Το μυθιστόρημα γράφεται μέχρι και τα τέλη του 1914, σε μία εποχή πολιτικά και κοινωνικά άστατη και ασαφή ενώ παράλληλα ξεσπάει ο αιματηρός Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, τον οποίο εμμέσως πλην σαφώς ο συγγραφέας στηλιτεύει για τις ολέθριες αλλαγές που επέφερε όχι μόνο στον κόσμο αλλά και στον ίδιο και για τις οποίες πολύ εθελοτυφλούσαν. Ο κόσμος της ευδαιμονίας που εδραιώθηκε με την belle époque δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος. Η χαρά της ζωής, πλασματική και εύθραυστη, αυτή που όλοι φαντάστηκαν πως θα διαρκούσε για πάντα κατακρημνίστηκε και εξατμίστηκε για πάντα. Ο Ford, βρισκόμενος προσωπικά σε κατάθλιψη και σε σύγχυση λόγω προσωπικών παλινωδιών, θα βρεθεί να καθρεφτίζεται στο αφηγηματικό πυρετό του πρωταγωνιστή του Τζον Ντάουελ με ένα αίσθημα μελαγχολίας και αδυναμίας συνειδητοποίησης των όσων συμβαίνουν.
Στην πραγματικότητα δεν είναι απλά μια ιστορία πάθους όπως αναγράφεται κάτω από τον τίτλο, είναι η κορύφωση ενός είδους προσωπικού Θείου δράματος καθώς ο αφηγητής χαμένος ή παρασυρμένος από την λαίλαπα των γεγονότων που βιώνει από πρώτο χέρι και πνιγμένος στις συμβάσεις, δεν διαβλέπει την δική του βαθμιαία απώλεια που τον οδηγεί σε ένα μοιραίο κενό να αφουγκραστεί την πραγματική αλήθεια. Θα ζήσει θανάτους, δράματα, έρωτες και χωρισμούς, συγκρούσεις και αδιέξοδα, ψυχολογικές εντάσεις και εχθρικές σχέσεις, ένα συνεχές πολεμικό μέτωπο συναισθημάτων που μοιάζουν να υποβόσκουν και να καλλιεργούνται. Όλα μοιάζουν να πορεύονται σε μία πλασματική καλοζωία εν μέσω όμως ενός ταραγμένου λαβυρίνθου και ενός κυκεώνα πραγμάτων. Θα μας πει ο αφηγητής: “Έχω, και το ξέρω αφηγηθεί την ιστορία αυτή μ’ έναν τρόπο ακανόνιστο, δίχως συνοχή, και θα ναι δύσκολο πολύ για τον καθένα να βρει τον δρόμο του μέσ’ απ’ αυτό που ίσως μοιάζει με λαβύρινθο. Αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτα πια, δε μπορώ να βοηθήσω. […] Κι όταν κανείς αφηγείται μια τέτοια ιστορία – παρατεταμένη, λυπηρή, θλιβερή -, πηδάει ακανόνιστα απ’ το παρελθόν στο μέλλον κι απ’ το μέλλον στο παρελθόν”.