Οι εκδόσεις Διόπτρα εγκαινιάζουν μια νέα σειρά μυθιστορημάτων με τίτλο, Οι φωνές του κόσμου, τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό που αγαπά την καλή λογοτεχνία και επιθυμεί να ανακαλύψει αυτές τις νέες φωνές. Πρόκειται για μυθιστορήματα που προέρχονται από διάφορα μήκη και πλάτη του κόσμου, βιβλία νέων και φερέλπιδων συγγραφέων που σκοπό έχουν μέσα από την ιδιαίτερη γραφή τους και την πλοκή τους να μας προσκαλέσουν να έρθουμε σε επαφή με το έργο τους και να τους γνωρίσουμε. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το εν λόγω μυθιστόρημα, ένα βιβλίο σκληρό μα πολύ αληθινό που εκτυλίσσεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Η ωριμότητα της γραφής του Γουάιλς από τη μία και το θέμα της ζωής και της σκληρής εργασίας των ανθρακωρύχων από την άλλη είναι στοιχεία που εγγυώνται για το αποτέλεσμα και ας είναι το βιβλίο αυτό το πρώτο του συγγραφέα.
Η κάθοδος στον κόσμο των ανθρακωρυχείων μοιάζει με εκείνη του Οδυσσέα στον Άδη
Ο ξακουστός Εμίλ Ζολά στο Ζερμινάλ, που αφορά στους ανθρακωρύχους της βόρειας Γαλλίας, ξεδιπλώνει όλη την ιστορία των ανθρώπων που για ένα κομμάτι ψωμί έθεταν σε κίνδυνο καθημερινά τη ζωή τους. Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα, το 1885, και έχει μεταφερθεί σχετικά πρόσφατα και στη μεγάλη οθόνη. Στο βιβλίο αυτό ο Ζολά ασκεί κριτική στην εξαθλίωση των ανθρώπων και στην φτώχεια που τους καταδυνάστευε ενώ οι ήρωες και οι χαρακτήρες είναι συνεχώς υπό απειλή για τη ζωή τους. Οι συνθήκες εργασίας θλιβερές και η ασφάλεια σχεδόν ανύπαρκτη αφού πολλοί ανθρακωρύχοι πλήρωναν με την ίδια τους τη ζωή το τίμημα της ανάγκης για εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και το μυθιστόρημα του Γουάιλς που ενδεχομένως να έχει διαβάσει το Ζερμινάλ.
Ο Γουάιλς μας μεταφέρει νοερά στη γηραιά Αλβιόνα για να μας περιγράψει συνθήκες τρομακτικά απάνθρωπες και σκληρές, συνθήκες που παραπέμπουν σε μεσαίωνα και όχι σε μια Αγγλία που υποδέχεται τη βιομηχανική επανάσταση, μια επανάσταση που έχει ήδη αρχίσει να συντελείται. Εκεί στη Μαύρη χώρα, όπως αποκαλεί τα ανθρακωρυχεία ο πρωταγωνιστής του Μάικλ, εκτυλίσσεται το δράμα ενός ανθρακωρύχου που παλεύει να βγάλει τα προς το ζην μέσα σε μια οδυνηρή πραγματικότητα δίχως τέλος. Οι περιγραφές του Μάικλ είναι συνταρακτικές για αυτά που συμβαίνουν βαθιά μέσα στη γη, για την κατάσταση των ανθρώπων που πασχίζουν καθημερινά να βγουν ζωντανοί από ένα ματωμένο Άδη. Αυτό που προέχει για τον Μάικλ είναι να προσφέρει ό,τι καλύτερο στην οικογένειά του.
Μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας προκύπτει ένας άκρατος ανταγωνισμός για ένα κομμάτι χρυσάφι, το οποίο βρέθηκε στα έγκατα της γης και ο Μάικλ προσπαθεί να κερδίσει το δικό του μερίδιο. Με αυτό το μερίδιο προσβλέπει σε ένα πιο ευοίωνο μέλλον, τόσο για εκείνον όσο κυρίως για την οικογένειά του. Αυτό το χρυσάφι μπορεί να αποφέρει στον Μάικλ εκείνα τα χρήματα που δεν θα τον αναγκάσουν να στείλει τον Λουκ, τον γιο του, στο ανθρακωρυχείο αλλά θα του επιτρέψει να πληρώσει το σχολείο του ώστε ο γιος του να έχει μια καλύτερη τύχη από εκείνον και να πάψει το μαρτύριο που ο ίδιος τόσα χρόνια περνάει. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως ”το παιδί χρειάζεται το σχολείο. Δεν το θέλουμε εκεί κάτω, όπως τα άλλα παιδιά”.
Οι κοινωνικές συγκυρίες της εποχής εκείνης είναι δύσκολες, ο κόσμος μεταλλάσσεται κοινωνικά και νέα δεδομένα προκύπτουν ωστόσο αυτό που αναδεικνύεται είναι η κοινωνική ανισότητα και η αδυναμία των πολλών να γίνουν δέκτες μιας ανόδου της κοινωνικής τους θέσης. Η βιομηχανική επανάσταση θα μεταστρέψει την κοινωνία από την αγροτική παραγωγή σε επαγγέλματα όπως αυτά του ανθρακωρύχου όπου οι εργάτες είναι περιζήτητοι αλλά όχι χωρίς κόστος. Να σημειωθεί επίσης πως οι μισθοί είναι χαμηλοί, η κοινωνική ασφάλεια μηδαμινή και ο Μάικλ μέσα από την αφήγησή του θα εξιστορήσει τον προσωπικό του Γολγοθά ειδικά όταν θα αναμετρηθεί με κλέφτες σαν τον Κέιν με τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω εργάζονται μαζί. Ο τελευταίος θα φανεί ανήθικος και ουσιαστικά βάζει φρένο στα όνειρα του Μάικλ που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Για τον Μάικλ είναι το στοίχημα της ζωής του και είναι μια πορεία δίχως επιστροφή για αυτό και όπως αναφέρει ο Γουάιλς βρίσκεται με το μαχαίρι στο λαιμό γιατί “…του ήταν αδύνατο να ξεφύγει από την ασφυκτική της αποτυχίας, από την αίσθηση πως η αληθινή ζωή, όχι τα οράματα, ούτε οι φαντασιώσεις, ούτε οι εφιάλτες, απλώς η κανονική, ψυχρή ζωή και πάλι δεν ήταν αρκετή, και πώς θα ήταν η ζωή του παιδιού του σ’ αυτή την γκρίζα ζώνη, εκεί που δεν ήταν ούτε παράδεισος ούτε κόλαση, ο παράδεισος που πρόσφερε το χρυσάφι ή η κόλαση του θανάτου, ήταν πίσω ξανά στο πριν, ήταν η ζωή προτού εκείνος βρει χρυσάφι σ’ ένα ανθρακωρυχείο, και το μόνο που έβγαινε απ’ αυτό ήταν το μαρτύριο που ζούσε, όχι ο επειδή ο θησαυρός είχα χαθεί…”. Αυτό το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό των όσων περνά ο ήρωας του Γουάιλς και μέσα από τα στοιχεία που μας δίνει ο συγγραφέας διαφαίνεται και η έρευνα που έχει προηγηθεί της συγγραφής. Ένα πολύ καλό πρώτο δείγμα και οπωσδήποτε αναμένουμε την συνέχεια των γραπτών του.
“…τώρα ήταν πίσω ξανά στη σκληρή δουλειά, πίσω ξανά στα παρακάλια, πίσω ξανά στο ορυχείο”
“…Ο Λουκ μπορούσε να γίνει διαφορετικός. Περήφανος, έξυπνος, δυνατός. Δεν μπορεί να μην υπήρχε άλλος τρόπος. Κι εκείνος έπρεπε να μείνει ζωντανός για να βρει αυτόν τον τρόπο”