Η γαλλική λογοτεχνία, με τις ιστορίες που πλάθουν οι συγγραφείς που την εκπροσωπούν, χαρίζει μέσα στους αιώνες στιγμές μοναδικής αναγνωστικής απόλαυσης στους αναγνώστες. Από την εποχή του Chretien de Troyes τον 12ο αιώνα, που θεωρείται ο πρώτος γάλλος μυθιστοριογράφος μέχρι και το σήμερα, ο γαλλικός λογοτεχνικός κόσμος είναι πλούσιος σε αφηγήσεις παντός τύπου. Είναι μία περιπέτεια εξαίρετου κάλλους, ένας γοητευτικός περίπατος που συνεχίζει να μας συνεπαίρνει. Είναι πάντα επίκαιρη η γαλλική λογοτεχνία και πάντα μία συναρπαστική αφορμή να την ανακαλύπτουμε καθώς ξεδιπλώνεται με τον ανθρωποκεντρικό αλλά και ρομαντικό της χαρακτήρα. Η γαλλική λογοτεχνία του ρεαλισμού, του νατουραλισμού, του ρομαντισμού και τόσων άλλων κινημάτων διαπρέπει με μία σθεναρή πίστη στον ανθρωποκεντρισμό, μιλώντας ανοιχτά ή έμμεσα για τα πάθη, τις σκέψεις, τους έρωτες, τις αγωνίες του ανθρώπου.
Εικόνες σκοτεινές από μια εφηβική ψυχή που θα γίνει λογοτεχνική μεγαλοφυΐα
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ υπήρξε και παραμένει έως και σήμερα θεμέλιος λίθος αυτού που ονομάζουμε γαλλική λογοτεχνία και αυτό το αποδεικνύει ήδη και πολύ πρώιμα από τις πρώτες του συγγραφικές διαδρομές. Τα διηγήματα που παρουσιάζονται σε αυτήν την εξαιρετική έκδοση υπό τη μεταφραστική φροντίδα και επιμέλεια της Έφης Κορομηλά, είναι δύο διηγήματα από τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας, είναι δύο διηγήματα σαφώς επηρεασμένα από την πατρική φιγούρα καθώς ο πατέρας του δούλευε στο νεκροτομείο και πραγματοποιούσε νεκροψίες. Ο ίδιος παρακολουθούσε κρυφά τον πατέρα του σε αυτά τα μακάβρια πλην αναγκαία και ως έφηβος στιγματίστηκε από τις εικόνες νεκρών. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά: “Μεγάλωσα ανάμεσα σε όλες τις ανθρώπινες δυστυχίες, από τις οποίες με χώριζε ένας τοίχος {…} Ίσως γι’αυτό έχω μερικές φορές μια στάση κυνική και πένθιμη. Δεν αγαπώ τη ζωή και δεν φοβάμαι τον θάνατο”.
Στα διηγήματα αυτά ο νεαρός Φλωμπέρ, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω ανακοινώνουν, ως προς την λογοτεχνική ευφυΐα και την αφηγηματική δεξιότητα, τα ύστερα μυθιστορήματά του όπως «Η Μαντάμ Μποβαρύ», «Μπουβάρ και Πεκισέ», «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», είναι κυριευμένος από την εικόνα του θανάτου. Τα δύο αυτά διηγήματα χαρακτηρίζονται από έναν δραματικό τόνο που είναι έκδηλος και εξουσιάζει τον αναγνώστη καθιστώντας τον και αυτόν έρμαιο των πιο σκοτεινών δυνάμεων της μη ζωής και της ανυπαρξίας του πληγωμένου από τη ζωή συγγραφέα. Μπροστά στην προσωπική του μελαγχολική φύση φαίνεται πως ο ίδιος ο Φλωμπέρ δηλώνει ανίκανος να ανταπεξέλθει καθώς τον κατακλύζουν καταθλιπτικές σκέψεις και βέβαια η εικόνα του θανάτου του στοιχειώνει το μυαλό ενώ ακυρώνει τις επιθυμίες του.
Ο Θάνατος, αυτή η μορφή που μοιάζει να έχει κατατροπώσει κάθε μορφή ζωής και να υπερισχύει πάνω της με κάθε μέσο είναι το κύριο χαρακτηριστικό των γραπτών του νέου σε ηλικία Φλωμπέρ. Την μορφή του θανάτου την παρουσιάζει πιο ισχυρή και από τον ίδιο τον Σατανά, έχοντας υπερνικήσει τα πάντα. Εξάλλου και ο ίδιος ο Σατανάς, αυτός ο δαίμονας που δεν υπολογίζει τίποτε άλλο παρά τον τρόπο με τον οποίο θα παγιδεύσει τον αδύναμο άνθρωπο στα δίχτυα του με την πονηριά του και την ύπουλη καλοσύνη του, στον θάνατο υποτάσσεται υποδεικνύοντας και την δική του αδυναμία να τον αντιμετωπίσει. Ο θάνατος του νεαρού Φλωμπέρ νικάει τα πάντα στο πέρασμά του, είναι μόνος βασιλιάς. Και στις δύο ιστορίες ο νεαρός Φλωμπέρ ξετυλίγει τις αναμνήσεις του και τις μετατρέπει σε ιστορίες που μας αφηγείται σαν να προσπαθεί να αποδιώξει με κάποιο τρόπο αυτό το πέπλο φόβου που τον έχει κατακλύσει.
Ο Ντζαλιόχ στο διήγημα Όπως θέλετε βιώνει την απόρριψη του κόσμου και προσπαθεί, παλεύει με νύχια και με δόντια να αποδεχτεί πως δεν θα γίνει ποτέ αντικείμενο πόθου από την Αντέλ ή από όποια άλλη γυναίκα και ο Φλωμπέρ γράφει γι’αυτόν: “Ο Ντζαλιόχ έμεινε να κοιτάζει τη χάρη των κινήσεών τους και την ομορφιά των μορφών τους. – Κι αναρωτήθηκε γιατί δεν ήταν κύκνος όμορφος όπως εκείνα τα ζώα. Όποτε πήγαινε κοντά σε κάποιον εκείνος έφευγε, οι άνθρωποι τον περιφρονούσαν. Γιατί λοιπόν να μην είναι ωραίος σαν εκείνους, – γιατί ο ουρανός δεν τον είχε κάνει κύκνο, πουλί, κάτι ανάλαφρο που τραγουδάει και που το αγαπάνε; – ή καλύτερα γιατί δεν ήταν το μηδέν;”.
Αντλεί ανακούφιση ψυχική από αυτήν την “ονειρική” κάθοδο στον Άδη που αυτός δημιουργεί για να ζωντανέψει τις λίγες ελπίδες του στην επιβίωση. Αν το δει κανείς με άλλο μάτι είναι μία επίθεση ολομέτωπη που διώχνει μακριά το μαύρο του μυαλού ονοματίζοντάς το και δίνοντάς του βροντερή φωνή που μόνο εκείνος μπορεί να την κάνει να σωπάσει. Είναι τόσο βαθύ το σκοτάδι που κάποια στιγμή θα φανεί στον ορίζοντα το φως γιατί μετά την καταιγίδα και τον κατακλυσμό ανθίζει η γη από τις στάχτες της. Έτσι και ο Φλωμπέρ αναγεννιέται από την δική του ολόγιομη θλίψη και αναζητά δρόμο και πορεία. Και κάτι τελευταίο, η Έμα Μποβαρί, αυτή η μοιραία ηρωίδα που με τόσο κόπο έχτισε και δημιούργησε είναι και αυτή μία “γυναίκα” του κόσμου, μία χαμένη ψυχή που οδηγήθηκε από τον συγγραφέα της και δημιουργό της στον απόλυτο χαμό και την αγκαλιά με το επέκεινα. Το κυριότερο είναι πως γεννήθηκε μέσα από αυτά τα διηγήματα γραμμένα και πλασμένα με πόνο και ιδρώτα ψυχής!
“Το νεκροταφείο βρισκόταν στη μέση της πλαγιάς, ο δρόμος ήταν γλιστερός και λασπωμένος, δεν ακούγονταν παρά τα βήματα των ιερέων και των αντρών που τα χοντρά παπούτσια τους βούλιαζαν στη λάσπη – και μετά οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες, το χιόνι που έπεφτε – η βροχή που λίμναζε μες στα χαντάκια και ο άνεμος που κουνούσε το σεντόνι του φερέτρου”