Η γαλλική λογοτεχνία, με τις ιστορίες που πλάθουν οι συγγραφείς που την εκπροσωπούν, χαρίζει μέσα στους αιώνες στιγμές μοναδικής αναγνωστικής απόλαυσης στους αναγνώστες. Από την εποχή του Chretien de Troyes τον 12ο αιώνα, που θεωρείται ο πρώτος γάλλος μυθιστοριογράφος μέχρι και το σήμερα, ο γαλλικός λογοτεχνικός κόσμος είναι πλούσιος σε αφηγήσεις παντός τύπου. Είναι μία περιπέτεια εξαίρετου κάλλους, ένας γοητευτικός περίπατος που συνεχίζει να μας συνεπαίρνει. Είναι πάντα επίκαιρη η γαλλική λογοτεχνία και πάντα μία συναρπαστική αφορμή να την ανακαλύπτουμε καθώς ξεδιπλώνεται με τον ανθρωποκεντρικό αλλά και ρομαντικό της χαρακτήρα. Η γαλλική λογοτεχνία είναι ακόμα ζωντανή, παρούσα και πάντα με ένα καινούργιο πρόσωπο μέσω των σύγχρονων πρωταγωνιστών της, όπως είναι ο Άλεξ Καπύ. Το μυθιστόρημα Λέον και Λουίζ έχει ένα άρωμα εποχής, όχι μόνο ως προς την ιστορία αλλά και ως προς την ατμόσφαιρα της γραφής και του ύφους.
Ταξίδι στον χρόνο και στον καιρό των ανθρώπων του μεσοπολέμου που διψούν για έρωτα
Ονόματα γνωστά όπως του Prosper Merimee, του Gaston Leroux, του Honore de Balzac, του Louis Pergaud, του νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό, του Καρίλ Φερέ αλλά και ονόματα λιγότερο διάσημα, αν και αναγνωρισμένα, όπως ο Christian Bobin, ο Joseph Andras, η Elsa Triolet, αλλά και ο Άλεξ Καπύ, έχουν γράψει τη δική τους μοναδική ιστορία και έχουν χαράξει στη μνήμη μας και στις καρδιές μας δρόμους λέξεων γεμάτους εικόνες και περιγραφές αστείρευτης ομορφιάς και χάρης. Μέσω των βιβλίων και των πρωταγωνιστών τους, οι συγγραφείς ξεδιπλώνουν τις ζωές των ανθρώπων της εποχής τους και μας τις προσφέρουν στο τραπέζι της αναγνωστικής μας πείνας έτοιμες προς «βρώσιν». Η γαλλική λογοτεχνία του ρεαλισμού, του νατουραλισμού, του ρομαντισμού και τόσων άλλων κινημάτων διαπρέπει με μία σθεναρή πίστη στον ανθρωποκεντρισμό, μιλώντας ανοιχτά ή έμμεσα για τα πάθη, τις σκέψεις, τους έρωτες, τις αγωνίες του ανθρώπου.
Σε αυτά τα βήματα των μεγάλων της λογοτεχνίας βαδίζει με σιγουριά και σταθερή γραφή ο συναρπαστικός αφηγητής Άλεξ Καπύ, ο οποίος χτίζει μια ιστορία αγάπης ανάμεσα στα χαρακώματα των δύο Παγκοσμίων πολέμων. Το ύφος του μας θυμίζει πολύ τα ερωτικά διηγήματα του Γκυ ντε Μωπασάν με τις απαράμιλλης ομορφιάς περιγραφές και έχουμε την εντύπωση διαβάζοντας τον Καπύ πως ξαναζούμε τον τόσο ποιητικό και ρομαντικό 19ο αιώνα. Eισέρχεται στα άδυτα του ηρώων του για να ρίξει φως στις άγνωστες και αδύναμες πτυχές τους, να φωτίσει τον δρόμο προς την επιτυχία ή την αποτυχία του έρωτα. Ο Γάλλος συγγραφέας μπορεί σε κάποιες στιγμές να σπέρνει τη θλίψη και τη λύπη, την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα -παράλληλα όμως, φροντίζει να πασπαλίζει τις ζωές των ηρώων του με το ρομαντισμό και τον ερωτισμό όταν πρόκειται να μας εκμυστηρευτεί το τι συμβαίνει πίσω από το παραβάν και τα παρασκήνια, εκεί όπου εισβάλει για να μην ξεφύγει τίποτα που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα ένα πράγμα ξένο προς την ίδια την ζωή. Και όλα αυτά σαν τον ζαχαροπλάστη που έχει βάλει την τελευταία πινελιά για να μας πει την τελευταία του λέξη.
Αναμφίβολα, ο αναγνώστης διακρίνει έντονη την μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του Καπύ παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Στο στοιχείο της ευάλωτης φύσης των ηρώων του, ο Καπύ δεν φείδεται λόγων, εμμένει σθεναρά γιατί έτσι ξεγυμνώνει κάθε ανησυχία τους, τους ξεμπροστιάζει ενώπιον του αναγνώστη και καυτηριάζει με κωμικό και σκωπτικό τρόπο εκείνους που λυγίζουν μπροστά στο τέρας της αιώνιας ερώτησης, να την παρατήσω ή μήπως θα την πληγώσω ανεπανόρθωτα; Η ιστορία του Λεόν και της Λουίζ είναι μια κολόνια που κρατάει χρόνια, είναι ένα πάθος ασίγαστο και με φλόγα που δεν έχει πάψει να καίει. Τι και αν πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκαν μετά από πολύ καιρό θεωρώντας ο ένας τον άλλον πεθαμένο αφού είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, η ματιά τους είναι ακριβώς η ίδια, η θύμηση του έρωτά τους παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια ιστορία έρωτα, μία από αυτές τις ιστορίες που ξέρουν να αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη αλλά ο συγγραφέας δεν μένει μόνο σε αυτό καθώς παρουσιάζει όλο το φάσμα της αγωνίας των ανθρώπων που έζησαν τον όλεθρο του πολέμου και βιώνουν την έλευση ενός ακόμα χειρότερου. Αυτά συμπεριλαμβάνει με λεπτομέρεια στην αφήγησή του και μας κρατά το ενδιαφέρον ζωηρό, μας παίρνει από το χέρι για να μας ταξιδέψει στη δική του μοναδική μηχανή του χρόνου και να μας ξετυλίξει το κουβάρι όλων αυτών των γεγονότων που εμείς ως αναγνώστες τα βλέπουμε πια μέσα από τη διόπτρα της ιστορίας. Και όμως αυτά συνέβαιναν τότε και ο συγγραφέας με κινηματογραφικό τρόπο μας τα προσφέρει να τα ξαναζήσουμε. Η Λουίζ εξομολογείται στον αγαπημένο της Λεόν τα εξής χαρακτηριστικά μέσα σε ένα πνεύμα έντονου ερωτισμού: “Όταν ο άνεμος σφυρίζει ανάμεσα στα δέντρα, ακούω τη φωνή σου να ψιθυρίζει όμορφα πράγματα στ’αυτί μου, και όταν ο ρινόκερος χασμουριέται στον ποταμό Σενεγάλη, βλέπω τις άκρες του στόματός σου, που είναι πάντα φιλικά στραμμένες προς τα πάνω, ακόμα κι όταν δεν θέλεις να χαμογελάσεις ͘ ο ουρανός έχει το γαλανό των ματιών σου, και το ξερό χορτάρι είναι ξανθό σαν τα μαλλιά σου – μ’έχει ξαναπιάσει το ποιητικό μου”. Αυτός είναι ο σφυγμός ενός έρωτα που δεν θέλει να τελειώσει γιατί μένει πιστός σε μια ατέρμονη αιωνιότητα.
“Συνηθίζεις τα κενά σου και ζεις μ’αυτά, είναι μέρος του εαυτού σου και δεν θέλεις να τα στερηθείς ͘ αν έπρεπε να περιγράψω τον εαυτό μου σε κάποιον, το πρώτο πράγμα που θα μου ερχόταν στον νου, θα ήταν δεν μιλάω ρώσικα και δεν μπορώ να κάνω πιρουέτες. Έτσι λοιπόν, τα κενά γίνονται με τον καιρό χαρακτηριστικά σου γνωρίσματα και γεμίζουν κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τους τον εαυτό”