“Για να ζωγραφίσεις τη ζωή, πρέπει να καταλαβαίνεις όχι μόνο την ανατομία, αλλά και το πως νιώθουν και τι σκέφτονται οι άνθρωποι για τον κόσμο όπου ζουν. Ο ζωγράφος που κατέχει μόνο την τεχνική του και τίποτε άλλο, θα καταλήξει ένας πολύ επιφανειακός ζωγράφος” είχε πει κάποτε ένας μελετητής του Βαν Γκογκ. Φιλόσοφος της ζωής αλλά χτυπημένος από την τραγική του μοίρα, ο Ιπτάμενος Ολλανδός για να θυμηθούμε τον Βάγκνερ, κατάφερε στα λίγα χρόνια που έζησε να δημιουργήσει έναν μύθο αξεπέραστο γύρω από το όνομά του. Εν ζωή δεν επιβραβεύτηκε, δεν επιδοκιμάστηκε το έργο του, έφυγε με την πικρία της μη αναγνώρισης, έσβησε όμως με την πεποίθηση πως υπηρέτησε το πάθος του τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την ζωγραφική.
Ένας άγιος της τέχνης που πάλευε να βρει τον δρόμο του Θεού, του δικού του Θεού στη ζωή του
Βρισκόταν μπροστά από την εποχή του και αυτό από μόνο του ως δεδομένο είναι ισχυρό. Ευγενική ψυχή και ζωγράφος αυτοδίδακτος, μέσα στον κόκκινο πυρετό της ανάγκης του κλήθηκε να δώσει αγάπη και να την απεικονίσει μέσα από τους πίνακες που φιλοτέχνησε μέσα σε λίγα παραγωγικά χρόνια. Μόχθησε να μεταδώσει μέσω της τέχνης του αυτό το πάθος για τη ζωή που τον κράτησε ζωντανό στα δύσκολα χρόνια και σε αυτά ύμνησε τον απλό εργάτη, την πόρνη, τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, την φτωχική οικογένεια που του χάρισε ένα πιάτο φαγητό ή μία μεριά να κοιμηθεί όταν, πένης και άστεγος, δεν είχε που την κεφαλή κλίναι. Όλο του το έργο δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός και ένας καθρέφτης της δικής του πάλης με το εγώ του, ένας καθρέφτης της δικής του ταραγμένης και ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης όταν έμπαινε στο σκοτάδι της κριτικής των ανθρώπων και αγωνιζόταν για την φυγή από τα μικροπρεπή.
Η Βασιλική Ρούσκα, αυτό που επιτυγχάνει με αυτή την εξαιρετικά άρτια μελέτη είναι μέσα από τις επιστολές του Βαν Γκογκ με τον αδερφό του Τέο, ο οποίος υπήρξε ειρήσθω εν παρόδω ο βασικός οικονομικός και ηθικός υποστηρικτής του, αλλά και μέσα από άλλες πηγές, να σκιαγραφήσει μια διαφορετική οπτική γωνία του έργου του. Ξεδιπλώνει λοιπόν με πολύ εμπεριστατωμένο και λεπτομερή τρόπο την θρησκευτικότητα και την θέση του ιερού στην τέχνη του Βαν Γκογκ, μια θρησκευτικότητα που δεν έχει σχέση τόσο πολύ με τις ίδιες τις θρησκείες αλλά με μία δική του ματιά στον τρόπο που κατανοούσε το ιερό και το θείο και το απέδιδε μέσα από τις πράξεις του. Τα έργα του, έτσι όπως τα αναλύει η συγγραφέας, είναι σπορές ιερότητας, είναι έργα γεμάτα συμβολισμούς και εικονοποιούν ουσιαστικά τη δύναμη ψυχής που αντλούσε από την πίστη του, την προσωπική του πίστη, έτσι όπως μόνο εκείνος την αντιλαμβανόταν μακριά από στερεότυπα και επιταγές εκκλησιαστικές ή άλλες.
Κοκκινομάλλης στα χαρακτηριστικά του και ισχνός, κατείχε μία απαστράπτουσα αντιληπτική ικανότητα προσώπων και πραγμάτων. Είχε όμως και ένα ηφαιστειώδες βλέμμα που βλέπει κανείς και στις προσωπογραφίες του, μία ματιά που ατενίζει το άπειρο. Σαν ένας άλλος Χριστός, λοιδορήθηκε, απομονώθηκε, παραμερίστηκε και παραμελήθηκε γιατί κανείς δεν ήταν σε θέση να δεχτεί την προσφορά του στον κόσμο και να αφουγκραστεί την “τρέλα” του αυτή με την οποία ελαφρά τη καρδία διαγνώστηκε και κλείστηκε εύκολα σε ψυχιατρείο. Αυτή όμως η τρέλα ήταν διάνοια, διανοητική έξαρση και ένα χάρισμα αγγελικό που ξεπερνούσε τα δεδομένα της τότε και ίσως και της τώρα εποχής.
Δεν είναι τυχαία η παρουσία του στο Μπορινάζ από όπου και ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο – καθώς ο πατέρας του τον προόριζε για πάστορα – με τα κηρύγματά του στους απλούς και φτωχούς ανθρώπους, εκεί όπου και ο ίδιος περνούσε πολύ δύσκολα με πολύ λίγα μέσα στη διάθεσή του και είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως τα ίδια του τα ρούχα τα χάριζε στους μη έχοντες μένοντας ο ίδιος χωρίς. Εφάρμοζε το λόγο του Θεού στο έπακρο, ήταν ένας πραγματικός άγιος, ένας απόστολος του έργου του Θεού, ένας ιερολοχίτης μακριά από επιτηδευμένες και καιροσκοπικές δράσεις, ήταν παρών όταν οι απλοί άνθρωποι τον χρειάζονταν. Εκεί γνώρισε και τους “Πατατοφάγους”, μια οικογένεια που έγινε στα χέρια του ο νέος Μυστικός δείπνος, ένα έργο με λίγο φως αλλά με τόση λάμψη σαν εκείνη του Ρέμπραντ. Η Βασιλική Ρούσκα αναλύει και αυτόν τον πίνακα, αποδεικνύοντας πως η ζωγραφική του Βαν Γκογκ ήταν το κήρυγμά του σε εικόνες, ήταν η ψυχή του σε χρώματα, ήταν η προσφορά του στον κόσμο.
Η ζωή του είναι ένα συνεχές ταξίδι προς έναν κόσμο που σίγουρα δεν του ταίριαζε, αγνοήθηκε τόσο ως άνθρωπος όσο και ως καλλιτέχνης και γεύτηκε με ορμή και ένταση την πικρία της απόρριψης. Παρ’όλα αυτά, είναι εκπληκτικό το φως και η έκσταση του χρώματος που ξεπηδάνε μέσα από τα έργα του, ένα φως που είναι ικανό να φωταγωγήσει και να φωτίσει μία ολόκληρη έναστρη νύχτα ή ένα καφέ στην άκρη της πόλης. Ακριβώς δηλαδή αυτά που ζωγράφισε ο ίδιος περιπλανώμενος στο ύπαιθρο με το πινέλο ενός ακροβάτη των χρωμάτων. Με αυτά μεταλαμπάδευσε όλα τα συναισθήματά του πάνω στον καμβά και ανακούφισε εν μέρει το αίσθημα της περιθωριοποίησης του από τους καλλιτεχνικούς κύκλους που τον έβλεπαν ως έναν αλλόκοτο σαλτιμπάγκο, ως έναν αγύρτη των δρόμων.
Δόθηκε ο ίδιος ψυχή τε και σώματι με τον λαμπερό και καυτό ήλιο που έκρυβε μέσα του, με αυτή την λαχτάρα να ζήσει και όταν κατάλαβε ότι δεν ανήκε πια σε αυτόν τον μάταιο κόσμο, τότε αποφάσισε με συνοπτικές διαδικασίες την ανάληψή του στους ουρανούς, εκεί που ανήκε. Η παρούσα μελέτη είναι ένα ακόμα δείγμα της τεράστιας σημασίας του έργου του και η απόδειξη επίσης πως το ιερό στον Βαν Γκογκ είναι ένα σήμα κατατεθέν και μια προσπάθεια ερμηνείας που αξίζει να διαβαστεί γιατί μέσα από το βιβλίο ξαναζούμε το πάθος του για ζωή και για έργο, ένα πάθος ασίγαστο που δεν έφυγε ποτέ.
“Ο Van Gogh βρίσκει τον Θεό στα έργα μεγάλων ζωγράφων όπως και στα μεγάλα έργα λογοτεχνίας”
“Ο κληρικός πατέρας του Van Gogh ήταν ένα παράδειγμα προς αποφυγή για τον ίδιο”