Με συγγραφείς όπως ο Κάρλος Φουέντες και ο Χουάν Ρούλφο μεταξύ άλλων, η μεξικανική λογοτεχνία βρίσκεται στις επάλξεις και έχει χαράξει μια πολύ σημαντική πορεία που συνεχίζεται αδιάλειπτα. Με τη χώρα να μαστίζεται από εγκληματικότητα, να έχει να αντιμετωπίσει πλήθος ανεξιχνίαστων δολοφονιών και με ένα σοβαρότατο πρόβλημα που σχετίζεται με το εμπόριο ναρκωτικών, η πραγματικότητα είναι επιβαρυμένη. Η κοινωνία με την λογοτεχνία διάγουν βίους παράλληλους, καθώς η πρώτη επηρεάζει τη δεύτερη, κάθε κοινωνικό ζήτημα γίνεται πεδίο επεξεργασίας από τους συγγραφείς, οι οποίοι αφουγκράζονται τα όσα εκτυλίσσονται γύρω τους και τα καταθέτουν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο μέσα από τις ιστορίες που πλάθουν.
Αναζητώντας τα ίχνη ενός δολοφόνου που παραμένει ο νούμερο ένα καταζητούμενος
Στη λογική αυτή, ο Έλμερ Μεντόσα γράφει ένα μυθιστόρημα με νουάρ αποχρώσεις, ένα μυθιστόρημα αποκαλυπτικό ως προς την σύγκρουση μεταξύ αστυνομίας και εγκληματιών. Ο Χεράρδο Μανρίκε δολοφονήθηκε ανερυθρίαστα από αδίστακτους εκτελεστές γιατί θέλησε να πάει ενάντια στο ρεύμα και να μην ενδώσει στις απειλές τοποθετώντας τον μεγαλέμπορο ναρκωτικών Σαλσίδο στην φυλακή, όπως άλλωστε του άξιζε. Τιμώμενος τώρα από το σύνολο των αστυνομικών, μεταξύ των οποίων και ο πρωταγωνιστής Ζερβοχέρης Μεντιέτα, για αυτή την γενναιότητά του και το θάρρος του που πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, ο Μανρίκε επανέρχεται στο προσκήνιο της αφήγησης. Ο επικίνδυνος κακοποιός Σαλσίδο βγαίνει από την φυλακή έχοντας εκτίσει την ποινή του και η έξοδός του αυτή αποτελεί νέο συναγερμό στις τάξεις της αστυνομίας.
Μέσα από όλες αυτές τις εξελίξεις, το τοπίο είναι θολό και ο Ζερβοχέρης Μεντιέτα καλείται να αναλάβει και να οδηγήσει τις έρευνες με μεθοδικότητα και ζήλο ώστε να επιτευχθεί η διαλεύκανση της δύσκολης αυτής υπόθεσης. Είναι αδιαμφισβήτητα ένα στοίχημα για δύσκολους λύτες πλέον καθώς ο Σαλσίδο είναι ένας πολύ σκληρός και αδυσώπητος αντίπαλος, ένας δολοφόνος που θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο δυνατό για να πετύχει την ελευθερία κινήσεων. Στη δίνη αυτών των γεγονότων, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την ζοφερότητα και το σκοτάδι μέσα στο οποίο δρουν οι διάφορες εγκληματικές ομάδες. Οι αστυνομικοί βρίσκονται πάντα ένα βήμα πίσω και τρέχουν να καλύψουν τα κενά και να ανακαλύψουν πώς μπορούν να επαναπροσαρμόσουν την στρατηγική που θα τους οδηγήσει στην επανασύλληψη του Σαλσίδο.
Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός και μαθαίνει μέσα από την δεξιοτεχνική αφήγηση του Μεντόσα για τα όσα θλιβερά και αξιόποινα συμβαίνουν στον υπόκοσμο, εκεί όπου βράζει το αίμα της ανηθικότητας και όπου ο όρος δικαιοσύνη απουσιάζει. ”Χωρίς αμφιβολία, η φυλακή δεν φέρνει αποτέλεσμα σε ανθρώπους που έχουν την ατιμία στο αίμα τους, σαν τον συγκεκριμένο τύπο που είχε διακινήσει εκατοντάδες τόνους κοκαΐνης κι είχε δολοφονήσει περισσότερα από διακόσια άτομα, και ο οποίος τον είχε καταδικάσει τώρα σε θάνατο” θα γράψει χαρακτηριστικά ο Μεντόσα ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας. Ο σάπιος κόσμος είναι εδώ και πάλι παρών μέσα από την αφήγηση του Μεντόσα που με κινηματογραφικό τρόπο γνωρίζει πώς να προσελκύει τον αναγνώστη του και να τον καθιστά δικό του. Ο ευρηματικός δε τίτλος στον οποίο αξίζει να αναφερθούμε προέρχεται από ένα παλιό τραγούδι και ο Μεντόσα αποδεικνύει πως γνωρίζει πως να μας εκπλήσσει ευχάριστα, η ιστορία μάλιστα λέει πως μια κοπέλα κάποτε είχε μπει στο σπίτι του Πολ ΜακΚάρτνεϊ από το παράθυρο απλά για να διαπιστώσει πως ζει.
Παράλληλα, ο Ζερβοχέρης Μεντιέτα βρίσκεται και στην αναζήτηση μιας κοπέλας που μοιάζει με μια πασίγνωστη ηθοποιό και αυτό για λογαριασμό ενός γηραιού επιχειρηματία, ο οποίος στη δύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του λαχταρά να βρει τον έρωτα που έζησε για λίγο με την κοπέλα της οποίας ούτε καν γνωρίζει το όνομα. Τα χρήματα είναι πολύ ικανοποιητικά και αυτή η ιδιωτική υπόθεση, η κάπως εκκεντρική και περίεργη θα αποφέρει τα μέγιστα οικονομικά οφέλη στον Μεντιέτα. Μέσα από τέτοιες παράλληλες υποθέσεις ιδιωτικής φύσεως οι αστυνομικοί, που δεν εκμεταλλεύονται την θέση τους για να λαμβάνουν άλλες παράνομες αμοιβές και να κουκουλώνουν παρανομίες, παλεύουν για μια επιπρόσθετη αμοιβή, για την επιβίωση και την αναγνώρισή τους. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση σε συνδυασμό με την αναζήτηση του αιμοσταγούς Σαλσίδο θα παρασύρει τον Μεντιέτα σε έναν κυκεώνα συνεχόμενων ερευνών.
Η εναλλαγή των υποθέσεων από τον Μεντόσα καθηλώνει και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, ο οποίος έχει ήδη εισέλθει στον λαβύρινθο και μάλιστα δεν επιθυμεί να εξέλθει μέχρι να μάθει τι συμβαίνει και στις δύο όχθες των ερευνών. Ο Μεντόσα με την αφηγηματική του ευφυΐα όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη αλλά προκαλεί και συνταράσσει τις τεκτονικές πλάκες της αφήγησης κομίζοντας δράση και αινίγματα μέχρι την οριστική επίλυσή των. Ο Ζερβοχέρης Μεντιέτα είναι το απόλυτο “όπλο” στα χέρια του, είναι ένα ανθρώπινο εργαλείο με τις αδυναμίες του και τα ψυχολογικά του ξεσπάσματα αναδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς και τον ρόλο του επιθεωρητή που έχει ανάγκη να εκτονώσει την πίεση που του ασκείται ενώ από την άλλη να επινοήσει ένα σχέδιο ξεσκεπάσματος του Σαλσίδο. Ο Μεντόσα τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό και για αυτό το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί αφήνοντας μια γεύση γλυκόπικρη καθώς οι αναγνώστες είναι ως συνήθως αχόρταγοι στις άρτιες ιστορίες.
“Ο ανταγωνισμός είναι η τροφή που δυναμώνει τους πάντες και τους κάνει να καλυτερεύουν καθημερινά”
“Ο έρωτας καταργεί την ιδιωτικότητα: ερωτεύεσαι κι είναι σχεδόν σίγουρο ότι εξομολογείσαι αλήθειες, ψέματα, μέχρι τις πιο ασήμαντες δυστυχίες που σε βασανίζουν”