Ο Λέων Τολστόι στην Άννα Καρένινα είχε γράψει πως όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες λίγο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους ενώ κάθε δυστυχισμένη οικογένεια έχει τη δική της μοναδική δυστυχία, είναι δηλαδή δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο. Ο Ραντουάν Νασσάρ μιλάει ανοιχτά για την οικογένεια που έχει στους κόλπους της έναν άσωτο υιό που επιστρέφει στην οικογένεια για να την υπηρετήσει με σεβασμό στις παραδόσεις και τις αρχές που οφείλουν να διέπουν κάθε οικογένεια, αυτή που σέβεται πάνω από όλα τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Νασσάρ γράφει ένα μυθιστόρημα βαθιά συναισθηματικό και συγκινησιακά φορτισμένο, ένα μυθιστόρημα που έχει μια ενδόμυχη θρησκευτικότητα και έντονους συμβολισμούς μέσα από έναν λόγο που μας παραπέμπει στον πρώτο άνθρωπο της Αγίας Γραφής, αυτόν που παλεύει να ορθοποδήσει και να δει την καθαρή αλήθεια, μακριά από πειρασμούς.
Η ιερή επιστροφή του απολωλότος αμνού πίσω στην αγκαλιά της θαλπωρής
Η οικογένεια πάντα θα αποτελεί την πυξίδα μιας καλοστεκούμενης και καλοδιατηρημένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που διέπεται από κανόνες, αρχές και αξίες και δεν διαλύεται αφού είναι βασισμένη σε ισχυρά θεμέλια. Ο πρωταγωνιστής αδερφός, ο Αντρέ είναι το κυρίαρχο πρόσωπο του βιβλίου, είναι εκείνος που παλεύει να εξηγήσει την απρεπή συμπεριφορά του και να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά του πατέρα του από τον οποίο είχε απομακρυνθεί. Πρόκειται για μια επιστροφή που ενέχει σαφέστατα την έννοια της συγχώρεσης και της μετάνοιας. Ο συγγραφέας εντάσσει τον αναγνώστη σε ένα περιβάλλον όπου η ανθρώπινη φύση δοκιμάζεται, τόσο ο Αντρέ, όσο τα αδέρφια αλλά και ο πατέρας βιώνουν ο καθένας τη δική του απώλεια από την απομάκρυνση του Αντρέ. Αδιαμφισβήτητα, η επιστροφή αυτή αποτελεί δίχως άλλο την επιβεβαίωση πως ακόμα και η χειρότερη πληγή είναι ικανή να κλείσει.
“Και θυμήθηκα που ακούγαμε πάντα τον πατέρα να μας κάνει κήρυγμα πως τα μάτια είναι ο λύχνος του σώματος, και πως αν αυτά ήταν καλά ήταν γιατί το σώμα περιείχε φως, και πως αν τα μάτια δεν ήταν καθαρά ήταν γιατί αποκάλυπταν ένα σώμα ζοφερό, κι εγώ, ενώπιος ενωπίω με τον αδερφό μου, αναδίδοντας αψιά μυρωδιά κρασιού, ήξερα πως τα μάτια μου ήταν δύο απωθητικά κουκούτσια, όμως δεν μ’ ένοιαζε, ήμουν σαστισμένος ή μάλλον χαμένος…” γράφει ο Νασσάρ περιγράφοντας σαν χείμαρρος τις σκέψεις και τους συλλογισμούς του Αντρέ. Ο τελευταίος κυριευμένος από τα συναισθήματά του και τον πυρετό του ξεδιπλώνει όλο το φάσμα των πραγμάτων που του καίνε το μυαλό και του περονιάζουν την ψυχή. Ο Αντρέ είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, είναι η προσωποποίηση της αγωνίας και της ανησυχίας που βιώνει το κάθε μέλος της οικογένειας σε έναν κόσμο όπου οι σχέσεις και η επικοινωνία δείχνει να αποσυντίθεται από τα δομικά υλικά της, από τα στοιχεία που την καθιστούν βιώσιμη.
Κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο είναι και η πτυχή του ρομαντισμού με την έννοια της επείγουσας επιστροφής σε μια φύση που καλεί για βοήθεια σήμερα όσο ποτέ. Η γη της οικογένειας είναι για τον συγγραφέα μια συμπαγής αλυσίδα από την οποία καλούνται να κρατηθούν όλα τα μέλη της, η γη είναι εκείνη που μας θρέφει όλους ανεξαιρέτως και άρα δεν θα μπορούσαμε να μην την υμνούμε όπως της αρμόζει. Ο Αντρέ είναι έτοιμος να δοθεί ψυχή τε και σώματι σε αυτήν την ιερή αποστολή, να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία της οικογένειας και να γίνει και πάλι κομμάτι αυτής της αλυσίδας, να προσφέρει με τα χέρια του και να τιμήσει τον πατέρα του. “…θα αναλάβω τα εργαλεία του πατέρα, θα τ’αβγατίσω, θα τα καθαρίζω εξονυχιστικά μετά από κάθε χρήση, θα απομακρύνω κάθε ακαθαρσία από το αυτί του σφυριού, το μάτι του αλφαδιού και τα δόντια του πριονιού, θα τα περνώ με ελαφρύ γράσο για να μη σκουριάσουν, να ‘ναι πάντα έτοιμα για την επόμενη χρήση…”.
Ο Αντρέ είναι έτοιμος να αναλάβει λοιπόν τα ηνία της υπευθυνότητας, να ξαναγίνει ο πιστός γιος, ο άξιος αδερφός, ο νέος πάνω στον οποίο η οικογένεια μπορεί να βασιστεί και πάλι. Ο ίδιος νιώθει ένοχος για όσα συνέβησαν με την φυγή του και μέλημά του είναι να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους δικούς του, να καταστεί και πάλι χρήσιμος στην κοινωνία και να αφήσει πίσω του το κακό παρελθόν και τις οδυνηρές στιγμές που πλήγωσαν τα αδέρφια του. Αυτά πάντως είναι και τα υπεύθυνα για την επανασυγκόλληση, την επαναφορά του Αντρέ πίσω στην οικογενειακή εστία. Υπάρχει από την πλευρά του άσωτου υιού η παραδοχή πως ό,τι συνέβη βαραίνει την ψυχή του και νιώθει βαθιά συντετριμμένος. “…εγώ ήμουν ο σαλεμένος αδερφός, εγώ, ο βουρλισμένος, εγώ ο αδερφός που μύριζε πανούκλα, που είχα στο δέρμα μου τη βλέννα απ’ όλους τους γυμνοσάλιαγκες, το χυμένο σάλιο του δαίμονα, τσιμπούρια στους πόρους μου, σαστισμένα μυρμήγκια στις μασχάλες και άφθονες κρεατόμυγες να ξεφαντώνουν στο μιαρό σώμα…”.
Η αρχαία καλλιέργεια αποτελεί ένα βιβλίο αναφορά από έναν άνθρωπο που εδώ και πολλά χρόνια έχει αφοσιωθεί στην γεωργία και την κτηνοτροφία, πρόκειται έτσι για ένα μυθιστόρημα που αφήνει ισχυρό το αποτύπωμα όχι μόνο στην πορτογαλική γλώσσα αλλά και παγκοσμίως. Ο Ραντουάν Νασσάρ μπορεί να μην είναι ο πιο φημισμένος και ο πιο διαβασμένος συγγραφέας που έχουμε γνωρίσει, καταφέρνει όμως να συνταράξει τον μικρόκοσμό μας, να δώσει μια ώθηση για μια διαφορετική θέαση των πραγμάτων και δη του περιβάλλοντος που τόσο έχει ανάγκη από αναγέννηση σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς.
“…η ζωή οργανώνεται μέσα από τις αντιφάσεις, ό,τι είναι καλό για κάποιους για άλλους είναι θάνατος, κι ανάμεσα σε όσους βρέθηκαν παραπεταμένοι στον πάτο, μόνο οι χαζοί δανείζονται απ’ όσους βρίσκονται από πάνω τον χάρακα που κρατούν για να μετρούν τον κόσμο…”