Μια ταραγμένη εποχή, μία εποχή όπου τα πολιτικά τερτίπια και οι συνωμοσίες έδιναν και έπαιρναν. Μια εποχή όπου οι βασιλικές αυλές και δη οι βασιλείς δρούσαν ασύδοτα και ανεξέλεγκτα δίχως καμία λογοδοσία για τα πεπραγμένα τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έπρατταν και ως προς το γυναικείο φύλο, στις γυναίκες που επέλεγαν για να φέρουν στον κόσμο τον μέλλοντα διάδοχο και αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του γάμου. Εξασφάλιζαν κορίτσια που θα είχαν γονιμότητα και οι οποίες δεν θα τους στερούσαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν το μέλλον της βασιλείας τους. Αυτά που περιγράφει η Μάγκι Ο’ Φάρελ σε αυτό το εξαιρετικό και τόσο ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα δείγμα μόνο από βασιλείς που αδιαφορούσαν πλήρως για τους γύρω τους, εγωπαθείς και νάρκισσοι καθώς και τυφλωμένοι από την εξουσία τους ασχολούνταν με το βασίλειο και την εικόνα τους.
Η προσωπογραφία μιας σύμπραξης και όχι μιας ζωής άνδρα με γυναίκα, μια σχέση με τον εξουσιαστή
Αυτή είναι δυστυχώς η αποτύπωση μιας μακράς περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας όπου οι αυλές των βασιλέων αποφάσιζαν για το μέλλον των ανθρώπων και λίγοι πεφωτισμένοι ανάμεσά τους είχαν το όραμα και την βούληση να προσφέρουν και να ξεφύγουν από τη μικροπρέπεια και τη μικροψυχία τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει και εδώ, η ανθρώπινη έπαρση και η αλαζονεία της εξουσίας θόλωναν το μυαλό και πλήγωναν θανάσιμα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η εξώθηση των γυναικών σε αναγκαστικούς γάμους με την πατρική σφραγίδα ήταν ένα καθόλα σύνηθες φαινόμενο που έπληττε τις φτωχές οικογένειες. Λάμβαναν ένα μεγάλο ποσό για την σύναψη του γάμου αυτού και συναινούσαν σε όλα καθώς ο βασιλιάς το απαιτούσε ενώ δεν τολμούσαν να αρνηθούν.
Ο κόσμος της Αναγέννησης δεν ήταν μόνο ωραίοι πίνακες, υπέροχα γλυπτά και εξαίσιες μουσικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες. Δυστυχώς, πίσω από την λάμψη των βασιλικών παλατιών υπήρχε ένας κόσμος ανθρώπινης θλίψης και δραμάτων, όπως αυτό που περιγράφεται εδώ. Γυναίκες σαν την Λουκρητία, η οποία και ήταν πιο τολμηρή και θαρραλέα από άλλες αντίστοιχες, δεν θα άντεχε για πολύ να αντιστέκεται στον βασιλιά της, στον επίγειο θεό της δηλαδή, καθώς ο ίδιος ήθελε να τον βλέπουν με αυτά τα μάτια. Είναι γνωστό πως η θέση της γυναίκας ήταν στο κατώτατο επίπεδο της κοινωνίας, ήταν δυστυχώς ένα αντικείμενο πόθου ή ένα εργαλείο γέννησης και ανατροφής παιδιών και τίποτα παραπάνω. Δικαιώματα δεν είχε, υπόσταση σχεδόν δεν είχε, αξιοπρέπεια δεν της είχε μείνει και ζούσε απομονωμένη σε ένα σπίτι δίχως καμία διασκέδαση, χωρίς να έχει άποψη για τα πράγματα, απλά μόνο υποχρεώσεις και υπομονή στην πολλές φορές ασύδοτη και βίαιη αντρική συμπεριφορά.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή και γνωρίζει εκ των έσω τα όσα διαδραματίζονται στους διαδρόμους ενός παλατιού όπου όλα ορίζονται από τον βασιλιά και όπου ο βασιλιάς γνωρίζει σχεδόν τα πάντα ακόμα και κατά την απουσία του. Κάθε πιθανότητα συνωμοσίας εναντίον του καταπνίγεται βίαια και κάθε απειλή εναντίον του καταστρέφεται πριν καν εκφραστεί. Για αυτό και λίγοι τολμούν να τον αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο απλά αναζητούν την κατάλληλη στιγμή για να τον εκθρονίσουν, συνήθως με σύμμαχο κάποιον αντίπαλό του. Εδώ ο Αλφόνσο γνωρίζει πόσο επισφαλής είναι η θέση του για αυτό και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησής του. Η Λουκρητία θα γίνει και αυτή σύντομα το απόλυτο πιόνι του και δεν θα της επιτρέπεται παρά να υπακούει στον άρχοντά της.
Η υπηρέτρια που πήγε μαζί με την Λουκρητία απεσταλμένη των γονιών της είναι εκεί για να την προστατεύει και να την φροντίζει όπως άλλωστε έκανε πάντα για τη μικρή Λουκρητία. Η Λουκρητία θα δεχτεί δώρα από τον Αλφόνσο αλλά αυτά είναι ουσιαστικά για να διεκδικήσει και να απαιτήσει την σιωπή της στις αποφάσεις του. Η ίδια με λίγα λόγια δεν έχει λόγο και οφείλει να τον στηρίζει σε ό,τι αποφασίσει για εκείνη ακόμα και αν είναι άδικο. Μετατρέπεται από τρυφερός σύντροφος σε τέρας έτοιμο να την κατασπαράξει όταν εκείνη προβάλλει αντιρρήσεις και εκείνη αντιδρά μέσα της. Πώς αλήθεια μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη έναν τέτοιο απρόβλεπτο άνδρα και πώς μπορεί να γνωρίζει πως ο ίδιος δεν θα την εκτελέσει ή δολοφονήσει; Η Λουκρητία ζει, όπως πολλές γυναίκες βασιλιάδων, ένα δράμα και βιώνει ένα παρόν επί ξύλου κρεμάμενο.
“Η Λουκρητία αιφνιδιάζεται. Υπέθετε πως την οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά της, όπου θα μπορούσε ν’ αλλάξει τα ρούχα του ταξιδιού και να ετοιμαστεί για την υποδοχή της απ’ την οικογένεια του Αλφόνσο, για την επίσημη είσοδο στην οικία. Νόμιζε πως θα ‘χε κάμποσες ώρες στη διάθεσή της γι’ αυτό το καθήκον. Μα νά την τώρα, με το σκονισμένο φόρεμα και τον μανδύα, αναμαλλιασμένη, τα γάντια της λερά” γράφει η Ο’ Φάρελ επιβεβαιώνοντας το γεγονός πως η ζωή της Λουκρητίας έχει άρδην αλλάξει μέσα στα χρόνια. Νοσταλγεί τις ανέμελες μέρες στο σπίτι της και την οικογένειά της και σκέφτεται πόσο λάθος ήταν οι γνώμες για έναν σύντροφο που θα την αγαπούσε και θα την φρόντιζε. Εκείνος ουσιαστικά το μόνο που σκέφτεται είναι πως θα την έχει υπό την επίβλεψή του και υπό τον έλεγχό του σαν να ήταν στρατιώτης του στον οποίο δίνει εντολές. Το πορτραίτο που σκιαγραφείται από την Ο’ Φάρελ περιγράφει μια πραγματικότητα που σε πολλά σημεία ακόμα επικρατεί στις σχέσεις άνδρα και γυναίκας.
“Παλεύοντας να κρύψει την ταραχή της, η Λουκρητία τραβάει το χέρι της απ’ το μπράτσο του Αλφόνσο και κάνει βαθιά υπόκλιση προς την κατεύθυνση των μορφών – ήταν δύο, ή τρεις, κι ήταν η μητέρα του Αλφόνσο παρούσα; – λυγίζοντας τον λαιμό, όπως έχει διδαχθεί, ώστε το βλέμμα της πέφτει στο χαλί”