Αγοράστε το βιβλίο από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη
«Τίποτα, πράγματι! Το τίποτα ήταν αληθινά ανείπωτο. Καθώς το καμιόνι ξεκίνησε σηκώνοντας ένα σύννεφο από κόκκινο χώμα πίσω του που έπνιξε στον βήχα τον φρουρό με το παιδικό πρόσωπο, είδαμε τον διοικητή να απομακρύνεται και τον ανιχνευτή Χμονγκ, τον φιλοσοφημένο γιατρό, και τον μαύρο πεζοναύτη να σκεπάζουν τα μάτια τους. Μετά στρίψαμε σε μια γωνία, και το στρατόπεδο χάθηκε από τα μάτια μας. Όταν ρωτήσαμε τον Μπον για τους άλλους συντρόφους μας, αυτός μας είπε ότι ο αγρότης από το Λάος είχε χαθεί στο ποτάμι, στην προσπάθειά του να ξεφύγει, ενώ ο ακόμα πιο μαύρος πεζοναύτης πέθανε από αιμορραγία όταν μια νάρκη του τίναξε τα πόδια στον αέρα. Στην αρχή μείναμε σιωπηλοί καθώς ακούγαμε τα νέα. Για ποιον αγώνα, για ποιον σκοπό πέθαναν; Για ποιο λόγο είχαν πεθάνει εκατομμύρια άλλοι, συχνά παρά τη θέλησή τους, στον μεγάλο μας πόλεμο που έγινε για να ενώσουμε τη χώρα μας και να απελευθερωθούμε; Όπως αυτοί, έτσι κι εμείς είχαμε θυσιάσει τα πάντα, αλλά τουλάχιστον είχαμε ακόμη χιούμορ. Αν κανείς το σκεφτόταν αληθινά, από κάποια απόσταση, έστω με την πιο αμυδρή ειρωνεία, θα μπορούσε να γελάσει με το αστείο που παίχτηκε εις βάρος μας, εις βάρος εκείνων που τόσο πρόθυμα είχαν θυσιάσει εαυτούς και αλλήλους. Κι έτσι γελάσαμε και γελάσαμε και γελάσαμε, και όταν ο Μπον μας κοίταξε λες και είχαμε τρελαθεί και ρώτησε τι τρέχει μ’ εμάς, σκουπίσαμε τα δάκρυα από τα μάτια μας και είπαμε, Τίποτα.» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).