Σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο, όπως είναι αυτός του μεσοπολέμου, κινείται η ιστορία που μας αφηγείται ο πολυμήχανος Σβαρτς, ένας συγγραφέας όχι και τόσο γνωστός στο ελληνικό κοινό. Και όμως είναι ένας συγγραφέας, που όπως προκύπτει μέσα από την ιστορία του και τις αναφορές του, είναι διαβασμένος και εμπνευσμένος από τους σπουδαίους συγγραφείς του παρελθόντος τους οποίους άλλωστε και τιμά. Η περίοδος του μεσοπολέμου γέννησε μεγάλες λογοτεχνικές σχολές, μία εκ των οποίων είναι και η αμερικανική, μια σχολή που απαρτίζεται από ονόματα όπως ο Τόμας Γουλφ, ο Τζον Ντος Πάσσος, ο Σέργουντ Άντερσον και βέβαια το βαρύ πυροβολικό που περιλαμβάνει τον Χέμινγουεϊ, τον Όργουελ, τον Φιτζέραλντ, τον Σάλιντζερ και τόσους άλλους.
Μια ιδιάζουσα περίπτωση ενός λησμονημένου αφηγητή που μας συστήνεται με το αφηγηματικό του άστρο
Αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά χάρη στις εκδόσεις Μάγμα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, θυμίζει κάπως την περίπτωση του Τζέιμς Μπόλντουιν που και αυτός έφυγε νωρίς για το υπέρτατο ταξίδι και μας άφησε πλούσια κληρονομιά τα έργα του. Εβραίος στην καταγωγή ο Σβαρτς πέρασε σε αντιστοιχία με τον έγχρωμο Μπόλντουιν τις δυσκολίες προσαρμογής σε μια πόλη όπου οι φυλετικές διακρίσεις έδιναν και έπαιρναν. Γιος μεταναστών, προσπάθησε να εδραιωθεί σε μια όχι και τόσο φιλόξενη πόλη κυνηγώντας όπως και τόσοι άλλοι το αμερικανικό όνειρο, ένα όνειρο που όπως είναι γνωστό έλαβε πρόωρα τέλος με το Αμερικανικό κραχ του 1929, ένα κραχ που γονάτισε την αμερικανική οικονομία και κοινωνία εις τα εξ ων συνετέθη.
Αναμφίβολα, πριν όλα αυτά συμβούν στην Αμερική επικρατούσε αυτή η ευδαιμονία και η ευζωία που είχαν σημαδευτεί από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την πεποίθηση που πλέον με τις πληγές του πολέμου να έχουν κλείσει ανοίγει μια νέα σελίδα πολύ πιο φωτεινή και αισιόδοξη. Ουδείς γνωρίζει τι ξημερώνει μετά από αυτή την αποφράδα ημέρα του 1929 όπου όλα άλλαξαν, όπου τίποτα πια δεν παραμένει ίδιο. Άνθρωποι βρίσκονται στο δρόμο, άνθρωποι στα πρόθυρα χρεωκοπίας, άνθρωποι απλοί να έχουν χάσει την γη κάτω από τα πόδια τους, άνθρωποι στο απόλυτο έλεος, άνθρωποι χαμένοι στις προσδοκίες τους και τα όνειρά τους που ποτέ δεν εκπληρώθηκαν.
Μέσα σε αυτό το πολυδαίδαλο και πολυδιάστατο πλαίσιο θλίψης και απόγνωσης και την υφέρπουσα αβεβαιότητα που επικρατεί, οι ήρωες του Σβαρτς είναι παρόντες και συλλογίζονται μια παράξενη και ουδόλως ευχάριστη κατάσταση. Οι πρωταγωνιστές του είναι όλοι γνωστοί μεταξύ τους και τους παρατηρούμε να ανταλλάσουν απόψεις, να βρίσκονται σε μια αμηχανία και να προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους. Είναι σαν εκείνον τον Γκάτσμπυ που μέσα από μια πλασματική ευτυχία βρίσκεται πια στο απόλυτο μηδέν και αναζητεί τις λύσεις στα πολλά προβλήματα που του εμφανίζονται από το πουθενά οδηγώντας τον στα πρόθυρα της τρέλας. Οι ήρωες του Σβαρτς μοιάζει να μην έχουν συναντήσει ακόμα την απόλυτη εξαθλίωση της δικής τους κατάστασης αλλά οδεύουν με μαθηματική ακρίβεια προς αυτήν και κάποιοι από αυτούς κινούνται πιο γρήγορα από κάποιους άλλους.
Ο Σβαρτς ως παρατηρητής και καταγραφέας των γεγονότων σε μια κοινωνία που πλέον πνέει τα λοίσθια βρίσκεται την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο για να καταγράψει τα όσα συμβαίνουν γύρω του καθώς τα πρόσωπα που χρησιμοποιεί για την ιστορία αυτής της νουβέλας είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας, είναι πρόσωπα καθημερινά που θα συναντούσε ενδεχομένως κάποιος σε κάποιο καφέ της εποχής να συζητούν για τα τεκταινόμενα και το μέλλον της αβεβαιότητας που ξεδιπλώνεται. Θυμίζουν τα στιγμιότυπα της αφήγησής του πίνακες του Χόπερ, ξεχασμένους από τον χρόνο ή λίγο πριν βυθιστούν σε αυτόν. Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των όσων συμβαίνουν, ο συγγραφέας Σβαρτς βγαίνει για λίγο εκτός κάδρου και αφηγείται διαλόγους έξυπνους και καυστικούς, από τους οποίους απορρέει ως συμπέρασμα πως οι πρωταγωνιστές του θέλουν για λίγο να ξεχαστούν σε άλλα ζητήματα και σε αναγνώσεις των κλασσικών, σε πορίσματα από τις ζωές τους, σε βαθυστόχαστες αναλύσεις κοινωνικής φύσεως.
Χαρακτηριστικό των όσων τίθενται για αναθεώρηση είναι ο τρόπος θέασης του κόσμου, η σχέση με το χρήμα, η σχέση με τον πλούτο και αυτό γίνεται έκδηλο στο ίδιο το κείμενο: “Το λάθος δεν είναι αυτή η επιθυμία για διάφορα πράγματα, είπε ο Τζέικομπ, μα ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο ανταγωνισμός καθίσταται το κύριο κίνητρο στη ζωή και ενθαρρύνεται παντού. Σκέψου πώς επικροτείται ο ανταγωνισμός στα παιχνίδια, στα σχολεία, στα επαγγέλματα, σε κάθε είδους δραστηριότητα. Συνεπώς, οι ιδέες της επιτυχίας και της αποτυχίας είναι οι δύο πιο σημαντικές ιδέες στην Αμερική”. Σε κάθε περίπτωση, το τέλος του βιβλίου είναι και σημαίνον καθώς εκεί συμπυκνώνεται όλο το δράμα της ύπαρξης, εκεί όπου το φως γίνεται σκοτάδι, εκεί που η ζωή μυρίζει τώρα πια θάνατο και απελπισία.
Διαβάζοντας αυτά τα τόσο αληθινά λόγια ο σημερινός άνθρωπος κατανοεί πόσο επίκαιρο και πόσο σημερινό είναι το έργο αυτό του Σβαρτς σε μια εποχή που το χρήμα και το φαίνεσθαι υπερισχύει του είναι και του στοχάζεσθαι, σε μια εποχή όπου το πνεύμα καταρρέει και κατρακυλά υπέρ του υλικού και της κατανάλωσης δίχως αύριο. Σε μια εποχή σχεδόν εκατό χρόνια μετά όπου όλα βρίσκονται μετέωρα, έρχεται ο Σβαρτς με αυτό το τόσο περιεκτικό κείμενο, χάρη στη μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού, να μας ταρακουνήσει. Χάρη στον πρόλογο από τον ίδιο τον εκδότη Δημήτρη Μαρκόπουλο ο αναγνώστης μαθαίνει για το ποιόν του συγγραφέα, κατανοεί τις βιβλικές αναφορές και αντλεί σημαντικές πληροφορίες για το γεγονός πως τα βιβλία για τον Σβαρτς είναι ό,τι για τον άρρωστο τα φάρμακα.
”Δεν εννοώ πως αυτή η ζωή είναι απλώς ένα πάρτι, ένα οποιοδήποτε πάρτι. Είναι ένας γάμος, το πιο σπουδαίο είδος πάρτι, γεμάτο χαρά, φόβο, ελπίδα και άγνοια”
“Δεν με ξεγελάτε εμένα, είπε η Λόρα, ο κόσμος είναι μια κηδεία. Όλοι πορευόμαστε προς τον τάφο, ό,τι και να λέτε ‘σεις”