Με οδηγό τον Λόρδο Μπάιρον και την ιστορία της Νότιας Αφρικής, ο Νομπελίστας Τζον Μάξγουελ Κούτσι αφηγείται τη ζωή του καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι σε μια περίοδο ιδιαίτερα τεταμένη καθώς η Νότια Αφρική βρίσκεται σε ιστορικό μεταίχμιο. Τα σημάδια της σύγκρουσης μεταξύ λευκών και μαύρων, απόρροια της πολιτικής του απαρτχάιντ δεν σταματάνε από τη μία μέρα στην άλλη και η ιστορία της κόρης του καθηγητή, της Λούσι είναι το απόλυτο παράδειγμα σε μια χώρα που μαστίζεται από ρατσισμό και άκρατη βία, μια βία που εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της και δίχως να κρύβεται. Ο Κούτσι διεισδύει με τον αριστοτεχνικό τρόπο που έχει στην αφήγηση και έχουμε την τύχη να έχουμε στα χέρια μας ένα μυθιστόρημα βραβευμένο, το οποίο επανεκδίδεται 25 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία για να επιβεβαιώσει πόσο σημαντικός είναι για τα γράμματα ο Κούτσι και πόσο δίκαια βραβεύτηκε με Booker το συγκεκριμένο βιβλίο το 1999.
Θέτοντας αμείλικτα ερωτήματα μέσα σε ένα κλίμα μίσους και αποξένωσης
Η ιστορία ξεκινάει με την σχέση του καθηγητή Λούρι με μια φοιτήτριά του, μια σχέση που προκαλεί αναταραχή και σκάνδαλο, μια σχέση πάθους από αυτές που δεν μπορούν να αποτραπούν γιατί σαν το πάθος πλημμυρίσει τον ανθρώπινο νου τίποτα δεν το σταματά ό,τι και αν γίνει. Εξάλλου, από αυτό το ερωτικό πάθος κανείς δεν γλιτώνει και το ερωτικό σκίρτημα βρίσκει όλους ανεξαρτήτως ηλικίας και χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά χωρίς καν να ρωτήσει. Αυτό συμβαίνει και στον καθηγητή Λούρι, ο οποίος δεν θα μπορούσε προφανώς να αποτελέσει εξαίρεση από τα δίχτυα του θεού Έρωτα που κανέναν δεν ρωτάει αλλά εφορμά και δημιουργεί αναταράξεις στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, αυτό το παράπτωμα της σχέσης με μια φοιτήτριά του είναι κάτι που δημιουργεί πολλαπλά στρώματα ανησυχίας στις τάξεις του πανεπιστημίου και ο καθηγητής Λούρι βρίσκεται απομονωμένος. Εδώ υπεισέρχεται και ο Μπάιρον, ο οποίος και εκείνος με τη σειρά του είχε τις περιπέτειές του στην εποχή του και ο Κούτσι βρίσκει την εξαιρετική ευκαιρία να παραλληλίσει τους δύο άνδρες και να μας αφηγηθεί την ταραγμένη ζωή του Φιλέλληνα ποιητή.
Η αναφορά στον Μπάιρον δεν είναι διόλου τυχαία, καθώς ο Κούτσι μοιάζει να είναι μέγας θαυμαστής του και αυτό το αποδεικνύει καθώς αναφέρεται σε αυτόν ουκ ολίγες φορές μέσα στο μυθιστόρημα αναφερόμενος μάλιστα και σε στίχους του, σε σχέσεις του, στο ταξίδι του στην Ιταλία και τελικά στο θανατικό που τον βρήκε στην Ελλάδα. Ο Μπάιρον είναι μια πολυσχιδής μορφή που μπορεί κανείς να παρομοιάσει με τον επίγονό του Όσκαρ Ουάιλντ. Και οι δύο μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την συγγραφή, ήταν περιπτώσεις μοναδικές και ο Μπάιρον άνοιξε τον δρόμο για τον Ρομαντισμό, για αυτήν την ευγενή συναισθηματική διάθεση γεμάτη λυρικότητα που με τα ποιήματά του μετέδωσε στον κόσμο.
Είχε την απαράμιλλη ευτυχία να σαγηνέψει πλήθος γυναικών και να σαγηνευτεί από την ιδέα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης των λαών. Ήταν ένας ποιητής ιδεολόγος και ένας ιδεολόγος ποιητής που έδρασε πάντα με το συναίσθημα δίχως να ακούσει ή να υποταχθεί σε κανόνες και σε στερεότυπα. Μιλούσε με την καρδιά του και έγραφε με την φωνή της ψυχής του που τον όριζε και τον κατηύθυνε σε κάθε του βήμα. Αρνήθηκε πολυτέλειες και με την ποίησή του θέλησε να εκφράσει τα ιδανικά του, παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος ένας υπερασπιστής του αγώνα του, του δικού του αγώνα. Πάλεψε για την δυνατότητα οι λαοί να είναι ανεξάρτητοι και έδρασε ανιδιοτελώς πουλώντας την περιουσία του και όλα του τα υπάρχοντα για να υπηρετήσει με αφοσίωση αυτόν τον σκοπό. Λόγω όλων αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, ο Κούτσι δεν θα μπορούσε να μην σαγηνευτεί και ο ίδιος από την προσωπικότητά του και να τον εντάξει στο μυθιστόρημα ως απόλυτο σημείο αναφοράς σε μια εποχή όπου λείπει ο ρομαντισμός του.
Σε δεύτερο επίπεδο και μετά το σκηνικό του καθηγητή Λούρι έρχεται ένα συμβάν που έχει ως θύμα την κόρη του Λούσι, η οποία πέφτει στα δίχτυα κακοποιών, μαύροι εναντίον λευκών. Οι μαύροι είναι οι θύτες και οι λευκοί τα θύματα σε μια χρόνια διένεξη που χρονολογείται από την εποχή του απαρτχάιντ όταν οι λευκοί βίαζαν και λεηλατούσαν περιουσίες μαύρων και συμπεριφέρονταν με όρους κατακτητών στους μαύρους που απλά ήθελαν να ζήσουν ειρηνικά στη δική τους γη. Όλο αυτό το κλίμα έντασης αντιστρέφεται εδώ και η Λούσι καθώς και ο πατέρας της καθηγητής Λούρι είναι τα θύματα κακοποιών που μπαίνουν στο σπίτι τους για να ρημάξουν και τελικά να βιάσουν την κόρη του καθηγητή ως μια πράξη εκδίκησης, ως μια πράξη που αποδεικνύει πως το μίσος καραδοκεί σε κάθε γωνία και είναι έτοιμο να δείξει τα δόντια του και να κατασπαράξει κάθε προσπάθεια αποσυμπίεσης που επιχειρείται. Ο Κούτσι ως παρατηρητής των γεγονότων και έχοντας βιώσει όλο αυτό το κλίμα έχθρας δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος και να μην σχολιάσει με σκωπτικό και ωμό τρόπο να όσα διαπιστώνει.
Ο ίδιος ο καθηγητής ζει μετά από όλα αυτά τα γεγονότα σε ένα καθεστώς ατίμωσης, δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του μυθιστορήματος, και ο Κούτσι αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ζω σε ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου. Δεν έχω αρνηθεί την τιμωρία. Δεν διαμαρτύρομαι. Αντιθέτως, την υφίσταμαι μέρα με τη μέρα, προσπαθώ να αποδεχτώ την ατίμωση ως κατάσταση της ύπαρξής μου. Δεν αρκεί στον Θεό, πιστεύετε, το γεγονός ότι ζω σε μια κατάσταση ατίμωσης χωρίς χρονικό όριο” δηλώνει ο καθηγητής Λούρι σε μια προσπάθεια να αναδείξει τον ψυχισμό του και τις εσωτερικές φωνές που αποτυπώνουν την συνειδησιακή του κατάσταση, έναν εσωτερικό πόλεμο που βιώνει μέσα του. Ο Κούτσι γνωρίζει πώς να προσεγγίσει τον ήρωά του και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό.
“Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη της ψυχής να έχουν ψυχή και μπορεί οι ψυχές τους να ζουν μια ανεξάρτητη ζωή;”