Είναι ευχής έργον όταν βιβλία κομβικά σαν αυτό βλέπουν ξανά το φως της ανατύπωσης και παρουσιάζονται σχεδόν ως καινούργια διότι κείμενα σαν και αυτό έχουν πολλές ζωές να διανύσουν, ζωές που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από την ανάγνωση και την επαφή με το κοινό. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα αινιγματικό μυθιστόρημα από έναν καθόλα αινιγματικό συγγραφέα, έναν συγγραφέα το ποιόν του οποίου τίθεται εν αμφιβόλω – πολλοί είπαν πως είναι γραμμένο από τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ με ψευδώνυμο – καθώς χάνουμε κάπως το νήμα της ζωής του και το τι τον οδήγησε να γράψει ένα βιβλίο σαν και αυτό. Χάρη στις εκδόσεις Ροές που παραμένουν δεκαετίες τώρα πιστές στην ποιοτική και στοχαστική λογοτεχνία, ο Αγκέεφ γράφει ένα μυθιστόρημα που αναδύεται σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι από τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής για να μας μιλήσει για αυτήν με κάθε λεπτομέρεια.
Ένας άνθρωπος παραλυμένος και διαλυμένος από τη ζωή αφηγείται τον εθισμό του
Είναι η ενσάρκωση του ανθρώπου που πάσχισε να βρει τα βήματά του, να ξεφύγει από το σκοτάδι του και να ξεφύγει από τα χτυπήματα μίας ζωής που δεν του χάρισε τίποτα. Μία ταλαιπωρημένη ψυχή που με την ευαισθησία του και την ανήσυχη ζωή του κατάφερε σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ να μετουσιώσει την οδύνη του σε έργο, ένας Χριστός της καθημερινότητας μέσα σε μία κοινωνία που δεν έχει κατανόηση και χώρο για το διαφορετικό. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ένας διχοτομημένος, ένας ρημαγμένος άνθρωπος, είναι η πεμπτουσία του αμαρτωλού ανθρώπου που οδηγείται στα άκρα, που κατακρημνίζεται και περιμένει την δαμόκλειο σπάθη της τιμωρίας να πέσει ως πέλεκυς επί της κεφαλής του. Ο Αγκέεφ είναι σκληρός και αδυσώπητος με τον ήρωά του διότι την ίδια στιγμή είναι ανελέητος με τον ίδιο του τον εαυτό και ο ήρωάς του είναι η απόλυτη αντανάκλαση του ίδιου και των σκοταδιών στα οποία προφανώς έχει περιπέσει.
Ο Αγκέεφ απαθανάτισε τον σύγχρονο άνθρωπο που ρέπει μεταξύ λογικής και παραλόγου, μεταξύ ήθους και ανηθικότητας, μεταξύ δύναμης και αδυναμίας και ειδικά στο τελευταίο μέρος του βιβλίου αυτό γίνεται πασιφανές καθώς ο ήρωας οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή του ύστερα από παλινωδίες και περιδινήσεις στον κοινωνικό περίγυρο. Διαβλέπουμε καθαρά την συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα αφού ο σύγχρονος άνθρωπος έχει από καιρό χάσει την επαφή του με τα θεία που τελικά είναι και το μόνο μέσο απελευθέρωσης και απενεχοποίησης της ένοχης ψυχής. Διαβάζουμε για έναν άνθρωπο αποσυνάγωγο και σχεδόν παρείσακτο, μια ανθρώπινη ψυχή που είναι χαμένη στις αβύσσους της ζωής, μια ψυχή απογοητευμένη και δυστυχισμένη που στα ναρκωτικά πασχίζει να βρει το χαμένο νόημα της ζωής του.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια απλή ιστορία, στα λόγια του κρύβεται όλη η σοφία του, όλες οι ανησυχίες του, όλος ο εσωτερικός κόσμος μιλάει εδώ και ξετυλίγει τις σκέψεις του Αγκέεφ για τη ζωή και τον άνθρωπο ακριβώς όπως έπραξε και ο Ντοστογιέφσκι στα δικά του βιβλία, οι ομοιότητες είναι πολλές και είναι πιθανόν ο Αγκέεφ να είχε εντρυφήσει στην ντοστογιεφσκική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Ο εθισμός στα ναρκωτικά μοιάζει το μόνο φάρμακο, η μόνη θεραπεία μέσω της οποίας ο πρωταγωνιστής Βαντίμ αναζητά πατήματα και στήριγμα σε ένα παρόν και σε ένα μέλλον βαμμένο με χρώματα της απαισιοδοξίας και της ηθικής κατάπτωσης. Ο Γιάννης Μπαρτσώκας στο εξαιρετικό επίμετρο αναφέρει χαρακτηριστικά: “Δεν στερεί τίποτα από την αισθητική αξία του έργου να θεωρήσουμε την κοκαΐνη ως σύμβολο της κοινωνικής παρακμής που επέρχεται υπό το καθεστώς ενός ανάλγητου ολοκληρωτισμού, ως σύμβολο της διάλυσης, της πλήρους κατάρρευσης οποιασδήποτε ιδέας ή αξίας. Αλλά και η μονόπλευρη ανάγνωσή του ως πολιτικού σχολίου πάσχει”.
Το μυθιστόρημα μπορεί να λειτουργήσει ως αναγεννησιακό θρησκευτικό τρίπτυχο που διαβάζεται σε τρία μέρη. Στα δύο πρώτα μέρη ο πρωταγωνιστής ετοιμάζεται για αυτό που θα ακολουθήσει στο τρίτο μέρος. Η επαφή του με το άλλο φύλλο και η μόλυνση που επιφέρει στη γυναίκα είναι ένα ακόμα στοιχείο της αρρώστιας που κουβαλάει. Δεν είναι η μόλυνση αυτή καθεαυτή, είναι το γεγονός πως ηθικά και μέσα του ψυχικά είναι ένα άρρωστο μέλος της κοινωνίας και αυτό περνάει και σωματικά. Και παραδέχεται την ανεπάρκειά του όσο και την ανειλικρίνειά του, απολογείται για το γεγονός πως βρήκε στην Σόνια ένα εξιλαστήριο θύμα και ψέγει τον εαυτό του και μας αφηγείται: “Η Σόνια ήταν το πρώτο πρόσωπο μπροστά στο οποίο δεν ήμουν αναγκασμένος να σηκώνω το φορτίο της επιπολαιότητας και της κατά παραγγελίαν ευθυμίας. Γι’αυτήν, ήμουν απλώς ένα αγόρι τρυφερό και ονειροπόλο. Από την πρώτη μου απόπειρα να είμαι ειλικρινής μαζί της, κατάλαβα με τρόμο πως δεν έπρεπε, πως δεν είχα το δικαίωμα, πως δεν μπορούσα να είμαι ειλικρινής”.
Η αφήγηση του Αγκέεφ, του Μαρκ Λάζαρεβιτς Λέβι όπως είναι το πραγματικό του όνομα, είναι ένα μωσαϊκό συμβάντων που οδηγούν τον Βαντίμ Μασλένικοφ να παραδεχτεί πως έχει χάσει τη μάχη της αυτοσυντήρησης, είναι πυρακτωμένος από την μανία των ναρκωτικών που είναι και η λύτρωσή του από τα όσα τον περιβάλλουν, είναι η αποτυχία μιας ολόκληρης κοινωνίας να προστατεύσει τα μέλη της από την κατάπτωση, είναι ένας όλεθρος και μια υπαγωγή στο τίποτα γιατί το παν έχει ήδη χαθεί και ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει έρμαιο των δεινών καταστάσεων. Είναι μια παραδοχή πως το κοινωνικό πείραμα απέτυχε παταγωδώς και η κοκαΐνη πια μοιάζει ως το μόνο μέσο απελευθέρωσης από μια συνθήκη ειδεχθή, μια κατάσταση βαριάς ήττας.
“Ακριβώς όπως ο Γκόγκολ ήξερε πως οι χαρούμενες δυνάμεις των πρόωρων συγγραφικών του χρόνων είχαν εξαντληθεί τελείως και, παρά ταύτα, επαναλάμβανε καθημερινά τις προσπάθειες για δημιουργία, γνωρίζοντας πως ήταν μάταιες, και δεν τις εγκατέλειπε (…) έτσι και αυτός, ο Μασλένικοφ, συνεχίζει να καταφεύγει στην κοκαΐνη, αν και γνώριζε από πριν ότι θα του έφερνε μια φρικτή απόγνωση”