Συντηρητική, μαζεμένη, εσωστρεφής, φυλακισμένη, όλα αυτά τα επίθετα μπορούν να σε χαρακτηρίσουν Έμιλυ αλλά και άλλα τόσα εντελώς αντίθετα όπως εμπνευσμένη, γενναία, αντιστασιακή, γαλήνια. Η πλήρης αντίθεση χόρευε μέσα σου, από τη μία βρισκόσουν σε μόνιμη εμπύρετη κατάσταση να τιθασεύσεις τις φωνές της θλίψης που σου υπαγόρευαν τους στίχους και από την άλλη αυτοί οι ίδιοι, οι από τον Θεό σταλμένοι στίχοι να σε κρατάνε ζωντανή στο τότε και στο τώρα. Γιατί με ανθρώπους και ποιήτριες σαν και σένα ο κόσμος προχωράει και ας μην το καταλαβαίνει την ώρα που συμβαίνει, ζεις παντοτινά και ενεργείς διαχρονικά στις ψυχές μας σαν να μην έφυγες ποτέ. Κλεισμένη σε ένα σπίτι δίχως πολλές επαφές με τον έξω κόσμο και σε επαφή μόνο με τα ενδότερα της ψυχής σου ανήγαγες την ποιητική τέχνη σε μυσταγωγία, σε ιεροτελεστία που έμοιαζε και συνεχίζει να μοιάζει με κάτι μυθικό και πέρα από το γήινο, κάτι το εξωπραγματικό. Γιατί εσύ κατά μία έννοια γήινη δεν υπήρξες γράφοντας μέσα σε ένα μαύρο φόντο γεννημένο όμως από στάχτες γης και φύσης, μια ψυχή ημίθεου κατοικούσε μέσα σου. Η δική σου φύση ιδιαίτερη, ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την ύπαρξή σου και βρισκόσουν απομονωμένη και αποκλεισμένη στη δική σου Ωγυγία, σαν άλλη Καλυψώ. Αιχμάλωτη και όμηρος του κόσμου στον οποίο εσύ είχες επιβάλει τον εαυτό σου για να μιλήσεις με τα ψυχικά σου αποθέματα εξάπλωσες και επεκτάθηκες με τον λόγο, το μόνο όπλο που σου είχε απομείνει για να αντισταθείς και να πολεμήσεις το κακό που σε περιτριγύριζε. Δούρειος Ίππος η γραφή σου και φαρέτρα των τόξων σου οι λέξεις ξέφευγες συχνά από τα σκοτάδια του Άδη, εκεί που συναντούσες το θανατικό και του ξέφευγες την τελευταία στιγμή κλείνοντας το μάτι πονηρά. Κάθε φορά και διαφορετική, κάθε φορά που γλίτωνες από του Κάτω κόσμου τα δόντια για ένα ακόμα ποιητικό ταξίδι κέρδιζε ο κόσμος σου και εμείς ως αναγνώστες του σήμερα. Εσύ βυθισμένη στα πιο βαθιά μονοπάτια πάλευες με ερινύες, έβλεπες τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να σου ανοίγουν το στόμα τους για να σε καταβροχθίσουν αφού τις πλησίαζες πολύ και όμως δεν γινόσουν βορά στις ορέξεις τους. Κάθε ποιητικό όμως ξέσπασμα ήταν και μια νέα νίκη, μια επανάσταση ηρωική, ένα νέο ξεκίνημα, μια εκκίνηση αγέρωχη και σθεναρή απέναντι στον Χάρο που παραμόνευε στη γωνία για να σε οδηγήσει στο σπήλαιο της ανυπαρξίας. Καθυστερούσες το έργο του και έγραφες ασταμάτητα, εκεί στα διαλείμματα της επαναφοράς σου στο επίγειο και στο υπαρξιακό. Ακροβασία συνεχής και ενδελεχής μάχη με τα πιο απόκοσμα τέρατα και όντα ήταν η ζωή σου. Δεν λύγισες, αναδύθηκες από τα νερά και τα ποτάμια γιατί δεν ήταν απλά η ώρα σου, η μοίρα σου και το πεπρωμένο σου άλλα ήθελαν για σένα. Ήσουν μια γυναίκα βαθιά μελαγχολική και έντονα καταθλιπτική, μια φυσιογνωμία που έμελλε να ζήσεις μέσα στην συντηρητική κοινωνία της Αμερικής του 19ου αιώνα. Να κάποιες από τις πληροφορίες που έχουμε σένα και καθώς ο χρόνος περνάει και κυλάει και ρέει το όνομά σου συνεχίζεις να μας απασχολείς γιατί δεν υπήρξες απλά μια ποιήτρια μα η ποίηση η ίδια, ήσουν ο ορισμός της ποιήτριας που δεν είχε ανάγκη να κρύψει τίποτα μα το ακριβώς αντίθετο, ήσουν εκείνη που άνοιξε την αυλαία του θεάτρου για να μας καταδείξει τον πόνο, την αγωνία, τους φόβους, όλα εκείνα που σε βασάνιζαν για χρόνια και δεν είχες τη δύναμη να κρύψεις κάτω από το χαλί. Δεν υπάρχουν πολλές προσωπικότητες της εμβέλειάς σου και αυτό γιατί η εγγενής ασχολία σου με την ποίηση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας επίγειας συμφωνίας αλλά θεόσταλτης έμπνευσης καθώς και αποκύημα της ανάγκης σου να λυτρωθείς, να εκφραστείς, να απελευθερωθείς από την κατάρα της εσωτερικής φωνής που σε καλούσε στην αυτοκτονία. Δεν είσαι μια εύκολη περίπτωση Έμιλυ, είσαι από τις καταραμένες δημιουργούς που όσο πιο πολύ γράφεις τόση περισσότερη ζωή έχεις μπροστά σου, γιατί το φάσμα της ζωής σου αλλιώς λιγοστεύει. Άρα γράφεις για να μιλήσεις για το πρόβλημά σου μα το πρόβλημά σου είναι αυτό που σε τροφοδοτεί, η ίδια σου η λάβα που σε κρατά ενεργό ηφαίστειο είναι και το υγρό πυρ, αυτό που θα σε οδηγήσει στην κάθοδο προς τον άλλο κόσμο. Δεν είχες ιδιαίτερα ανεπτυγμένη προσωπική ζωή στο βαθμό που είχαν άλλες αντίστοιχες προσωπικότητες. Αυτό που γνωρίζουμε καλά για σένα είναι πως ήσουν μια γυναίκα συνεσταλμένη, πολύ εσωστρεφής, μειλίχια, εξαιρετικά σιωπηλή μα και πολύ παραγωγική, μια γυναίκα βαθιά πιστή και θρησκευόμενη. Στην καθημερινότητά σου, ήσουν παραδομένη σε ένα πνεύμα τόσο άδοξα ανέκφραστο στον κοινωνικό περίγυρο, με μια σιωπή να καλύπτει το πέπλο της παραμονής σου στο μάταιο κόσμο, χωρίς πολλές συναναστροφές μα με μια επικοινωνία με το θρησκευτικό πολύ έντονη σε μια κοινωνία αυστηρά καθολική. Σε διακατείχε ο φόβος για το σκοτάδι και δεν μπορούσες να κοιμηθείς παρά μόνο με αναμμένο φως, ενώ οι αυτοκτονικές τάσεις και οι ψυχικές διαταραχές ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο στην οικογένειά σου καθώς υπήρχε ιστορικό ψυχικών ασθενειών, από σχιζοφρένεια μέχρι και βαριά κατάθλιψη και δεν θα ήταν εύκολο να γλιτώσει από αυτήν του είδους την κατάρα. Όλη σου τη ζωή πάλεψες με τα φαντάσματα της προσωπικής σου μελαγχολίας και της θλίψης που ένιωθες και σε αποσταθεροποιούσε. Αυτό άλλωστε καθρεφτιζόταν στις αϋπνίες σου, την έλλειψη όρεξης και την ασταθή ψυχολογική σου διάθεση. Η λογοτεχνική και ποιητική σου δεινότητα παρέμενε άθικτη και δεν έπαψες να γράφεις ακόμα και όταν οι διανοητικές διαταραχές επαναλαμβάνονταν με τακτικούς ρυθμούς σε βαθμό που σε αποσυντόνιζαν και καθόριζαν επικίνδυνα, στοίχειωναν επικίνδυνα και ανεπανόρθωτα την καθημερινότητά σου. Ψυχή ταραγμένη, ψυχή τρομαγμένη, ψυχή καθημαγμένη, η ζωή σου κύλησε μέσα στην αδυναμία να βρεις τις ισορροπίες σου και όταν τις έβρισκες η χαρά ήταν πρόσκαιρη καθώς βυθιζόσουν και πάλι στα σκοτάδια σου. Μοιάζεις συνεχώς φυλακισμένη στις σκέψεις σου, η αναπόληση είναι μία σχετικά επιθυμητή αυθυποβολή από μέρους σου σε όλα αυτά που σε στοιχειώνουν. Και η ευτυχία σου, η πολύ περιορισμένη ευτυχία σου, καθορίζεται τελικά άμεσα από αυτό τον διακαή πόθο να αποτινάξεις από πάνω σου κάθε ίχνος λήθης, να εξαϋλωθείς, να απογειωθείς από την πραγματικότητα που σε γεμίζει με λύπη και θλίψη. Σκέψεις και συλλογισμοί ανέκαθεν δεν σε άφηναν ήσυχη να αντιμετωπίσεις τη ζωή με όρεξη και διάθεση και έμοιαζαν ικανές δυνάμεις να σε κρατήσουν σε μια κατάσταση σχεδόν υπό εξαφάνιση με την κλεψύδρα να αδειάζει επικίνδυνα. Είχες εξάλλου εκμυστηρευτεί πως από την αρχή η ιδέα του θανάτου είχε εγκιβωτιστεί στο μυαλό σου και στροβιλιζόταν σαν έναν άνεμο που δεν λέει με τίποτα να κοπάσει, έναν άνεμο που δέρνει τον νου και τον μαστιγώνει μα ήρθε η ζωή να σε πάρει μακριά από την ιδέα αυτή για κάποιο καιρό. Άλλαξες ρότα και κατεύθυνση, προσωρινά από ό,τι φάνηκε, μα το χρονικό διάστημα μέχρι την τελική απόφαση υπήρξε ένα βάσανο, μια δοκιμασία βασανιστική, ένας εσωτερικός όλεθρος. Η ποίησή σου έχει κάτι το ρομαντικό, το απαισιόδοξο με την τάση προς το θανατικό, θυμίζει το γοτθικό που επικρατούσε κάποτε στη δυτική γλυπτική και αρχιτεκτονική, αυτό σε κυνηγάει. Έχει όμως και κάτι το αποκαλυπτικό η ποίησή σου καθώς το έργο σου έχει μια έντονη θρησκευτικότητα, είναι σαν να μπήκες στο χρονοντούλαπο της μηχανής του χρόνου και να ταξίδεψες μέχρι την Πάτμο για να συναντήσεις την ίδια την αποκάλυψη που εσύ αναπαρήγαγες με το δικό σου τρόπο, σαν να συνάντησες τον ίδιο τον Ιωάννη και να σου εκμυστηρεύτηκε στο δικό του δωμάτιο τις δικές του φωνές. Έζησες σε μια κοινωνία, σε μια περιοχή και σε μια εποχή με έντονο το καθολικό πνεύμα να διαπνέει τις ζωές των ανθρώπων ειδικά στην επαρχία της Αμερικής του τέλους του 19ου αιώνα, η πίστη ήταν ένα λιμάνι για μια καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή τόσο για τους ανθρώπους, τους λίγους ανθρώπους που γνώρισες όσο και φυσικά για σένα Έμιλυ. Η ποίησή σου δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπαίνει υπό την σκέπη ενός μόνο είδους ποίησης γιατί εσύ η ίδια, σαν τη μέλισσα το αγαπημένο σου έντομο, αντλείς στοιχεία από πολλά είδη και φτιάχνεις μοναδικά και ανεπανάληπτα το δικό σου προσωπικό μείγμα, τη δική σου ποιητική συνταγή και το δικό σου ποιητικό βασιλικό πολτό. Με ζήλο και αυταπάρνηση, τον παραδίδεις σε εμάς τους αναγνώστες ως πνευματική τροφή μεγάλης τροφικής αξίας και εναπόκειται σε εμάς να τον γευτούμε ως οφείλουμε. Σε εκείνον τον κόσμο που διαμόρφωσες πήγες, στο μόνιμο σπίτι πια της ποίησης και της δημιουργίας κατοικείς και εγώ σου λέω καλή αντάμωση Έμιλυ!
————————————-
Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10 Δεκεμβρίου 1830 – 15 Μαΐου 1886) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Αν και όχι τόσο διάσημη όσο ήταν εν ζωή, πλέον θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Το ποιητικό της έργο επηρέασε σαφώς πολλούς από τους επιγόνους της σε Αμερική και Ευρώπη καθώς οι συναισθηματικές της εξάρσεις και διαταραχές ήταν αυτές που το σημάδεψαν. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας. Όντας μέλος μιας εξαιρετικά συντηρητικής κοινωνίας δίχως επαφές παρά μόνο στο πλαίσιο του εκκλησιασμού, η Ντίκινσον ουσιαστικά αναμετριέται με τον ίδιο της τον εαυτό και με αυτόν πολεμά ενάντια στα θέματα ψυχικής τρικυμίας που την απασχολούν. Ανήκει δικαίως στην κατηγορία των καταραμένων ποιητών και δημιουργών αφού όλο της το έργο χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις και το τέλος της έκδηλο της κατάστασής της.