Χρωστάμε πολλά στους ποιητές μας, χρωστάμε πολλά σε αυτούς που μέσα από τον λόγο τους μας έδωσαν αυτό το “εργαλείο” ζωής για να ξεφεύγουμε από την πεζότητα και από την αδυναμία μας πολλές φορές να μην μπορούμε να βλέπουμε πέρα από την λογική μας. Η ποίηση εξυψώνει την ψυχή και της προσφέρει ελπίδα και φως, καταφύγιο και απάγκιο. Το λελογισμένο είναι αναγκαίο όσο αναγκαίο είναι και το ρομαντικό, εκείνο που είναι πέρα από την αντίληψή μας. Ο Πικάσο έλεγε πως έχουμε ανάγκη την τέχνη για να βγάζουμε από πάνω μας την σκόνη της καθημερινότητας, αυτό πράττει και η ποίηση με την λυρικότητα και την ομορφιά που σπέρνει γύρω της. Ομορφιά δεν είναι μόνο η χαρά είναι και το συναίσθημα άλλοτε γλυκό και άλλοτε πικρό μα ένα συναίσθημα που ποτέ δεν έπαψε να μας αγγίζει, γιατί η ποίηση πολύ απλά αφηγείται όνειρα και πίκρες καθώς οι ποιητές είναι άνθρωποι που εκφράζουν τον ψυχισμό τους.
Ένας εμπνευσμένος και λησμονημένος ποιητής που αναγγέλλει την πρωτοπορία
Ο ποιητικός κόσμος του Β.Π. Μεσολογγίτη είναι ένας τέτοιος κόσμος, γεμάτος από έγνοιες, χαρές και λύπες, εικόνες που μέσα από τα λόγια του συγκινούν και προβληματίζουν ενώ μας εξυψώνουν σε κάτι ανώτερο. Η φωνή του Μεσολογγίτη, αν και σχετικά άγνωστη ως προς την προς την ποιητική της δραστηριότητα, είναι μια φωνή τόσο μαγευτική και τόσο αληθινή που ακόμα και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον εκθείαζε για την αυθεντικότητα και την γνησιότητά του. Μέρος ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού κύκλου, ο Μεσολογγίτης εμφανίζεται στα γράμματα από πολύ νωρίς και εντυπωσιάζει με την ωριμότητα της νεότητάς του, η ποίησή του έχει κάτι το νεωτερικό, κάτι το διαφορετικό, κάτι το ιδιαίτερα σύγχρονο αν και εκατό χρόνια μετά λίγοι τον θυμούνται για τον Κουρασμένο της ηδονής. Χάρη στις εκδόσεις Κίχλη και την φροντίδα της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, το ελληνικό κοινό έχει τη δυνατότητα να τον ανακαλύψει και να τον γνωρίσει γιατί του αξίζει.
Είναι κοινός τόπος πως σε όλες τις μορφές της τέχνης, είτε αυτό είναι μουσική, είτε ζωγραφική, είτε λογοτεχνία, είτε ποίηση εκείνο που είναι κυρίαρχο είναι η πρόκληση του συναισθήματος, δηλαδή η δημιουργία μιας τέτοιας υπόθεσης στο θέμα του έργου που να εγείρει πνευματικές και συναισθηματικές αναζητήσεις και να πηγαίνει ενάντια στο αμιγώς ορθολογικό. Ο δημιουργός ξεφεύγει από τα στεγανά μιας προκαθορισμένης φόρμας και αναζητά την απόδοση της ψυχικής διάθεσης που πολλές φορές μπορεί να είναι παράλογη και υπερβολική. Η επιθυμία αυτή για εμβάθυνση στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, των αδυναμιών του και των παθών του προσφέρει έτσι την δυνατότητα να γίνει η γραφή, η πινελιά και η σύνθεση πιο απελευθερωμένη με περισσότερο πάθος και ζωντάνια. Η ποίηση του Μεσολογγίτη αυτές τις έννοιες και αυτή την φιλοσοφία υπηρετεί, είναι ένας τρόπος έκφρασης που ίσως περνά απαρατήρητος αλλά δεν είναι αμελητέος.
Η Αλεξάνδρα Σαμουήλ έχει συμπεριλάβει στο εξαιρετικό επίμετρο τα λόγια του Μεσολογγίτη, ο οποίος εξομολογείται για τα πρώτα βήματά του στην ποίηση και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Κάθε νέος, στην αρχή της ζωής του, καταπιάνεται με την ποίηση. Γράφει και κάποτε απογοητευμένος σταματά. Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και με μένα. Τα πρώτα μου ποιήματα, που δημοσιευθήκανε στη Διάπλαση των Παίδων κριθήκανε με ευμένεια από τον γίγαντα της λογοτεχνίας Γρηγόρη Ξενόπουλο. Αυτό ήταν αρκετό για να ασχοληθώ οριστικά με τη λογοτεχνία, παραμελώντας τις νομικές μου μελέτες”. Ο Μεσολογγίτης γράφει τον Κουρασμένο της ηδονής το 1923 αλλά δυστυχώς η επαφή του με το θέατρο – το υπηρέτησε για πάνω από 60 χρόνια – στέρησε από την ελληνική ποίηση τη συνέχεια στο ποιητικό του έργο που ξεκίνησε από νωρίς με αποτέλεσμα η ιδιότητά του αυτή να ξεχαστεί γρήγορα.
Έγραψε και πεζά βέβαια καθώς και μια δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο Ο κήπος με τα ηλιοτρόπια. Στα πεζά του εμφανίζεται στοχαστικός, σχεδόν καβαφικός, ένας συγγραφέας με οξυδέρκεια, ευαισθησία και ευρύτητα πνεύματος. Τα πεζά του δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν πεζά τόσο εγνωσμένων τόσο Ελλήνων όσο και ξένων συγγραφέων. Εκείνη την εποχή ήταν η περίοδος ακμής του Κώστα Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη στην ποίηση και η δική του ποίηση πέρασε σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο αυτό που αξίζει δεν χάνεται. Η ποίηση του Μεσολογγίτη εγείρει ερωτήματα και δημιουργεί ερεθίσματα στον ανήσυχο αναγνώστη καθώς η σπαρταριστή του ποιητική έμπνευση δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Προσωπικά μου έρχεται στο μυαλό ένας άλλος εξίσου σημαντικός και εμβληματικός ποιητής και πεζογράφος που δεν είναι άλλος από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Οι στίχοι του Μεσολογγίτη έχουν και αυτή μια μελαγχολική διάθεση που προκύπτει μέσα από μια παρατηρητικότητα της αστικής πραγματικότητας, σαν ένας ιμπρεσιονιστής του καιρού του περιπλανιέται ως Γκιγιόμ Απολιναίρ ανακαλύπτοντας τόπους και δρόμους.
“Οι ασφαλτωμένοι δρόμοι, υγροί,/ μ’ ίσιους μακριούς μοιάζουν καθρέφτες/που εντός τους καθρεφτίζεται το πελώριο μαύρο/που τη Γη σκεπάζει,/φωτισμένο αχνά απ’ τα νυσταγμένα ηλεχτρικά/που χάσκουν στις γωνίες.” Αυτό το απόσπασμα αναδεικνύει μια πλευρά του νεαρού Μεσολογγίτη και μια βαθιά κλίση στον ελεύθερο στίχο που ξεφεύγει από τα πρότυπα τις εποχής αλλά και μας προσφέρει τη δυνατότητα να διεισδύσουμε μέσα του και να επικοινωνήσουμε με τον ενδόμυχο κόσμο του. Το μαύρο και γενικότερα η τάση προς το σκοτεινό της ζωής είναι παρόν στο έργο αυτό, νιώθει μια κούραση προς το υπέροχο, το ηδονικό που μεταμορφώνεται σε μια εικόνα απέλπιδα, σε μια γεύση γλυκόπικρη. Γοητευμένος με παράξενο τρόπο από την ατμόσφαιρα γύρω του δημιουργεί τη δική του προσωπική σύνθεση και την καταθέτει τόσο στην ποίησή του όσο και στα σπουδαία πεζά του. Η έκδοση αυτή ήταν τόσο απαραίτητη ώστε το ελληνικό κοινό να συναντήσει τον επιφανή ποιητή και πεζογράφο.
“Λίγα μονάχα μαύρα στίγματα χαλούσαν όλη αυτή την ευτυχισμένη στιγμή. Ήταν οι δυστυχισμένοι άνθρωποι”
“Παρομοιάζω τον εαυτό μου μ’ έναν άνθρωπο που περπατά σ’ έναν ίσιο δρόμο, κι όταν φτάνει κοντά στο τέλος του, εκείνος αρχίζει να μακραίνει και το τέρμα του να φαίνεται πολύ μακριά”