Είναι γνωστές οι ιστορίες στρατιωτών από τα πολεμικά μέτωπα όπου έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις πρωτόγνωρες, συνθήκες άθλιες μέσα στα χαρακώματα και τις κακουχίες, είναι ένα βίωμα που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει όποιος έχει συμμετάσχει σε έναν πόλεμο. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες των στρατιωτών όμως, είναι και εκείνες των γνωστών συγγραφέων και καλλιτεχνών που πολέμησαν και ύστερα μέσα από τα έργα τους κατέγραψαν τόσο γλαφυρά τα όσα σκληρά και βίαια αντίκρυσαν οι ίδιοι. Η περίπτωση του συγγραφέα του βιβλίου ο Φύλακας στη Σίκαλη Τζ. Ντ. Σάλιντζερ είναι χαρακτηριστική των όσων είδε και έζησε από πρώτο χέρι. Τα όσα διαβάζουμε και από τον Ηλία Βενέζη στη Ζωή εν τάφω είναι επίσης αντιπροσωπευτικά των όσων συνέβαιναν στις ψυχές των ανθρώπων που καλούνταν να υπερασπιστούν τις αποφάσεις άλλων.
Πολεμώντας για έναν σκοπό πολλές φορές ανεξήγητο και δυσερμήνευτο
Οι στρατιώτες, επώνυμοι και μη, βίωσαν τον πόλεμο από κοντά και κλήθηκαν ύστερα να διαχειριστούν τις επιπτώσεις στο μυαλό και την ψυχή τους με μεγάλη δυσκολία, η περίπτωση του πρωταγωνιστή του Χέρτσογκ δεν απέχει από όλα τα προηγούμενα, ίσα ίσα το αντίθετο. Η ιστορία του Ονόντα είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκεται στη μεριά του ιαπωνικού στρατοπέδου να προσπαθεί να επιβιώσει εν μέσω Β’ Παγκοσμίου πολέμου, να υπερασπίζεται με ζέση και θάρρος την πατρίδα του. Οι περιγραφές του Χέρτσογκ αποτυπώνουν πλήρως την αγωνία, την ανησυχία, τον φόβο του θανάτου που διακατέχει τον ήρωα ενώ παράλληλα με αυταπάρνηση κινείται σιωπηλά για να μην πιαστεί αιχμάλωτος και να μπορέσει να αποτρέψει τον εχθρό από το να κυριεύσει τον χώρο του. Πρόκειται για έναν σκληρό πόλεμο, αδυσώπητο, έναν πόλεμο που διεξαγόταν με το σύνθημα ο θάνατός σου η ζωή μου.
Πολλοί είναι αυτοί που βίωσαν την βαρβαρότητα και τον αλληλοσπαραγμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός άδικου πολέμου που οι άνθρωποι πλήρωσαν με την ζωή τους για ιδανικά βαμμένα με αίμα και δίχως μια πραγματική ελπίδα για ειρήνη, η ειρήνη κενό γράμμα άνευ περιεχομένου και η ζωή τους μία παρτίδα παιγμένη στο σκάκι. Είναι η επιβεβαίωση αυτού που είχε κάποτε πει ο Πωλ Βαλερύ -και έχει δίκιο- πως πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Αυτή λοιπόν τη ζοφερή πραγματικότητα περιγράφει ο συγγραφέας χαρίζοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να μάθει για τα πρόσωπα και τους στρατιωτικούς που έπαιξαν ρόλο στις αποφάσεις εκείνης της στιγμής, όταν ο Ονόντα βρισκόταν νέος ακόμα μέσα στον πυρετό της σύγκρουσης.
Ο Χέρτσογκ όμως δεν στέκεται μόνον εκεί, τα χρόνια περνάνε και ο Ονόντα θα συνεχίσει να βρίσκεται στα εδάφη εκείνα υπερασπιζόμενος ακόμα τα χώματα ξεχασμένος σε ένα απομονωμένο νησί στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού μη γνωρίζοντας καν πως έχει τελειώσει ο πόλεμος και πως βρίσκεται εκεί παλεύοντας πια όχι τον εχθρό, αφού δεν υπήρχε πια, αλλά την ίδια την άγρια φύση και τις δικές του σκέψεις, τα δικά του φαντάσματα που τον ακολουθούσαν. Είναι η προσωπογραφία ενός στρατιώτη, μια αληθινή ιστορία που μας θυμίζει πόσο σημαντικά είναι κάποια πρόσωπα και πόσο δραματικές μπορεί να γίνουν οι αφηγήσεις τους. Ο Χέρτσογκ συνάντησε τον ίδιο τον Ονόντα, ο οποίος και του περιέγραψε όλο αυτό το χρονικό των τραγικών και κρίσιμων γεγονότων και μάλιστα όταν τον κάλεσαν για να τον απελευθερώσουν από εκείνο το νησί ο ίδιος ο Ονόντα πίστευε πως του είχαν στήσει ενέδρα και ήθελαν να τον σκοτώσουν.
Ο ίδιος ο Ονόντα αφηγείται με χαρακτηριστικό τρόπο τα παρακάτω συγκλονιστικά που καταδεικνύουν και τον εσωτερικό ψυχισμό του, την έντονη ψυχολογική πίεση και τον αγώνα του να παραμείνει ζωντανός μέσα σε αυτήν την ζούγκλα: “Στο νησί έχουν έρθει άνθρωποι με πολιτικά, με κάθε μεταμφίεση που μπορεί κανείς να φανταστεί. Όλοι τους ήθελαν μόνο ένα πράγμα: να με εξουδετερώσουν, να με πιάσουν αιχμάλωτο. Έχω επιβιώσει από εκατόν έντεκα ενέδρες. Έχω δεχτεί επανειλημμένα επιθέσεις. Δεν μπορώ πια να μετρήσω πόσες φορές με πυροβόλησαν. Κάθε άνθρωπος σ’αυτόν τον τόπο είναι εχθρός μου”. Είναι ένα απόσπασμα που μαρτυρά τη μοναχικότητα και ακόμα πιο πολύ τη μοναξιά του στρατιώτη, ο οποίος είναι πιστός στο καθήκον και παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, να μη λυγίσει, να μην τρομάξει, να σταθεί όρθιος γιατί κινδυνεύει από παντού και κανείς δεν μπορεί να τον σώσει παρά μόνον ο εαυτός του αρκεί να μην μείνει από δυνάμεις.
Ο Χέρτσογκ ξεδιπλώνει όλο το φάσμα των εξελίξεων μέσα στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων σε εκείνο το απομακρυσμένο μέρος του πλανήτη, μέσα σε βομβαρδισμούς που λαμβάνουν χώρα και τον εχθρό, τους Αμερικανούς εν προκειμένω, να βρίσκονται πολύ κοντά. Εδώ είναι που ο συγγραφέας καλεί τον πρωταγωνιστή Ονόντα να θυμηθεί, να πάει πίσω σε όλα όσα έγιναν και είναι σαφές πως αυτές οι μνήμες δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν, πολλές φορές είναι οι μνήμες αυτές που λειτουργούν λυτρωτικά για τον άνθρωπο που έζησε τα γεγονότα και κατάφερε να βγει αλώβητος έχοντας πλήρη γνώση πως το νήμα της ζωής του κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή.
“Οι αναμνήσεις – ίσως μόνο ένα όνειρο – των πρώτων ημερών που ακολούθησαν είναι θολές, έχουν αποκτήσει τη δική τους ζωή. Τα θραύσματά τους αλλάζουν και αναδιατάσσονται, απροσδιόριστα και χωρίς μοτίβο, σαν φύλλωμα που έχει ανακατευτεί από τον στροβιλισμό, αλλά αποκαλύπτει από πού προέρχεται και προς τα πού θα πετάξει”