Είναι ευχής έργον και χαράς ευαγγέλιο να έρχεσαι αντιμέτωπος με συγγραφείς που διαπερνούν την ψυχή σου σαν ρεύμα μέσα από την αφήγησή τους, μια αφήγηση που κυλάει σαν ποτάμι και παρασέρνει κάθε συναίσθημα. Το βιβλίο της Κάρολ Σίλντς είναι ένα βιβλίο σταθμός, στιβαρό, βαθιά αληθινό γιατί περιγράφει τη ζωή μιας γυναίκας του 20ου αιώνα, τη ζωή μιας γυναίκας που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αντιπροσωπευτική ειδικά για το δυτικό κόσμο. Ο τρόπος που ξετυλίγεται η ζωή της ηρωίδας ενέχει συναισθηματισμό και αποκαλύπτει την σχέση της τόσο με τον ίδιο της τον εαυτό και τα διλήμματά της ενώ παράλληλα περιγράφει τους δεσμούς της με κάθε μέλος με το οποίο θα συνδεθεί μέσα στο διάβα της ζωής της. Η Κάρολ Σίλντς, όχι ιδιαίτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό, είναι μια συγγραφέας αποκάλυψη που αξίζει κάθε αναγνώστης να ανακαλύψει γιατί μιλάει κατευθείαν στον ψυχισμό μας, αγγίζει κάθε φύλο, κάθε ηλικία, είναι ένα βιβλίο οικουμενικό και για κάθε εποχή.
Μια γυναίκα στη δίνη της ιστορίας που διαμορφώνεται και του ψυχισμού της που σμιλεύεται
Πρόκειται για ένα χρονικό της πρωταγωνίστριάς της Ντέιζι, είναι μια ιστορία που ξεδιπλώνεται μέσα σε έναν αιώνα γεμάτο συγκινήσεις και ανατροπές τόσο ιστορικά όσο και κοινωνικά. Αυτές οι ανατροπές συμβαίνουν και στην ίδια τη ζωή της, από τη μικρή ηλικία όπου μας αφηγείται τις στιγμές της οικογένειάς της, το λίγο χρόνο που γνώρισε τη μητέρα της, στη συνέχεια τα χρόνια της δύσκολης εφηβείας της, τους γάμους της, τη σχέση με τα παιδιά της, τα δύσκολα χρόνια των γηρατειών και το τέλος της μέσα από τα μάτια των άλλων που την περιγράφουν ως μητέρα, θεία και φίλη. Είναι όμως πάνω από όλα μια δική της εξομολόγηση, μια καταγραφή των δικών της αγωνιών, συναισθημάτων, η Ντέιζι γίνεται στα χέρια της συγγραφέως ένα πρόσωπο οικείο σε εμάς γιατί ζούμε μαζί της κάθε στιγμή, την συμπονούμε, την κατανοούμε, συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες της, αντιλαμβανόμαστε τις χαρές και τις λύπες της. Κάθε περίοδος είναι και ένα ξεχωριστό κεφάλαιο μιας ζωής κανονικής με τα πάνω και τα κάτω της.
Η Ντέιζι είναι μια αγία της εποχής της, αναλύει τον εαυτό της μέσα από το περιβάλλον μαζί με το οποίο ζει και είναι ο χρόνος που περνάει μαζί με εκείνη, κάθε δεκαετία έχει τα δικά της γεγονότα, βλέπει τον εαυτό της κάθε φορά μέσα από ένα νέο πρίσμα, στην αρχή ως κορίτσι, στην συνέχεια ως γυναίκα και σύζυγος, ύστερα ως μητέρα και θεία, τέλος ως γιαγιά. Είναι ένας χρόνος αμείλικτος τον οποίο προσπαθεί να διαχειριστεί και η αποστολή της δεν είναι πάντα εύκολη καθώς βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη και κοιτάει κάθε φορά το μέσα της, πόσο έχει ωριμάσει, σε τι κατάσταση βρίσκεται. Είναι αναμφίβολα ένα βαθιά ψυχολογικό μυθιστόρημα όπου ζούμε τη ζωή μιας γυναίκας όμοιες με αυτές του Στέφαν Τσβάιχ, τη ζωή μιας νοικοκυράς και μιας μητέρας και συζύγου που έρχεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα της καθημερινότητας, της δικής της καθημερινότητας σε συνάρτηση με τον τρόπο που οι άλλοι την βλέπουν.
Η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου μας εκμυστηρεύεται τα εξής πολύ ενδιαφέροντα: “Τα Πέτρινα ημερολόγια φαινομενικά μόνο είναι ένα έργο ιδιωτικό, το προσωπικό ημερολόγιο μιας γυναίκας ͘ εκ των υστέρων ξαφνιάζομαι κι εγώ με τις σχεδόν δημόσιες διαστάσεις της γραφής του. Μου άρεσε αυτό το ομαδικό assemblage, αυτή η συλλογή λεκτικών τύπων και σκόρπιων ανεκδότων. Σ’ αυτή τη διαδικασία οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της χαράς που ένιωθα εκείνα τα δύο χρόνια”. Ως αναγνώστες νιώθουμε πως εισβάλλουμε στον ιδιωτικό χώρο της συγγραφέως γιατί είναι πολύ πιθανόν πολλά από όσα αναφέρει να αποτελούν και μέρος της δικής της ζωής και η Ντέιζι να αποτελεί έναν άλλον εαυτό της. Όπως και να έχει, αληθοφανής ή όχι, μοιραζόμαστε τις πολύ προσωπικές της στιγμές σαν η συγγραφέας να μας έχει δώσει το κλειδί με το οποίο ξεκλειδώνεται το συρτάρι όπου φυλάσσονται τα περισσότερα μυστικά της Ντέιζι. Και εκτός αυτού έχουμε γράμματα των προσφιλών της προσώπων που γράφουν για εκείνη και μας δίνουν τη δική τους οπτική, ο καθένας με τον τρόπο του.
Η Ντέιζι οφείλει ως γυναίκα, σύζυγος και μητέρα να αποτελεί πρότυπο και θεμέλιο μιας φυσιολογικής οικογενειακής ζωής, αυτό είναι εξάλλου το μοντέλο που έχει διαμορφωθεί αιώνες τώρα και εδώ δεν πρόκειται να αλλάξει. Η προσωπικότητα της Ντέιζι είναι δυναμική αλλά η θέση της είναι στο σπίτι και στα καθήκοντά της ως μητέρα και σύζυγος, ακολουθεί την παράδοση. Είναι ένα σύμβολο της σταθερότητας και της ομαλότητας, είναι η πιστή σύντροφος και συνοδοιπόρος για την οποία έχουμε διαβάσει σε όλα τα μυθιστορήματα των προηγούμενων αιώνων. Κάθε φορά που μια γυναίκα τολμά να κάνει κάτι άλλο από εκείνο για το οποίο προορίζεται αυτό θεωρείται αυτομάτως επαναστατικό και η κοινωνία αντιδρά και την απορρίπτει ως κάτι μη αποδεκτό, παράδειγμα η Νανά στον Ζολά ή η Άννα Καρένινα στον Τολστόι, δύο γυναίκες που καταδικάστηκαν στα μάτια του κόσμου.
Επομένως, η Κάρολ Σίλντς μας περιγράφει μια γυναίκα στην αυγή του 20ου αιώνα, ένα πρόσωπο σχεδόν θρησκευτικό καθώς ευλαβικά γνωρίζει τα όριά της και ακολουθεί πιστά τον ρόλο της στη ζωή, αυτό για το οποίο είναι ταγμένη. Είναι αυτό που περιγράφει η Πενέλοπε Λάιβλι στη δική της εισαγωγή τονίζοντας πως “Η Ντέιζι γεννιέται σ’ έναν κόσμο όπου η γυναίκα οφείλει κατά πρώτον και κυρίως να είναι στήριγμα και θεμέλιο γρανάζι της οικογενειακής ζωής. Πεθαίνοντας αφήνει έναν κόσμο που έχει συρρικνωθεί, ένα παγκόσμιο χωριό, όπου οι γυναίκες πρέπει να βγαίνουν από το σπίτι και να εργάζονται”. Οι τεκτονικές αλλαγές που συμβαίνουν στον άστατο και τραυματικό εικοστό αιώνα δεν θα μπορούσαν να μην έχουν συμπεριληφθεί από την συγγραφέα, η οποία παρακολουθεί τις εξελίξεις καθώς η ίδια της ζει και τις παρατηρεί, είναι η πορεία της στη ζωή παράλληλη με αυτή της Ντέιζι για αυτό και μπορούμε να εικάσουμε πως το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να είναι αυτοβιογραφικό εκτός από αριστουργηματικό.
“Η ζωή είναι μια ατελείωτη επιστράτευση μαρτυριών. Φαίνεται πως έχουμε ανάγκη από θεατές ικανούς να παρατηρήσουν την υπερβολή ή την ντροπή μας, έχουμε ανάγκη την προσοχή των άλλων”
“Είναι αδύναμη, πλεούμενο χωρίς αγκυροβόλι, χωρίς πραγματική υπόσταση – γυναίκα”