολόκληρες νύχτες με την σύριγγα για συντροφιά γιατί αυτές τις νύχτες ήταν τόσο δύσκολο να τις ξεπεράσεις. Άυπνος και σημαδεμένος βαθιά στην ψυχή σου έβρισκες πίσω από τις πόρτες μια κάποια ανακούφιση, μια κάποια λύση όπως έκανε και ο Αλεξανδρινός Καβάφης. Ζούσες την κάθε μέρα σου σαν την τελευταία και οι σχέσεις σου κυρίως με το άλλο φύλο δεν έβγαλαν πουθενά γιατί ήσουν αγνός και αυθεντικός μα εκείνες αναζητούσαν άλλα επιφανειακά και ανούσια που εσύ δεν τα πρόσφερες γιατί πρόσφερες αυτό που είχες μέσα σου σε όλο το μεγαλείο, πράγματα ουσιώδη και απεριόριστη έγνοια και αγάπη. Μα πώς να σε καταλάβουν εσένα που δεν είχες μα καλοσύνη για τον κόσμο και αστείρευτη παιδικότητα; Δεν ήσουν κατάλληλος για τον κόσμο αυτό, δεν γινόταν να συνυπάρξεις και ας ήταν οι εποχές πολύ πιο αθώες από τις σημερινές, τις σαρωμένες και τις ψεύτικες, τουλάχιστον πρόλαβες να φύγεις πριν να είναι αργά και πληγωθείς ακόμα περισσότερο. Ξέρω τι σου λέω το σήμερα είναι μόνο για αναίσθητους και για ψυχικά νικημένους, εσύ ανίκητος και οδοιπόρος θα έβλεπες την παρακμή να σε κατακλύζει και να σου σκουριάζει το μέσα σου. Κακό δεν έκανες σε κανέναν, έψαχνες να βρεις μέσα από τα τραγούδια και την ηρωίνη όσα δεν έβρισκες στο μάταιο τούτο κόσμο. Τα κατάφερες μπαγάσα και μας ταξίδεψες στα σύννεφα, όσοι σε λάτρεψαν, εραστές του τύπου σου και της διαφορετικότητάς σου, της αλήθειας σου και της ντομπροσύνης σου. Γιατί ήσουν άπιαστος, μοναχικός, τρελαμένος, θαυμαστός μα και μπερδεμένος με της ζωής το ακατανόητο νήμα. Τραγουδούσες Ντύλαν στο δρόμο και οι περαστικοί σε κοιτούσαν, σύχναζες στα Εξάρχεια της νιότης σου, καμία σχέση με τα σημερινά δυστυχώς. Η γειτονιά των δικών σου χρόνων ήταν μια όαση συγκριτικά με το σήμερα, ήταν το στέκι και το καταφύγιο των πραγματικών καλλιτεχνών που ζούσαν το δικό τους όνειρο, της δική τους επανάσταση όχι μέσω της βίας αλλά μέσω του πάθους τους για την τέχνη τους και μέσω της ώριμης σκέψης τους. Ναι την αστυνομία την φοβόσουν γιατί δεν θα μπορούσε να σε καταλάβει αν τελικά σε έπιανε στα πράσα. Μα δεν ήσουν πρεζάκι με την ακριβή έννοια του όρου, ήσουν ένας συνειδητοποιημένος χρήστης που ακουμπούσε στις ουσίες και στα ναρκωτικά γιατί εκεί έβρισκες λίγη γαλήνη και ανάπαυση μακριά από τις σκέψεις σου, τους αέναους συλλογισμούς σου, τις ανησυχίες και τους φόβους σου. Και μέσα από αυτό το χαιλίκι, όπως έλεγαν τότε, και την έκσταση που ένιωθες κατάφερνες και έγραφες τα δικά σου κομμάτια και έγινες ένας πρίγκιπας του ροκ όπου τόσοι και τόσοι στηρίχτηκαν πάνω σου και σε ακολούθησαν. Υπήρξες Παύλο το πρότυπό τους, ο εμπνευστής τους, ο φάρος τους και το φως για την καταξίωση, εσένα πίστευαν οι δικοί σου άνθρωποι αλλά και οι πραγματικοί και αυθεντικοί ροκάδες που δεν είχαν δεύτερες σκέψεις και επιφυλάξεις για σένα γιατί σε γνώριζαν καλά και έκλειναν τα αυτιά τους σε φερέφωνα. Αγγελικά φτιαγμένος, φευγάτος, σχεδόν αναμάρτητος ήρθες και έφυγες νωρίς γιατί σε ζήτησε πάνω το “αφεντικό” να του παίξεις τον Μπάμπη τον φλου και εσύ άλλο που δεν ήθελες, δεν υπήρχε περίπτωση να του το αρνηθείς. Του μιλούσες, σου μιλούσε, δε δίστασες ούτε στιγμή να του κάνεις το χατίρι και πώς να έκανες αλλιώς όταν η θέση σου εκεί ανήκε; Εδώ κάτω τα χρόνια πέρασαν μα για σένα όλο αυτό το σκηνικό θα ήταν σίγουρα ανυπόφορο μέσα στην πολύ την ύλη που έχει φορτωθεί η ζωή γύρω σου και ήταν μόνο το ξεκίνημα. Η δική σου απλή, μακριά από τα πολλά πολλά που σιχαινόσουν, σύχναζες εκεί στους δρόμους με τους δικούς σου φίλους. Εκεί βρισκόταν ο κόσμος σου, ήθελες παθιασμένα να τραγουδάς για τον απλό κόσμο και να συνομιλείς μαζί τους μέσα από τραγούδια. Ποιος θα τολμούσε να σε κρίνει που ήσουν ο εαυτός σου; Εξάλλου, όλοι οι άλλοι είναι πιασμένοι όπως έλεγε ο φίλος σου ο Όσκαρ. Λουλούδια γύρω σου παντού σε συντρόφευαν στην τελευταία σου κατοικία όπως συνηθίζουν να λένε οι άνθρωποι, και όμως από τον κόσμο τούτο είμαστε περαστικοί και η μόνιμη μας κατοικία δεν είναι εδώ, αλλά σε άλλη στρατόσφαιρα, ψηλά πάνω από την γέφυρα των στεναγμών και των δακρύων που σβήνουν από την ελπίδα και τις ακτίνες του ήλιου. Δεν σάλευες στην αίθουσα στο δικό μου όνειρο αλλά είχες μέσα σου τη φλόγα που διαθέτει ο πολεμιστής που μόλις άφησε την μάχη και ετοιμάζεται για την απόλαυση της μειλίχιας διαδρομής του. Γνώριζαν άραγε οι γύρω σου, οι κοινοί πια θνητοί την αγάπη του νεκρού, δηλαδή τη δική σου για αυτούς, και την σημασία του θανάτου σου που δεν ήταν παρά μία νέα ζωή στο πέρα της λογικής και της φύσης; Λίγοι μάλλον το καταλάβαιναν, εσύ πάλι κοιμόσουν τον αιώνιο ύπνο μόνος και αγκαλιά με τις σκέψεις σου και τις μουσικές, με τις μουσικές που πλέον θα έγραφες μακριά από όλους εμάς που τόσα χρόνια σε ζήσαμε και σε θαυμάσαμε. Ήταν πλέον καιρός να σε απολαύσει και εκείνος που σε έφερε στη ζωή και τώρα σου χάριζε μία δεύτερη, ακόμα πιο μεγαλοπρεπή, πιο λαμπερή, πιο φωτεινή, μακριά από τον πόνο και τις στενοχώριες, μια ζωή που σου άξιζε. Περπατούσες πια στα μονοπάτια της ανάμνησης των γήινων βημάτων σου ενώ οι άνθρωποι που σε συντρόφευσαν τόσα χρόνια έκλαιγαν δίπλα σου μην έχοντας συνειδητοποιήσει το πόσο ευτυχισμένος και πόσο γενναίος ήσουν, πόσο χαρούμενος εκεί πάνω που πήγαινες. Αχ ρε συ Παύλο, θα μας λείψεις το ξέρεις μα τόσα χρόνια δεν έχουμε συνηθίσει την απουσία σου, είσαι εδώ πάντα για αυτό και συνέχεια σε αποχαιρετάμε σαν να έφυγες χτες. Και αυτό το όνειρο πως έφυγες χτες δεν είναι τυχαίο γιατί η εικόνα σου δεν αλλοιώνεται, δεν ξεθωριάζει, γιατί πολύ απλά είσαι ένα φύλακας άγγελος που πάντα μας προσέχει. Άφησες πίσω σου μεγάλο και σημαντικό έργο και όμως όλα αυτά δεν συγκρίνονται με τον ουράνιο οίκο του οποίου πλέον θα αποτελούσες μέλος, αυτού στον οποίο ίσως να μην πίστευες μα κάπου θα υπήρχε. Εσύ, ο υπέροχος δημιουργός που πια ταξίδευες για την χώρα του ουρανού θα συναντούσες τον υπέρτατο Δημιουργό, θα έβλεπες το θαύμα της αιώνιας ύπαρξης ενώπιόν σου και είχες ετοιμαστεί για αυτό καιρό τώρα. Είχες πολλά να ρωτήσεις για την πορεία σου στον κόσμο που άφηνες, επιθυμούσες να μάθεις για τη θέση σου στην νέα ζωή που ξεκινούσες έχοντας πια απεκδυθεί τον ρόλο του ευάλωτου ανθρώπου και έχοντας περάσει σε αυτόν του πρίγκιπα των νεφών, ενός πρίγκιπα των ερώτων και των αγωνιών. Είχες δε πολλά να του επικοινωνήσεις, πόσο περίμενες αυτή την ώρα, τι στιγμή να συναντάς Εκείνον να κάθεται στον λιτό του θρόνο, τι υπέροχο πια που βρισκόσουν στο σκαλί της ουράνιας μαγείας, καθισμένος σε λίγο στα σύννεφα της βασιλείας του Θεού, όποιος και αν είναι αυτός. Ανυπομονούσες λοιπόν να έρθει πια το συναπάντημα αυτό, να τον αντικρίσεις, να υποκλιθείς στο μεγαλείο της θεϊκής του διάστασης αλλά και να ζήσεις την απλότητα που θα ήταν για πάντα εκεί. Πολεμούσες χρόνια και χρόνια να βρεις τη θέση σου στον κόσμο, μα για σένα θέση δεν υπήρχε, και υπήρξες αυστηρός με τον κόσμο. Ο κόσμος γύρω σου κατά γενική ομολογία ήταν βάρβαρος, εχθρικός και καθόλου φιλικός μαζί σου και εσύ διατηρούσες αποστάσεις. Προσπαθούσες μάταια να επιβιώσεις σε κάτι που έμοιαζε ανυπόφορο, τι να πει κανείς για τις σχέσεις σου με τις γυναίκες, όλα ρευστά, όλα γκρεμισμένα, έμενες μόνος και πάλι μόνος, γιατί καμία δεν σε καταλάβαινε. Από την ψυχή σου στο τέλος δεν έμειναν παρά ερείπια να σου θυμίζουν τις καλές μέρες, ήσουν μέσα σου ένα καμένο δάσος, μια πορσελάνη κομματιασμένη και τα ναρκωτικά ήταν η μόνη και αποκλειστική σου σανίδα σωτηρίας. Αναζητούσες πάντα κάτι να σε κρατήσει λίγο ακόμα στη ζωή πριν κοιμηθείς μια για πάντα τον αιώνιο ύπνο της υπερβολικής δόσης. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο στο τέλος, σμπαράλια όλα και θρύψαλα έβρισκες μέσα σου. Τι φρικτό σκεφτόσουν να έχουν όλα γίνει στάχτη και να μην επιζεί κάποιο όνειρο για να χτίσεις επάνω του. Ποτέ δεν ζήτησες πολλά, διάβαζες σαν τρελός και είχες τέτοιες γνώσεις που κανείς θα σε ζήλευε, μα για σένα κενό γράμμα και αυτό, τι νόημα είχε αναρωτιόσουν. Τι να την κάνεις τη γνώση αν δεν μπορείς να ζήσεις όπως ζητάς; Δεν είχε άλλο νόημα να μείνεις, δεν κατηγόρησες κανέναν και έφυγες ελεύθερος από ενοχές ενώ πάσχισες να βρεις διεξόδους. Δεν ήσουν δειλός και μην τα ακούς αυτά, πήρες την ψυχή σου για να την σώσεις και να περπατήσεις σε άλλα μονοπάτια και σε άλλα νερά πιο ήρεμα, μακριά από την καιόμενη βάτο, μακριά από καταστάσεις που σε πληγώνουν με τις ουσίες να σου απαλύνουν τον καθημερινό πόνο που ένιωθες σαν κυλούσαν μέσα στις φλέβες σου. Ονειρευόσουν Παύλο να γευτείς την ηδονή, να ξεχαστείς, να θολώσει το μυαλό σου για να μην σε βασανίζουν οι ερινύες. Είχες ήδη φύγει αλλά ουσιαστικά έψαχνες την κατάλληλη στιγμή να φύγεις κανονικά και επίσημα μια για πάντα και διάλεξες έναν βουβό αποχαιρετισμό γιατί πάντα υπήρξες σιωπηλός εκτός από τον ήχο της μουσικής σου όπου εκεί τα έδινες όλα σαν να μην υπήρχε αύριο. Είχες το παιδί μέσα σου και τραγούδησες πως αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα, ήσουν το παιδί αυτό και το προστάτεψες. Δεν μπορούσες να είσαι άλλο παρών με αυτούς τους όρους, δεν άντεχες να βλέπεις την αδικία, την αγριότητα, την βαρβαρότητα, εσένα που σου άρεσε να αγαπάς και να βλέπεις με τα μάτια σου την ομορφιά, την ανιδιοτελή φιλία, τις βραδινές εξόδους παρέα με φίλους για να λιώσετε από το ποτό μέχρι το πρωί και να σας αναζητούν οι δικοί σας. Ναι αυτός ήσουν, ένας γνήσιος ροκάς, ένας αληθινός και πιστός στρατιώτης της ζωής που λαχταρούσες για σένα, κανείς δεν πρέπει να κλάψει για σένα μα μόνο να σε νοσταλγεί και να σε θυμάται ως έναν άνθρωπο που πάλευε ενάντια στην ασχήμια και το ψέμα μιας κοινωνίας πνιγμένης στο δήθεν και στο αλλά, μιας κοινωνίας όχι αποδεκτής από σένα. Για αυτό κανείς δεν θα λυπηθεί για σένα γιατί επέλεξες να αποδράσεις με αυτόν τον τρόπο και ήταν αναφαίρετο δικαίωμά σου, απλά μας πονά η απουσία σου γιατί σε χρειαζόμαστε όσο ποτέ. Να είσαι καλά εκεί πάνω και να ρίχνεις και ένα ροκ βλέφαρο και εδώ κάτω πού και πού, μην μας ξεχνάς ρε Παύλο.
——————————————————————————-
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος (1948-1990) υπήρξε πρωτεργάτης της ροκ σκηνής στην Ελλάδα και ήταν εκείνος που ουσιαστικά μύησε το κοινό σε αυτό το είδος της μουσικής. Υπήρξε μέλος πολλών συγκροτημάτων και σχημάτων, αρχικά του Δάμων και Φιντίας, ύστερα τα Μπουρμπούλια, Σπυριδούλα, οι Απροσάρμοστοι. Επίσης, συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο σε αρκετά τραγούδια αλλά και σε συναυλίες και η ερμηνεία του στον Ηλεκτρικό Θησέα είναι πραγματικά μοναδική και αξιομνημόνευτη. Ήταν στιχουργός, συνθέτης, ηθοποιός και τραγουδιστής, μια προσωπικότητα που άφησε εποχή με τα τραγούδια του αλλά και στην ταινία με τίτλο “Ο Ασυμβίβαστος” όπου ο ίδιος πρωταγωνίστησε καθώς η ταινία αφηγούνταν τη ζωή του και στην οποία ερμηνεύει καθοριστικά τραγούδια όπως το “Να μ’αγαπάς”. Την εποχή που έπαιζε ο Σιδηρόπουλος η ροκ σκηνή στην Ελλάδα ήταν σε πρώιμη φάση και η δική του συμβολή στην ανάπτυξή της υπήρξε καθοριστική. Πέθανε νωρίς από υπερβολική δόση ηρωίνης στην οποία κατέφευγε για να φωτίσει τα εσωτερικά του σκοτάδια.