Όλοι μιλούσαν για μια πόλη αριστοκρατική, για μια πόλη αρχοντική και αριστοκρατική, για μια πόλη που θύμιζε το κοσμοπολίτικο Παρίσι και ας βρισκόταν στην Ανατολή και όχι στη Δύση. Αυτή η πόλη είναι η Σμύρνη και είναι η πόλη στην οποία έζησε αρκετό διάστημα της παιδικής της ηλικίας η ξακουστή συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, η συγγραφέας που στα μυθιστορήματά της ξεδίπλωσε τις μνήμες της ως παιδάκι αφού η οικογένειά της μεταφέρθηκε εκεί από το Αϊδίνι, στο οποίο είχε γεννηθεί. Το βιβλίο, που έχουμε ενώπιόν μας και το οποίο έγραψε η Μαριάννα Κουμαριανού και του οποίου τα σχέδια επιμελήθηκε ο Φίλιππος Φωτιάδης, αποτελεί έναν φόρο τιμής τόσο στην πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς το 1922 από τους Νεότουρκους όσο και στην ίδια τη Διδώ Σωτηρίου που την αναφέρει στα βιβλία τους, τα Ματωμένα χώματα και Οι νεκροί περιμένουν.
Αναφορά στη συνάντηση δύο κυριών που έγραψαν ιστορία, την Σμύρνη και τη Διδώ Σωτηρίου
Η ίδια η συγγραφέας εξομολογείται στην αρχή του βιβλίου: “Η αγάπη για τη Σμύρνη, τη Σμύρνη πριν από την καταστροφή, υπήρχε από πολύ νωρίς – από τα παιδικά μου χρόνια. Ύστερα από παραίνεση της δασκάλας μου στο δημοτικό, διάβασα το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου Οι νεκροί περιμένουν το οποίο με συγκλόνισε”. Και πώς να μην συγκλονίσει κάποιον αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα που μαζί με τα Ματωμένα χώματα εγκιβωτίζουν όλη την ανείπωτη τραγωδία που έζησε το ελληνικό στοιχείο. Αυτό που διαπιστώνει ο αναγνώστης είναι πως από την “μπελ επόκ” της Σμύρνης με τους εμπόρους και τις τόσες φυλές και εθνικότητες να συνυπάρχουν αρμονικά σε αυτή την πόλη κατέληξε η ιστορία να γραφτεί με τα πιο μελανά χρώματα εξαιτίας του άσβεστου μίσους τόσων χρόνων που οδήγησε στην σφαγή και την καταστροφή.
Η Μαριάννα Κουμαριανού ξετυλίγει το κουβάρι των όσων συνέβαιναν εκεί από το 1917 όπου μετοίκησε με την οικογένειά της η Διδώ Σωτηρίου αλλά και πιο πριν, μια πόλη με όλα τα καλά του κόσμου που θα ζήλευαν και οι πιο ξακουστές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με ένα εμπόριο ακμάζον και με προϊόντα που ταξίδευαν απανταχού στον κόσμο. Αυτό το μείγμα δε Ανατολής και Δύσης ήταν διάσπαρτο στην πόλη που αριθμούσε πολλούς Έλληνες αλλά και Γάλλους, Ιταλούς, Εβραίους, Αρμένιους και Τούρκους σε μια απόλυτα αρμονική συμβίωση. Τα καλλιτεχνικά δρώμενα ήταν συνεχή, το θέατρο ήταν ξακουστό για τις παραστάσεις του και η προκυμαία της πόλης σαν άλλη Αλεξάνδρεια και Βυρηττός απηχούσε αυτή την ευδαιμονία και την καθημερινή γιορτή που μάγευε κάθε επισκέπτη. “Πλούσιος τόπος. Αμφιθεατρικά φτιαγμένος. Πάνω ψηλά ο Λόφος του Καντιφεκαλέ, το “Βελούδινο Κάστρο” όπως λέγανε τον Πάγο, με την ακρόπολη με τους σαράντα πύργους και το στάδιο από τη μια και το θέατρο από την άλλη και τα τείχη που κατεβαίνανε ως κάτω τη θάλασσα με το λιμάνι και την αγορά”. Όλο αυτό το γοητευτικό φάσμα αυτής της ζωντανής πόλης έγινε στάχτη σε μια μέρα.
Η Διδώ Σωτηρίου, μικρό κοριτσάκι τότε, αφουγκραζόταν και απορροφούσε σαν σφουγγάρι όλα τα συμβάντα. Διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο: “Η Διδώ περπατούσε στα καλντερίμια μόνη κι αναζητούσε πρόσωπα. Ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των Τούρκων εμπόρων. Εξερευνούσε τη ματιά και τις κινήσεις τους. Πώς τρώγανε, πώς δουλεύανε, πώς πεθαίνανε. Αγαθοί άνθρωποι. Ένα μωσαϊκό όλοι μαζί. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, Αρμένιοι… Φίλους τούς ένιωθε όλους, παρά τις διαφορές τους”. Η Διδώ χαιρόταν αυτή την κοσμοσυρροή και δεχόταν ήδη από τότε τα ερεθίσματα που αργότερα την οδήγησαν να πιάσει μολύβι και χαρτί και να καταγράψει αυτές τις μοναδικές της αναμνήσεις που της εντυπώθηκαν στο μυαλό. Εξάλλου και η ίδια είχε εκμυστηρευτεί πως το σύμπαν της Σμύρνης ήταν το αίτιο για να ξεκινήσει να γράφει.
Μην λησμονήσουμε σε αυτό το σημείο πως η Διδώ Σωτηρίου με την συνολική της προσφορά της σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία, ιστορία και διανόηση γιατί μίλησε στη γλώσσα των απλών ανθρώπων και θύμισε τον πόνο των ανθρώπων που έφυγαν κακήν κακώς. Μεγάλωσαν γενιές και γενιές με τα βιβλία της κυρίας με τον μπερέ και το χαρακτηριστικό άσπρο μαλλί και η ίδια είπε πολλές αλήθειες που ίσως να μην είχαν ειπωθεί ποτέ. Ο κόσμος της ήταν βαμμένος με αγώνες δημοκρατικούς και δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη και με το κόμμα που τόσα χρόνια υποστήριζε για τα λάθη που η ίδια έβλεπε να συμβαίνουν. Ανεξάρτητο και ελεύθερο πνεύμα είχε τις απόψεις της, τις οποίες υποστήριζε σθεναρά ενώ μέσα στο βιβλίο μας μιλά ανοιχτά και για τη σχέση της με τον σύντροφό της Πλάτωνα Σωτηρίου, έναν άνθρωπο φύλακα άγγελο για εκείνην που την στήριξε σε κάθε της βήμα και την φρόντισε σε κάθε στιγμή της ζωής της.
Πρόκειται για ένα χρονικό επ’ αφορμή και της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την κτηνωδία εις βάρος των Ελλήνων της Σμύρνης σε συνέχεια του διωγμού από το Αϊδίνι όπου και εκεί έγινε σφαγή άμαχου πληθυσμού αλλά και των γεγονότων που είχαν προηγηθεί το 1914 με την γενοκτονία των Αρμενίων γιατί η ιστορία είναι αμείλικτη και δεν παραγράφεται. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια βιβλία χρειάζονται για να μην ξεχαστούν οι ιστορίες των ανθρώπων που χάθηκαν και εκείνων που σώθηκαν και μπόρεσαν να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, τις όμορφες και δυστυχώς τις άσχημες που επακολούθησαν. Είναι ένα βιβλίο γνωριμίας για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία και θέλουν να την μάθουν αλλά και όσων έχουν γνώση μα θέλουν να ξαναθυμηθούν.
“Ανατολή και Δύση ενώνονταν σε μια γη τόσο εύφορη που όποιος πατούσε το πόδι του εκεί δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανθίσει”
“Χρόνια τους είχαν άχτι τους Έλληνες, τους χριστιανούς και με τους προσκόπους, ο φθόνος και το μίσος ξύπνησε άγρια”