Πρωτοπόρος της νουβέλας και του διηγήματος, ο Προσπέρ Μεριμέ υπήρξε ο περίφημος συγγραφέας της Κάρμεν που οι περισσότεροι γνωρίζουν από την όπερα του Μπιζέ, η οποία βασίστηκε στο έργο του και βέβαια τη μοναδική Μαρία Κάλλας με την ερμηνεία της που έδωσε πνοή στο κείμενο. Ο Μεριμέ έχει τον τρόπο να θέτει τον έρωτα και τις συνέπειές του σε πρώτο πλάνο με μια θεατρικότητα που θυμίζει Μπωμαρσαί. Σε αμφότερα τα κείμενα ο αναγνώστης βυθίζεται στην ανάγνωση της ταραγμένης ανθρώπινης ψυχής που εκλιπαρεί για έρωτα και αγάπη, που αναζητά ένα χέρι για να κρατηθεί, ακόμα και την ύστατη στιγμή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αρσέν Γκιγιό. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο η ερωτική επιθυμία και η απογοήτευση που προκύπτει από αυτήν, καθώς ο άνθρωπος πάντα θέλει να εκπληρώνει τις επιθυμίες του και να είναι ποθητός. Το μη πάθος και η άρνηση της επιθυμίας οδηγούν σε αδιέξοδα, την περιγραφή των οποίων αναλαμβάνει ο Μεριμέ.
Εις το όνομα του έρωτα και των παιχνιδιών αυτού, ο Μεριμέ ξεδιπλώνει τον μαγευτικό του λόγο
Τι είναι όμως αυτή η περίφημη ερωτική λογοτεχνία; Η ερωτική λογοτεχνία μιλά για τις ηθικές και ανήθικες συμπεριφορές των προσώπων, τους εγωισμούς τους, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους αποτυχημένους έρωτες και τις συνέπειές αυτών. Η ερωτική λογοτεχνία είναι αυτή που μας μιλάει ανοιχτά για τα κοινωνικά ήθη και τις παλινωδίες που ταράζουν την κοινωνία. Τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, οι ιστορικές ανατροπές και οι εξελίξεις, οι πολλές φορές απρόβλεπτες, οδηγούν την κοινωνία, τους ανθρώπους της δηλαδή, να νιώσουν την ελευθερία της ερωτικής περιπέτειας και να εκτονωθούν μέσω ενός φτερωτού Θεού που ποτέ δεν παύει να χειραγωγεί τους ανθρώπους και να εξαπολύει τα βέλη του. Ο άνθρωπος εκτός από πολιτικό ζώο όπως έλεγε ο Αριστοτέλης είναι και ένα ερωτικό ον από την γέννησή του μέχρι και τον θάνατό του και αυτό η ερωτική λογοτεχνία, το αναδεικνύει περίτρανα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή. Οι πόθοι και τα πάθη αναλύονται από τους συγγραφείς και αναδεικνύουν την αδύναμη φύση των ανθρώπων που προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν τις ορέξεις τους για έρωτα, να αντισταθούν στην απιστία και να εκφράσουν τα θέλω τους ή τα όχι τους.
Η Αρσέν Γκιγιό, αυτή η θεσπέσια νουβέλα του Μεριμέ, είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα ταλαιπωρημένο, ένα βασανισμένο πλάσμα που βρίσκεται σε μια κατάσταση τραγική καθώς βιώνει μια ερωτική απογοήτευση, όμοια με εκείνην της μοιραίας Κάρμεν. Πώς να χαλιναγωγήσεις το πάθος και πώς να το σβήσεις ενώ σε καίει μέσα σου οδηγώντας τον νου σε περίεργα και επικίνδυνα μονοπάτια; Η Αρσέν Γκιγιό είναι και αυτή μια καταραμένη γυναίκα, μια γυναίκα όμηρος των πιο μύχιων συναισθημάτων που την καθορίζουν και την οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή. Ο Ροσεφουκώ έγραφε: «Όλα τα πάθη μας οδηγούν στην διάπραξη σφαλμάτων αλλά με τον έρωτα κάνουμε τα περισσότερα». Και αυτό είναι το δικό της πεπρωμένο από το οποίο αδυνατεί να ξεφύγει, η πτώση έχει ήδη συντελεσθεί και τίποτα δεν προμηνύεται ευοίωνο παρά τις προσπάθειες της κυρίας ντε Πιεν που προσπαθεί να την επαναφέρει. Δεν είναι μόνο τα σωματικά τραύματα που την καθιστούν παραπάνω από ευάλωτη και καταδικαστικά εύθραυστη, είναι το γεγονός πως ο ψυχικός της κόσμος πνέει τα λοίσθια και επιστροφή δεν διαφαίνεται.
Το δρομάκι της Λουκρητίας είναι σε εντελώς διαφορετικό αφηγηματικό αλλά και ύφος περιεχομένου από αυτό της Αρσέν Γκιγιό, είναι μια πιο ανάλαφρη ιστορία που παίζει πολύ με το γοτθικό παρελθόν της Γαλλίας και όχι μόνο, σαν να παρακολουθούμε κινηματογραφικά πλάνα μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινή όπου όμως το γκροτέσκο επικρατεί. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε παραδεχτεί πως έγραψε μια νουβέλα αξιοσημείωτη, τόσο σε επίπεδο στοχασμού όσο και σε επίπεδο ύφους, αυτό διαβάζουμε στην εξαιρετική και τόσο διαφωτιστική εισαγωγή της Ευαγγελίας Κουλιζάκη, μια εισαγωγή που παρέχει προστιθέμενη επεξηγηματική αξία στην εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Γύζη. Το δρομάκι της Λουκρητίας εκτός από το υπερφυσικό του χαρακτήρα έχει και μια σύνδεση με το ιστορικό παρελθόν, ένα αναγεννησιακό παρελθόν καθώς μορφές σαν αυτές της Λουκρητίας μοιάζουν να κυκλοφορούν στα σοκάκια της πόλης, ανεξαρτήτως εποχής.
Ο Μεριμέ όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς, σύγχρονοι του και σίγουρα μεταγενέστεροι θα κινηθούν στο ρυθμό του ανεπηρέαστου και αλύγιστου ντε Σαντ που ποτέ δεν έπαψε να ριζώνει σε αυτό που ονομάζουμε ερωτική λογοτεχνία μέχρι που άφησε σε εμάς την έννοια του σοδομισμού. Η Γαλλία σε αντίθεση με τις άλλες χώρες θα στιγματιστεί και θα σημαδευτεί από την ανηθικότητά της για την οποία βέβαια οι υπόλοιποι υποκριτικά την κατηγορούν. Όπως ακριβώς οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι βγαίνουν από τα εργαστήριά τους έτσι και οι συγγραφείς συχνάζουν σε μέρη όπου παρατηρούν τον κόσμο. Η ερωτική λογοτεχνία διαμορφώνεται την εποχή του 19ου αιώνα από συγγραφείς, οι οποίοι διαδραμάτισαν ρόλο στην επανάσταση, συμμετείχαν στον αναβρασμό ή μεγάλωσαν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον ποτισμένο από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κυρίως στο Παρίσι.
Ο Μεριμέ, ειδικά με την Αρσέν Γκιγιόν, θα παραμείνει πιστός στο γαλλικό παραδοσιακό αφηγηματικό ερωτικό γίγνεσθαι προσθέτοντας φυσικά τις δικές του προσλαμβάνουσες και εντάσσοντας έναν λόγο δραματικά θεατρικό σε σημείο να ταυτίζεται ως προς την απεικόνιση αυτής της δραματικότητας με τον περίφημο πίνακα του επίσης Γάλλου Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ Ο σύρτης του 1779, έναν πίνακα όπου υπάρχει έντονη αυτή η αγωνία πίσω από αυτό που ο θεατής βλέπει, ένας πίνακας γεμάτος συμβολισμούς και αλληγορίες, ακριβώς όπως και το κείμενο του Μεριμέ δηλαδή. Με όπλο το μελάνι και τις σκέψεις του για τον έρωτα, την ανθρώπινη συνείδηση και τον κόσμο, ο συγγραφέας παραδίδει στον αναγνώστη προσωπογραφίες ανθρώπων του καιρού του και τον προσκαλεί σε συμμετοχή σε έναν κόσμο τόσο όμορφα τραγικό.
“Σαν δένεται ο άνθρωπος με της σκλαβιάς του τα δεσμά/Κόβονται βάναυσα της αρετής του τα φτερά”
“Οι ακλόνητες πεποιθήσεις καθιστούν τους ανθρώπους αναίσθητους. Κι όπως ο χειρουργός αγγίζει με τη φωτιά και το σίδερο την πληγή χωρίς να ακούει τις κραυγές του ασθενούς, η κυρία ντε Πιεν είχε προσηλωθεί στο καθήκον της με αμείλικτη αποφασιστικότητα”