Στο βιβλίο αυτό που εμφανίζεται αποσπασματικό αλλά έντονα φορτισμένο, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της κρίσης του αφηγητή, μιας κρίσης ψυχολογικής που τον κεραυνοβολεί. Ο Ροτ κάνει αναφορά σε μία πατρίδα που είναι χαμένη, σε έναν τόπο που δεν γεννά πια χαρά και δεν εκπέμπει ανεμελιά και γαλήνη. Μιλάει για τα παλιά χρόνια και μας αφήνει με μια πικρή γεύση για το αβέβαιο παρόν, το οποίο πλέον ζει. Ο τόπος στον οποίο αναφέρεται το μυθιστόρημα είναι η περίφημη Γαλικία, τόπος καταγωγής του, αυτήν την οποία και μνημονεύει με έναν μελαγχολικό τόνο και μία συναισθηματική φόρτιση που είναι έκδηλη: “Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’ τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις”.
Αφηγητής και εικονογράφος μίας απερίγραπτα κατά τα άλλα κατατρεγμένης κοινωνίας από τα δεινά και τις συμφορές του Μεγάλου πολέμου που μόλις έληξε και στον οποίο και εκείνος συμμετείχε άρα έχει εμπειρία από πρώτο χέρι, φέρνει στο προσκήνιο την ιστορία ανθρώπων που προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να ορθοποδήσουν ανακτώντας την χαμένη τους αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση. Πως όμως να επανακάμψεις τόσο εύκολα όταν ο αέρας των όπλων ακόμα ηχεί και η ανασυγκρότηση κυρίως η ψυχολογική έχει καταστεί όνειρο απατηλό θερινής νυκτός; Ο Ροτ με αλληγορική ματιά και διάθεση πραγματεύεται την απώλεια ενός κόσμου που φεύγει και ενός κόσμου που λογικά θα αναγεννηθεί γιατί αυτό ορίζει η ιστορία της ανθρωπότητας, οι κρίσεις και οι πόλεμοι είναι αναγκαία κακά για την «αποτοξίνωσή» του.