Η περίοδος του μεσοπολέμου είναι εκείνη η περίοδος του πολέμου που ορίζεται από το τέλος του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου με την Συνθήκη των Βερσαλλιών έως και την κήρυξη από τους Ναζί της έναρξης του ακόμα πιο καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τότε υπολογίζεται πως πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους κατά τον Μεγάλο πόλεμο. Εκδιώξεις, μίση, πολιτικές εξοντώσεις, πείνα, φτώχεια και αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική επικράτησαν σε όλη τη Γηραιά ήπειρο και όχι μόνο, με εκατομμύρια θύματα. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η αστάθεια και η ευθραυστότητα της συμφωνίας των Βερσαλλιών με την ταπείνωση των ηττημένων Γερμανών συνέδραμαν δίχως άλλο στην ανέλιξη ακροδεξιών δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο τροφοδότησαν τον σπόρο της ανόδου του ναζιστικού μορφώματος που βύθισε τις περισσότερες χώρες στην απόλυτη ανελευθερία και εξαθλίωση.
Μια φρέσκια ματιά σε κρίσιμα γεγονότα που έβγαλαν τα θηρία από το κλουβί και σκόρπισαν τον όλεθρο
Ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο και οι ολέθριες εξελίξεις ήταν προ των πυλών. Σε αυτή τη συγκυρία, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα, ειδικότερα οι εβραϊκής καταγωγής, βίωσαν από πρώτο χέρι κάθε είδους διωγμούς και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξευτελισμό, εξορία και θάνατο. Αναμφισβήτητα είναι πολλά τα βιβλία που γράφτηκαν και γράφονται μέχρι σήμερα σχετικά με εκείνη την σκοτεινή περίοδο και αποκαλύπτονται συνεχώς διάφορες πτυχές και διάφορες άγνωστες ιστορίες για την τραγική εκείνη περίοδο του ναζισμού. Ο σύγχρονος συγγραφέας Έρικ Λάρσον έρχεται να πραγματευτεί εκ νέου συμβάντα εκείνης της εποχής μέσα από το δικό του πρίσμα και έχει καταφέρει να χτίσει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα αποτέλεσμα έρευνας. Το βιβλίο του διαθέτει μία ατμοσφαιρικότητα και μία παράθεση ιστορικών σημείων που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας ήδη από την πρώτη σελίδα.
Ο Έρικ Λάρσον έχει την ικανότητα να μας δίνει μια εικόνα του μεσοπολέμου και να μας μετατρέπει όχι μόνο σε αναγνώστες αλλά και σε συμπρωταγωνιστές μίας δύσκολης ιστορίας μιας εξ ίσου δύσκολης εποχής. Η ιστορία του εστιάζεται στον πρέσβη Ντοντ, ο οποίος, ως απεσταλμένος του προέδρου Ρούζβελτ στο Βερολίνο σε μία ταραγμένη περίοδο για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, καλείται να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά. Η επιλογή του πρέσβη εκείνη την εποχή δεν μοιάζει σε τίποτα με την σημερινή, όπου η αποστολή και η εγκατάσταση ενός πρέσβη σε μία χώρα μπορεί να έχει μόνο προσωπικές προτιμήσεις και να εκφράσει τα πολιτικά τερτίπια των εκάστοτε κυβερνήσεων που είναι αν μη τι άλλο ανθρώπινα και λογικά.
Ο Λάρσον μας περιγράφει τις κρίσιμες στιγμές επιλογής ενός ανθρώπου, ο οποίος καλείται να εκπροσωπήσει μία χώρα, την Αμερική, σε μία χώρα, την Γερμανία όπου η σκληρότητα, η βαναυσότητα και οι ακρότητες είναι καθημερινό φαινόμενο και τείνει να καταστεί μη αντιμετωπίσιμη. Η ιστορία περιέχει και έντονο ρομαντικό στοιχείο μιας και η κόρη του Πρέσβη, η Μάρθα εμπλέκεται σε έρωτες και κρυφά ραντεβού με διαφόρων ειδών άντρες του καθεστώτος ή μη, ανάμεσα στους οποίους και ένας Ρώσος ονόματι Μπόρις, τον οποίο ερωτεύεται σφόδρα. Έχει έντονη επικοινωνία με Γερμανούς υψηλά ιστάμενους και συναντά μάλιστα και τον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος μαγεύεται από την ομορφιά της. Η παρουσία αυτή της Μάρθας «ενοχλεί» τον πατέρα της, καθώς η έντονη συναισθηματική και ερωτική της δραστηριότητα ανατρέπει ενίοτε την ισορροπία που ο ίδιος προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει.
Είναι σαφές μέσα από την αφήγηση του Λάρσον πως η Μάρθα θυμίζει μία άλλη Μάτα Χάρι, ίσως και μία Ρίφενσταλ (σκηνοθέτης που έδρασε την περίοδο του Μεσοπολέμου, αγαπήθηκε από το καθεστώς αλλά μισήθηκε έντονα από τους υπόλοιπους), είναι μία γυναίκα πολύ δυναμική, η οποία θέλει σε κάθε περίπτωση να δηλώνει παρούσα στις εξελίξεις μακριά όμως από τα πολιτικά δρώμενα και χωρίς να αναμειγνύεται σε αυτά. Απλά και ενδόμυχα ίσως προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον όσων περισσότερων αντρών γίνεται και να κερδίσει και μία θέση στην πολύ διαταραγμένη βερολινέζικη κοινωνία.
Οι μελετητές της ιστορίας όπως ο Λάρσον, οι οποίοι δεν επιθυμούν να συγγράψουν ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο, το οποίο δεν θα έχει απήχηση στο ευρύ κοινό, καταφεύγουν στην εξιστόρηση μιας άγνωστης πλευράς της ιστορίας διανθίζοντάς την με ερωτισμό και έτσι κατορθώνουν να μας διδάξουν ιστορία μέσα από ένα άλλο πρίσμα, λιγότερο κουραστικό αλλά ελκυστικό για τον μέσο αναγνώστη. Αυτό το επιτυγχάνει ο Λάρσον για αυτό και το βιβλίο αυτό αξίζει να οριστεί ως λογοτεχνικά άρτιο και ιστορικά εμπεριστατωμένο καθώς η ματιά από την οποία βλέπει τα πράγματα έχει το συναίσθημα που αρκεί για να ζήσουμε την εποχή εκείνη.
Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία καταγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε τα μέχρι στιγμής δεδομένα που έχουμε στο μυαλό μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως το Τρίτο Ράιχ παίρνει και πάλι μορφή μέσα από το βιβλίο του Λάρσον και επιβεβαιώνεται το αδυσώπητο και το σκοτεινό πρόσωπο του ναζιστικού καθεστώτος που μόνο δυστυχία έφερε σε μία ήδη δύσκολη ιστορική συγκυρία μιας και οι μνήμες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ακόμα νωπές.
”Κάθισα, ακόμα μπερδεμένη και απελπισμένη θυμάται η Μάρθα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο στρατηγός Σλάιχερ είχε εκτελεστεί. Τον θυμόταν ως ευγενικό, έξυπνο και ελκυστικό”
“Η Γαλλία είχε καταλάβει την Κοιλάδα του Ρούρ από το 1923 μέχρι το 1925, δημιουργώντας μεγάλη οικονομική και πολιτική αναταραχή στη Γερμανία. Ο Ντοντ ρώτησε αν στην περίπτωση μιας νέας τέτοιας εισβολής η Γερμανία θα απαντούσε στέλνοντας τον στρατό ή θα καλούσε τη διεθνή κοινότητα να δώσει λύση”