Τι και αν πρόκειται για ένα από τα εμβληματικότερα και από τα πλέον αντιπροσωπευτικά συγγράμματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η Φόνισσα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε γενιά και για κάθε ηλικία και απαντά σε κάθε εποχή. Είναι τέτοια η γραφή και τέτοια η ιστορία του βιβλίου που ουδείς μπορεί να σταθεί ασυγκίνητος σε ένα έργο που έχει προκαλέσει πλείστες συζητήσεις αλλά και πάρα πολλά ερωτήματα, πολλά από τα οποία παραμένουν αναπάντητα. Γράφτηκε το 1903 και αφηγείται τη ζωή μιας γερόντισσας στο νησί της Σκιάθου από το οποίο κατάγεται και ο Παπαδιαμάντης. Είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας του νησιού μα ο καθρέφτης της κοινωνίας της εποχής επίσης καθώς μαθαίνουμε για τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο ζωής, την ντοπιολαλιά των ανθρώπων του νησιού.
Ένας λογοτέχνης που γνωρίζει πως να αναλύει την ανθρώπινη ψυχή και να την προσφέρει στον αναγνώστη
Ο Παπαδιαμάντης είναι ο σκιαθίτης μοναχός της συγγραφής, ο περίφημος κοσμοκαλόγερος όπως είναι περισσότερο γνωστός. Το σπίτι του πια έχει μετατραπεί σε μουσείο, το οποίο κάθε χρόνο επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι για να έρθουν σε επαφή με το φτωχικό δωμάτιο όπου και συνήθιζε να γράφει τα πολύ σπουδαία βιβλία που όλοι εμείς σήμερα διαβάζουμε. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι προφανώς εντελώς διαφορετική από τη δική μας καθομιλουμένη καθώς γράφει στην καθαρεύουσα, μια γλώσσα σχεδόν ξεχασμένη, η οποία όμως θυμίζει πολύ τα αρχαία ελληνικά. Η ανάγνωση των βιβλίων του Παπαδιαμάντη μπορεί να δυσκολέψει πολλούς και να τους ξενίζει η γραφή και το ύφος, ωστόσο είναι μια πολιτιστική κληρονομιά που δεν πρέπει να χαθεί επ’ουδενί γιατί λαός χωρίς παρελθόν ίσον λαός χωρίς μέλλον.
Εξάλλου, ο Παπαδιαμάντης με τα βιβλία του και τα γραπτά του εν γένει είναι αυτός που ανάθρεψε γενιές και γενιές και τα βιβλία που βρίσκουμε σήμερα στα βιβλιοπωλεία και τις βιβλιοθήκες είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με έναν άλλο θείο κόσμο τον οποίο καταγράφει μέσα από βιβλία όπως η Φόνισσα εν προκειμένω και ο Έμπορος των Εθνών. Μας αποστομώνει με τον λόγο που εκφέρει, με τις εικόνες που διαμορφώνει μέσα από τους χαρακτήρες που μόνον εκείνος θα μπορούσε να πλάσει σε μία τροχιά γλωσσολογική που αγγίζει ψαλμωδία, μια γλώσσα τόσο αρχέγονη, τόσο μοναδική. Έχει αρχαίες και βυζαντινές κυρίως καταβολές, είναι δωρικός σαν τους κίονες του Παρθενώνα και είναι πάντα λιτός, έτσι ακριβώς όπως επέλεξε να ζήσει ολόκληρη την ζωή του.
Η Φόνισσα είναι ένα δαιδαλώδες και αινιγματικό βιβλίο, είναι μια πολυπρισματική ιστορία που ενέχει φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, άρα είναι ένα μυθιστόρημα που αναδεικνύει την ανθρώπινη φύση που παλεύει με τα δεινά που την μαστιγώνουν ενώ παράλληλα μέσω της πρωταγωνίστριας της Φραγκογιαννούς αναδεικνύεται και ο ρόλος της γυναίκας σε μια εποχή δύσκολη για εκείνη. Πρόκειται για μια γυναίκα που την κατατρέχει ένας φόνος και η υπόνοια της επιτέλεσης ενός ακόμα φόνου, τον οποίο όμως στην ουσία δεν διέπραξε. Η Φραγκογιαννού είναι ένα θύμα σαν τη Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της χωρίς προφανώς να είναι περήφανη για την πράξη της λόγω της ψυχικής της διαταραχής και ανωμαλίας ή είναι μια στυγερή δολοφόνος που πρέπει να καταδικαστεί, άρα ο θάνατός της ήταν η επίγεια και δίκαιη τιμωρία της; Είναι ένας αφηγηματικός γρίφος και ο Παπαδιαμάντης οδηγεί την ηρωίδα του στη διάπραξη ενός εγκλήματος για το οποίο η ίδια να μην είναι τελικά ολοκληρωτικά ένοχη, ωστόσο η κοινωνία είναι αμείλικτη και την αποκαλεί δίχως άλλο φόνισσα.
Είναι πολύ πιθανό αυτή η ιστορία στη μικρή κοινωνία της Σκιάθου να κυκλοφόρησε και αυτό το πρόσωπο τελικά να ήταν υπαρκτό. Ο πλούτος όμως του Παπαδιαμάντη είναι στο γεγονός πως θέτει ερωτήματα ως άλλος στοχαστής, ερωτήματα βαθιά για το τί τελικά οδηγεί την ψυχή σε φόνους και σε αποτρόπαιες πράξεις, πως το υποσυνείδητο λειτουργεί, πολλές φορές χωρίς ενσυναίσθηση. Μη λησμονούμε πως ο Παπαδιαμάντης ήταν ένας βαθύς γνώστης και μελετητής της ανθρώπινης ψυχής, ένας μύστης ισάξιος του Ντοστογιέφσκι, ένα μέγεθος με παγκόσμιο ανάστημα. Να αναφερθεί εδώ πως αυτόν τον άνθρωπο που πολλοί θεωρούσαν ανέραστο και ένα απλό θρησκόληπτο παπαδοπαίδι αποδεικνύεται στα γραπτά του ένας υμνητής του έρωτα. Είναι λυπηρό που η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν είναι προσιτή στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και κυρίως στους νέους που υφίστανται τις επιπτώσεις της ισοπέδωσης της ελληνικής γλώσσας εν ονόματι της «δημοκρατίας».
Υπάρχουν ειδικότεροι εμού για να εντρυφήσουν σε πιο ειδικά ζητήματα γύρω από το βιβλίο, επιστήμονες που έχουν αναλύσει τι κρύβεται πίσω από την πράξη της Φραγκογιαννούς, εκείνο όμως που είναι έκδηλο είναι το βάσανο αυτής της γυναίκας που μοιάζει εξόριστη από τον ίδιο της τον περίγυρο τώρα που είναι πια γριά και ατενίζει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Την βρίσκουμε κυνηγημένη να προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες της χωρίς οι τελευταίοι να είναι σίγουροι για την ενοχή της. Η Φραγκογιαννού σκοτώνει γιατί έτσι απαλλάσσει τα κορίτσια από μια ζωή σαν τη δική της, μια ζωή χωρίς ζωή μέσα στην υποχρέωση και το καθήκον, μια ζωή χωρίς χαρά παρά μόνο με σκλαβιά. Έχει όμως το δικαίωμα τελικά να σκοτώνει ένα παιδί ακόμα και όταν όλα είναι μαύρα και δυσοίωνα για το μέλλον του στον κόσμο, είναι αυτή η πράξη της συγχωρητέα;
Είναι σπαρακτικό αλλά και χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα γιατί αποδίδει την τραγωδία μιας γυναίκας σε απόγνωση: “Είχον παρέλθει τρεις ημέραι από την τελευταίαν φυγήν της, από την καλύβην του Λυρίγκου. Η ένοχος γυνή είχε κρυφθή εκεί, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε προς καιρόν τους όνυχας των διωκτών της. Με τα ολίγα δίπυρα τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις το καλάθι της, με τας καυκαλήθρας, τον άνηθον, και τα μυρόνια όσα συνέλεγε, και με το γλυφό νερός της Σκοτεινής Σπηλιάς, είχε διατηρηθή. Το μέρος ήτο σχεδόν άβατο”. Η διαχρονικότητα του κεφαλαίου Παπαδιαμάντης είναι μια πηγή ανεξάντλητη, την οποία όσο ανακαλύπτουμε τόσο πιο πλούσιοι γινόμαστε.
“Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποιον λιβάδι, ποία άνοιξις παράγει αυτό το φυτόν! Και πώς βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και φουντώνει!”
“Αφού η λύπη είνε χαρά, και ο θάνατος είνε ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια”