Είναι κάποιοι λογοτέχνες που έχουν αδικηθεί από την ίδια την ιστορία, παρόλο που το έργο τους και το αφηγηματικό τους εκτόπισμα θα δικαιολογούσε το ακριβώς αντίθετο. Είναι όμως δυστυχώς εκείνες οι συγκυρίες κάθε εποχής και τα ρεύματα της δημοσιότητας που είτε επιτρέπουν είτε παρεμποδίζουν την ανέλιξη και την ομαλή πορεία των συγγραφέων αυτών. Όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με την περίπτωση του σπουδαίου Δημοσθένη Βουτυρά. Ο ίδιος έπρεπε πρώτα να αναδειχθεί στην εκτός Ελλάδας παροικία της Αλεξάνδρειας και έπειτα να εδραιωθεί, όσο αυτό ήταν εφικτό, στον ελλαδικό χώρο χωρίς όμως να αποφύγει τις επιθέσεις που αφορούσαν στα γραπτά του. Το γράψιμο του είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλειώδες και δεν είναι τυχαίο που το 1928, ένα από τα διηγήματά του συμπεριλήφθηκε σε γαλλικό περιοδικό της εποχής συντροφιά με άλλα διηγήματα κορυφαίων συγγραφέων της εποχής.
Βαδίζοντας σε βάθος προς την άγνωστη χώρα του ανθρώπινου ψυχισμού
Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι από τις περιπτώσεις των συγγραφέων που το έργο τους είναι μια βαθιά ανασκαφή στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης. Φέρνουν στην επιφάνεια την ανθρώπινη φύση, τις σκοτεινές στοές μέσα στις οποίες κινείται ο ανθρώπινος νους και το σκοτεινό φάσμα που καλύπτει αυτό που ονομάζουμε ζωή και θάνατος. Ο Βουτυράς με την γραφή του, που εκπέμπει ποιητικότητα και ύφος που παραπέμπει πολύ έντονα στον Κιρόγα, παρουσιάζει τον άνθρωπο της εποχής του, γυμνό και απαλλαγμένο από φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις. Οι ήρωες του Βουτυρά είναι βουτηγμένοι σε ένα σκοτεινό παρόν που σκιάζει τις ζωές τους και αυτοί με σπαρακτική φωνή και αγώνα παλεύουν να εξηγήσουν το κάθε τι ανεξήγητο και δυσερμήνευτο με όποιες δυνάμεις τους απομένουν αναστατωμένοι από όσα εκτυλίσσονται γύρω τους. Διαβάζουμε για παράδειγμα στο διήγημα Το κακούργημα του ιερέως κρίσιμα λόγια μα λόγια αληθινά: “Δε φεύγεις, όχι!… Αυτήν ήταν αδελφή μου!… Θα σε πνίξω! Σε συγχώρεσε ο παπάς εν ονόματι του Θεού, μα ο αδελφός, ο άνθρωπος, δε σε συγχωρεί!”.
Μοιάζει ο τρόμος και η εικόνα του θανάτου να αποτελούν ατμομηχανή της έμπνευσης του Βουτυρά τοποθετώντας την αφήγηση σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, σε μία ατμόσφαιρα μακάβρια συντροφιά με παράξενα όντα όμοια με αυτά για τα οποία ο Μπόρχες μας μιλάει στο βιβλίο του. Ο Βουτυράς, με το μαύρο στις εξιστορήσεις του, ουσιαστικά εισάγει μία νέα λογοτεχνική αφηγηματική τέχνη που συνδυάζει το ιστορικό και τα συμβάντα της πρόσφατης ιστορίας που έζησε αλλά και το αλλόκοτο, το θανατικό, το φανταστικό και το μεταφυσικό μέσα από ένα πάντρεμα που εγείρει πλείστα ερωτήματα. Δεξιοτεχνικά και σαφώς με περισσή ευφυΐα κατορθώνει να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σε έναν λογοτεχνικό ιστό αράχνης μέσα στον οποίο ουσιαστικά ξεβολεύεται και ακροβατεί ανάμεσα στην παραμονή και στη φυγή. Οι ήρωές του πρόσωπα υπαρκτά ή μη, αποτελούν μία πρώτης τάξης επαφή με την σκληρότητα των ιστορικών στιγμών, την ωμότητα των πολέμων που άφησαν πίσω τους ρημάδια και εικόνες δύσκολης επιβίωσης και θανάτου. Ο Βουτυράς όμως δείχνει και την ευαισθησία του στα ζώα, σε μια εποχή πολύ πιο άγρια από την σημερινή όπου στα ζώα δεν αναγνωριζόταν κανένα δικαίωμα, είναι μια φωνή μέσα στο πουθενά και το τελευταίο διήγημα είναι μια προφητικά επίκαιρη ματιά ως προς την ευζωία των ζώων.
Στις ιστορίες που βρίσκουμε σε αυτήν την τόσο φροντισμένη και ποιοτική από κάθε άποψη έκδοση, ο αναγνώστης επιχειρεί κατάδυση στα άδυτα νερά ενός συγγραφέα που μπορεί κανείς να τον παρομοιάσει με τον νατουραλιστή Μωπασάν, ειδικά ως προς την ιστορία με τίτλο Παρλαράμα. Εκεί θα βρούμε αυτό το φανταστικό στοιχείο που κυριαρχεί κατά κόρον και στον Οξαποδώ του Γάλλου Μωπασάν, ένα διήγημα που ενδεχομένως να γνώριζε ο Βουτυράς. Κυρίαρχο βέβαια στοιχείο στις ιστορίες αυτές είναι αυτό που πραγματευόταν και ο καταραμένος λόγω της ζωής του Πόε, μία καταβύθιση στον Άδη της ψυχής του να αναζητά την λύτρωση μέσα από τις λέξεις και τις σκέψεις που καταγράφονται στο χαρτί. Όμοια με τον Πόε, ο Βουτυράς οδηγείται σε έναν κατά βάση εσωτερικό μονόλογο/διάλογο με τα δικά του φαντάσματα και μέσα από τους πρωταγωνιστές του παίρνουν σάρκα και οστά όσα τον απασχολούσαν. Ξεδιπλώνει το φάσμα της δυστυχίας, της αγριότητας, της απελπισίας, ενός παράξενου και αόρατου μαύρου σύννεφου που στέκεται πάνω από τις ζωές και τις στοιχειώνει.
Ο Βουτυράς με κάθε τρόπο φροντίζει να ντύσει τη γραφή του με έναν ποιητικό οίστρο που καθηλώνει. Παλεύει χωρίς αμφισβήτηση με τον ίδιο τον νου του που συνθλίβεται από μία ολοκληρωτική εικόνα απόγνωσης, η οποία και περνάει στο χαρτί μέσω των ηρώων του. Ίσως να είναι η εικόνα του πατέρα του που ύστερα από την οικονομική καταστροφή αυτοκτόνησε, ίσως να είναι οι κρίσεις επιληψίας οι οποίες τον κυνηγούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, ίσως πάλι οι εικόνες των νεκρών από τα μέτωπα των πολέμων που σίγουρα θα είχε δει σε φωτογραφίες. Όλο αυτό το σύνολο εμπειριών δεν θα μπορούσε παρά να κλονίσει τη δική του ιδιαίτερα ευαίσθητη φύση. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αυτούς εξάλλου τους ανθρώπους, τους εξαθλιωμένους, τους κατατρεγμένους και φτωχούς τους γνώριζε καλά έχοντας ζήσει κοντά τους πολλά χρόνια και έχοντας νιώσει τις αγωνίες και τους φόβους τους. Ο Βουτυράς, όπως αναφέρει και ο Βάσιας Τσοκόπουλος στην εισαγωγή του βιβλίου, μίλησε για όλα: για την ανθρώπινη αποκτήνωση, την εκμετάλλευση, την εκδίκηση, την απελπισία, την ερωτική έλξη, τον πόλεμο, τον φόβο, την απόκλιση, τα όνειρα, “τα τινάγματα του νου”.
“Τα κύματα ανοίγουνε γκρεμνούς, βάραθρα ͘ και το πλοίο κατεβαίνει, γκρεμίζεται… Ο Ηλίας ταράζεται και συνέρχεται και με χαρά βλέπει πως είναι κεί, στο κρεβάτι του, και σφίγγει δυνατά τις σιδερένιες σωλήνες του κρεβατιού”
“Κι έχουνε ψυχή τα βόδια! Κι έχουνε ψυχή, μωρέ παιδιά, έχουνε ψυχή! Τί να σας πω;”