Στα βάθη του Βορρά του Καναδά ζει μια φυλή αυτοχθόνων ανθρώπων, οι Ιννού και εκεί ουσιαστικά χτυπάει η καρδιά των ανθρώπων που έχουν μάθει να συμβιώνουν αρμονικά με την φύση αιώνες τώρα. Αυτό που συμβαίνει εκεί δεν είναι κάτι ξένο ή αλλόκοτο, είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό για τον άνθρωπο που έζησε μέσα στους αιώνες της προϊστορίας, της αρχαίας περιόδου της ιστορίας, του μεσαίωνα και ίσως και της Αναγέννησης. Μακριά από υπερβολές και ανορθολογικές δραστηριότητας ζούσε παίρνοντας από τη μητέρα φύση αυτά που ακριβώς χρειάζεται με σεβασμό σε αυτή και με αγάπη για αυτήν. Κυνηγούσε για το καθημερινό του φαγητό και όχι για να σκοτώνει ζώα για ψυχαγωγία ή από κακία. Τα ζώα και τα δέντρα ήταν οι συνοδοιπόροι του και η έλλειψη αυτών θα σήμαινε μαθηματικά και το δικό του τέλος, το δάσος ήταν το σπίτι του και όχι κάτι που απλά υπάρχει όπως σήμερα.
Η ιστορία μιας φυλής που ζητούσε να ζήσει σε ένα κλίμα ειρήνης και ευμάρειας
Η συγγραφέας μέσα από το μυθιστόρημα αυτό μας προσκαλεί σε μια γιορτή της φύσης, εκεί που γενιές και γενιές ανδρώθηκαν και μεγάλωσαν μέσα από δύσκολες συνθήκες αλλά μέσα από κανονικές συνθήκες που σήμερα στον καιρό των πόλεων μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε. Όπως διαβάζουμε στο πολύ διαφωτιστικό επίμετρο της εξαιρετικής μεταφράστριας Πατρίσιας Μπόνου, οι Ιννού είναι μια από τις φυλές που ανήκουν στα πρώτα Έθνη, σε εκείνες τις φυλές που θέλησαν να εγκατασταθούν σε εκείνη τη γη και να απολαύσουν τους καρπούς της παραμονής τους κυνηγώντας και ψαρεύοντας, ζώντας απλά και παραδοσιακά. Ο κόσμος των Ιννού όπως μας τον περιγράφει η Fontaine είναι ένας κόσμος φιλήσυχος που δεν προκαλεί προβλήματα σε κανέναν και είναι απόλυτα ειρηνικός, είναι μια φυλή που επιζητά την ηρεμία και την ασφάλεια, είναι ένας κόσμος δίχως πολεμικές βλέψεις ή κατακτητικό πνεύμα.
Η αφήγηση της συγγραφέως είναι χαρακτηριστική των όσων επιθυμεί να μεταφέρει στον αναγνώστη της, να του μεταδώσει δηλαδή μέσα από την ποιητικότητα που έχει το ύφος της, όλη αυτήν την μοναδική ατμόσφαιρα σκληρής μα συνάμα και αληθινής ζωής, μιας ζωής συνδεδεμένης με την φύση και τα στοιχεία της. Οι άνθρωποι καθημερινά αγωνίζονται για την επιβίωσή τους μέσα από ένα κυνήγι τροφής σε μια περιοχή δασώδη και με κρύο που δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο. Οι Ιννού δεν έχουν αρχηγό με την έννοια του αποφασίζω και διατάζω, όλοι είναι ίσοι και υπάρχει η αλληλοβοήθεια και οι αρχές που ορίζονται από την φυλή τους. Η συγγραφέας αναφέρεται στην επαφή με τους λευκούς τους τελευταίους αιώνες, οπότε και υπήρξε αυτή η ασυνέχεια και αυτή η αστάθεια στις δραστηριότητές τους. Ο κόσμος τους θα ανατραπεί και θα αντιμετωπίσει όλα τα δεινά που υπάρχουν σε μια κοινωνία χωρίς ισορροπίες και καλοσύνη. Οι ίδιοι θα απειληθούν, θα μπλέξουν με διάφορες ασχολίες τις οποίες ποτέ δεν γνώρισαν και τώρα για αυτούς είναι η μεγαλύτερη πρόκληση να μείνουν δεμένοι και να επαναπροσδιοριστούν για να μην απολέσουν την ταυτότητα τόσων αιώνων.
Οι πόλεις είναι για αυτούς κάτι το απόκοσμο και το τρομακτικό, είναι ένα ξένο περιβάλλον, μοιάζει σαν να μεταφέρεις έναν λύκο σε μια πόλη, εκείνον που η θέση του ανήκει στην άγρια φύση γιατί είναι συνυφασμένος με αυτήν. Η ίδια αναφέρει με χαρακτηριστικό τρόπο: “Στις μεγάλες πόλεις είναι πιο εύκολο να μην είσαι κάποιος. Διασταυρώνεσαι με ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα για σένα. Σε κοιτούν αφηρημένα. Σκέφτονται κάτι άλλο. Μόλις λίγοι μήνες που άφησες τον καταυλισμό σου, το χωριό που σε ξέρει, την οικογένειά σου, τους φίλους σου, για να εγκατασταθείς σαν άγνωστος στο κενό αυτής της πόλης”. Είναι παρόμοια η κατάσταση στο βιβλίο Ασπροδόντης ή στο Κάλεσμα της άγριας φύσης του Τζακ Λόντον, αυτά τα υπέροχα βιβλία, που μας μαθαίνουν πως η αγριότητα και η βαναυσότητα των ανθρώπων απέναντι στην φύση είναι ολέθριο σφάλμα αλλά και η μετακίνηση σε ένα εντελώς ξένο τόπο είναι πολλές φορές επιζήμια.
Η Fontaine παρουσιάζει με μια ιδιαίτερη και συναισθηματικά φορτισμένη γραφή την αγωνία και τους φόβους των Ιννού σε μια νέα πραγματικότητα, εκεί όπου υπάρχει ο τρόμος της απώλειας της ζωής τους μπροστά στα ταξίδια τους, τα αβέβαια αυτά ταξίδια όπου κρίνονται πολλά και πολλές φορές και οι ίδιοι δεν γνωρίζουν αν πρέπει να το επιχειρήσουν. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου που αποφασίζει να φύγει δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, είναι ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα και κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος. Ειδικά όταν πρόκειται για τον αποχωρισμό δύο συντρόφων όπως εδώ τότε όλα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο.
Πρόκειται για ταξίδι σε έναν άλλο κόσμο. Και η συγγραφέας στέκεται σε αυτό επισημαίνοντας τα εξής: “Εκείνος φεύγει για συνεχίσει να υπάρχει. Για πολύ καιρό ανέβαλε αυτό το ταξίδι, αυτό που ορκιζόταν, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, στους φίλους του, που ήταν πιο σουρωμένοι από ‘κείνον, πως θα κάνει μια μέρα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, μόνος στο σπίτι του, γιαπί ακόμα, έπαψε να πιστεύει. Οι νύχτες που δεν τελειώνουν, οι ψευδαισθήσεις που πάνω τους στηριζόμαστε”. Στο μυθιστόρημα αυτό που μοιάζει με μαρτυρία, η φύση μπορεί και μας μιλά μέσω των Ιννού.
“Απόψε, δεν ξέρω, σαν να γκρεμίζεται ο κόσμος πίσω μου. Λάθος έκφραση”.
“Συνειδητοποιώ ότι οι άνθρωποι που φεύγουν ίσως να μην επιστρέψουν κι όμως τους αφήνω να φύγουν κι όμως χαμογελώ λέγοντάς τους αντίο”.