Δεν θα παύουμε να διαβάζουμε συνέχεια νέες ιστορίες, νέα επεισόδια που αφορούν στα όσα έλαβαν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η συγκεντρωμένη φρίκη είναι και το θέμα του βιβλίου της Μόρις, η ιστορία τριών αδερφών που βίωσαν αυτό το ολέθριο φαινόμενο της συστηματικής και μεθοδικής εξολόθρευσης ανθρώπων. Τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι μόνο μερικά από όσα έλαβαν χώρα τόσο στο Άουσβιτς όσο και στο Μπιρκενάου, όπου κατά κύριο λόγο κατευθύνθηκαν γυναίκες κρατούμενες πολλές από τις οποίες οδηγήθηκαν στα βάρβαρα μέτωπα και στους θαλάμους αερίων. Τι κοινό θα μπορούσε να έχει το βιβλίο της Μόρις με τις Τρεις αδερφές του Τσέχοφ είναι προφανές αν και φυσικά δεν υπάρχει άμεση σχέση ως προς το θέμα, είναι μόνο η αναφορά σε γυναίκες, τρεις τον αριθμό. Ωστόσο, το δράμα των τριών αδερφών ενώνει την Μόρις και τον Ρώσο συγγραφέα σε μια συγκυρία ιδιαίτερα δύσκολη για τα τρία κορίτσια που βίωσαν την βαναυσότητα μένοντας όμως ενωμένες, τα δράματα δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Όπως έγραψε άλλωστε και ο Τολστόι οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους όμως για τις δυστυχισμένες οικογένειες η δυστυχία είναι μοναδική.
Ο ζωγράφος Πάουλ Κλέε, θύμα ο ίδιος των ναζιστικών αυθαιρεσιών και χαρακτηρισμένος ως εκφυλισμένος ως προς την τέχνη του έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: “Όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος, τόσο η τέχνη γίνεται πιο αφηρημένη. Ενώ ένας ειρηνικός κόσμος παράγει ρεαλιστική τέχνη”. Ο κόσμος δυστυχώς δεν θα ήταν ποτέ ίδιος μετά από πέντε χρόνια οδύνης από την ναζιστική λαίλαπα, θα πραγματοποιούνταν τεκτονικές αλλαγές σε κάθε επίπεδο και θα αναδύονταν συνταρακτικές ιστορίες θανάτου ή επιβίωσης. Η ιστορία έχει τις διαφορετικές πτυχές της και τα όσα αναφέρονται σε αυτές τις σελίδες δεν είναι δυστυχώς φανταστικά μα έλαβαν χώρα σε μία περίοδο τόσο άστατη αλλά και τόσο εμβληματική.
Ο αγώνας για επιβίωση σε συνθήκες άκρας ταπείνωσης είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί
Το Άουσβιτς είναι ένας από αυτούς τους θλιβερούς τόπους μνήμης στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας με λεπτομερή τρόπο, μία καιόμενη βάτος που πάντα θα μας θυμίζει τι συνέβη εκείνα τα δραματικά χρόνια, τότε που ολόκληρα τρένα διέσχιζαν την Ευρώπη για να καταλήξουν τόσο εκεί όσο και σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να εξολοθρεύσουν ανθρώπινες ψυχές που δεν είχαν φταίξει σε κάτι, το μόνο για το οποίο θα λογοδοτούσαν με το θάνατό τους ήταν η φυλή τους. Το Άουσβιτς, το οποίο γεωγραφικά τοποθετείται δυτικά της πόλης της Κρακοβίας μόλις 60χλμ, από το 1979 αποτελεί μέρος των Μνημείων Παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στρατόπεδα μικρά ή μεγάλα είχαν γεμίσει παντού και πληθυσμοί μεταφέρονταν εκεί από την Ελλάδα, την Πολωνία, την Γαλλία, σε αυτά στοιβάζονταν κάθε λογής άνθρωποι και πάνω τους εκτελούσαν πειράματα θανάτου χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό.
Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει πολλά παραδείγματα φρίκης και αποτροπιασμού, ίσως η ιστορία αυτών των χώρων “αποθήκευσης” ανθρώπων για την εξόντωσή τους να βρίσκει όμοιά της την Ιερά Εξέταση στην Αναγέννηση και την πυρά στον Μεσαίωνα, τότε που αθώοι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί με το πρόσχημα μιας κάποιας φανταστικής αιρετικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το Ολοκαύτωμα είναι ένα γεγονός ως όλον, το οποίο θα μείνει και πρέπει να μείνει χαραγμένο στην μνήμη όλων ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον τέτοιας μορφής αποτρόπαιες πράξεις που κανένας νους δεν μπορεί να χωρέσει. Όλοι αυτοί, οι εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους Πολωνοί, Σοβιετικοί, Εβραίοι, Ρομά και πολλοί άλλοι, οι οποίοι στα κρεματόρια και στους θαλάμους αερίων έπεσαν θύματα κάποιων ψυχοπαθών που διψούσαν για βία, σήμερα τιμώνται και μνημονεύονται χάρη σε βιβλία όπως αυτό που μνημονεύει την ιστορία του Ολοκαυτώματος, μίας από τις πιο μαύρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Τα όσα διαβάζουμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είναι ανατριχιαστικά αλλά και σκληρά, ωστόσο είναι η πραγματικότητα που βίωσαν τα τρία κορίτσια όπως και πολλά άλλα που κάηκαν στους θαλάμους αερίων ή που δεν κατάφεραν να επιζήσουν από τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στα κολαστήρια αυτά. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά για παροχή ελάχιστης τροφής, για αδυναμία των πολύ βασικών αναγκών καθώς το βράδυ επιβαλλόταν απαγόρευση κυκλοφορίας και όσοι το επιχειρούσαν κινδύνευαν με την ίδια τους τη ζωή. Οι λεγόμενες κάπο, οι υπεύθυνες δηλαδή των κρατουμένων, ήταν στην πλειονότητά τους άγρια θηρία που εφάρμοζαν εντολές δίχως καμία ένδειξη συμπόνιας ή ανθρωπισμού, οι έννοιες αυτές απουσίαζαν από το λεξιλόγιό τους και φέρονταν στις κρατούμενες χειρότερα από ό,τι σε ζώα.
Η συγγραφέας καταθέτει μέσα από το βιβλίο την εμπειρία των κοριτσιών και οι περιγραφές της κόβουν την ανάσα: “Τους επόμενους τρεις μήνες ο αριθμός των φυλακισμένων αυξάνεται δραματικά. Φτάνουν κατά εκατοντάδες με το τρένο, καταλαμβάνουν όλα τα κτίρια του Άουσβιτς και αντικαθιστούν όσους πεθαίνουν, είτε από κάποια αρρώστια είτε στα χέρια των Ες Ες. Η Σίμπι και η Λίβι ακούνε φήμες για έναν χώρο θανάτωσης, ένα μπούνκερ κάτω από το έδαφος, στο οποίο άντρες, γυναίκες και παιδιά μπαίνουν ζωντανοί και τους βγάζουν έξω νεκρούς. Οι κοπέλες έχουν δει άντρες φυλακισμένους να σέρνουν καρότσια γεμάτα πτώματα. Η Σίμπι δεν αντέχει να επεξεργαστεί αυτή την πληροφορία, κι έτσι αποφασίζει συνειδητά να πιστέψει ότι εκείνοι οι άνθρωποι πέθαναν από κάποια ασθένεια”. Η σκληρότητα των θλιβερών στιγμών και ο αδυσώπητος “αγώνας” των όσων καταδυνάστευαν ανθρώπινες συνειδήσεις επιβάλλουν να μην ξεχάσουμε ποτέ ό,τι έγινε τότε.
“Τα κορίτσια διασχίζουν τη μικρή απόσταση από το ταχυδρομείο ως την αμαξοστοιχία. Στέκονται δίπλα δίπλα και παρατηρούν τους εκατοντάδες νεοφερμένους που σέρνουν τα πόδια τους στην αποβάθρα, καθώς οι φυλακισμένοι με τις γνωστές ριγωτές στολές ανεβοκατεβαίνουν στα βαγόνια για τα ζώα και τους αρπάζουν τα πράγματά τους”