Ο Φώτης Κόντογλου, στον επίλογο αυτής της σπουδαίας έκδοσης που μας έρχεται από το μακρινό 1923, γράφει χαρακτηριστικά: “Δεν μπορεί να λέγεται λογοτέχνης ένας που γράφει με παραμελημένη γλώσσα. Γι’ αυτό λέγεται και λογοτέχνης. Είναι σα να λέμε πως ο γλύπτης μπορεί να παραρρίξη το μάρμαρο, είτε ο ζωγράφος το χρώμα και το σχέδιο. Πως μπορεί να γείνη αυτό, αφού το Μέσον που έχει ο καθένας τους, κάνει την τέχνη του ζωγραφική, γλυπτική ή μουσική”. Ο Κόντογλου είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, πιο καίριος από ποτέ σε αυτά που καταθέτει στον επίλογο της έκδοσης μέσα από μια εκ βαθέων εξομολόγηση σχετικά με όσα τον απασχολούν. Είναι ουσιαστικά η πεμπτουσία της αντίληψής του αναφορικά με τον ρόλο του πραγματικού και αυθεντικού δημιουργού και καλλιτέχνη, έτσι όπως ο ίδιος ως ζωγράφος, αγιογράφος και συγγραφέας θεωρεί πως θα πρέπει να είναι. Ο ίδιος εξάλλου υπηρέτησε πιστά και αγόγγυστα την τέχνη του από το δικό του μετερίζι επηρεάζοντας σύγχρονους και επιγόνους. Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει.
Ένας “άγιος” και αυθεντικός στοχαστής της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής
Στην έκδοση αυτή με τον ιδιαίτερο τίτλο Βασάντα, που στα σανσκριτικά σημαίνει άνοιξη σύμφωνα και με το γλωσσάρι που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου, ο Κόντογλου επιχειρεί ένα αφηγηματικό ταξίδι σε δικές του ξεχωριστές πολιτείες, όπως στο Άγιο Όρος το οποίο είχε ο ίδιος επισκεφτεί, στη Μικρασία από όπου και καταγόταν, στο έργο του Νταφόε με τον Ροβινσώνα του οποίου ταυτίστηκε. Οι ιστορίες του είναι ποτισμένες με το άρωμα του ταξιδιώτη νομά που υπήρξε σε όλη του τη ζωή και πολλές από αυτές έχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία όπως η ιστορία με τίτλο Ένα γράμμα όπου περιδιαβαίνει στις σκέψεις του και θυμάται την παραμονή του στο Παρίσι έχοντας προηγουμένως ταξιδέψει σε Ισπανία και Πορτογαλία. Έχει αφιερώσει όμως και ένα κείμενο στην αδερφή του την Τασίτσα όπου και αναφέρει με περισσή ποιητικότητα, αγάπη αλλά και λογοτεχνική δεξιοτεχνία: “Τα μεσάνυχτα κάθουμαι με το κεφάλι ακουμπισμένο στον αγκώνα. Κατέβα να μου κόψης τη λύπη, – έλα να μιλήσουμε. Κάνε να ταραχτή ο αγέρας, που βαραίνει από συφορά. Έξη φτερά έχεις: Δύο φτερούγες αγριοπεριστεριού, ασπρότερες από το λαιμό Σου, – κι άλλες δύο πλουμισμένες με κοκκινάδια, – κι άλλο ένα ζευγάρι που σαλεύουν πάνω απ’ το κεφάλι σου όπως της πεταλούδας”.
Ο Κόντογλου έχει φροντίσει να εικονογραφήσει με μοναδικό τρόπο τις ιστορίες αυτές αποδεικνύοντας και μαρτυρώντας τη βαθιά προσήλωσή του στην ελληνικότητα και την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση. Στη ζωή του εξάλλου δεν παρέκκλινε ποτέ από αυτήν την απλότητα που τον χαρακτηρίζει και στα έργα του τόσο τα ζωγραφικά όσο και τα συγγραφικά. Η έκδοση εμπεριέχει κείμενα διαφορετικά μεταξύ τους ως προς την θεματολογία τους ωστόσο με μία κοινή συνισταμένη καθώς ο λόγος του παραμένει απλός, λιτός και ιδιαίτερα προσβάσιμος στο ευρύτερο λαϊκό κοινό στο οποίο πρωτίστως απευθύνεται. Ως πεζογράφος, με το ιδιότυπο προσωπικό ύφος του, “μπολιασμένο” από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε γόνιμα τη γραφή μεταγενέστερων πεζογράφων αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930.
«Έμεινε σφιχτά προσκολλημένος στο ίδιο ύφος, χωρίς καμία εσωτερική ανανέωση, και τα πολλαπλά δημοσιεύματά επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα, ενώ η γλώσσα και το ύφος –που είχαν αναβρύσει τόσο αυθόρμητα και γνήσια στην αρχή– στεγνώνουν αργότερα σε κάποια μανιέρα, κάποτε και με μια δυσάρεστη αναβίωση αρχαϊσμών και καθαρεύουσας» γράφει ο Λίνος Πολίτης σχετικά με το έργο του Κόντογλου. Ο Κόντογλου ήταν ένας βαθιά πνευματικός άνθρωπος και ένας γνήσιος δημιουργός ενώ οι αναγνωστικές του ανησυχίες είχαν έναν σαρωτικό και πολυεπίπεδο χαρακτήρα χωρίς να αυτοπεριορίζεται αλλά με ανοιχτά τα φτερά της έμπνευσής του έπαιρνε σαν την εργάτρια μέλισσα την πολύτιμη γύρη και την μετουσίωνε σε έμπνευση. Δεν ξέχασε ποτέ τον φίλο του και συνοδοιπόρο λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα, με τον οποίο ήταν συμμαθητής και στον οποίο απευθύνεται στοργικά ως εξής: “Μια μυρουδιά από άγρια δροσερά λουλούδια με φραίνει αδιάκοπα ͘ ο κάθε καιρός που θα φυσήσει μου τη φέρνει απάνω στα φτερά του ͘ να τι είσαι Εσύ για μένα”.
Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται και οι μεταφραστικές του περιπέτειες και το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές, «ένα ύφος ανατολίτη παραμυθά». Κυριαρχεί ο παρατακτικός λόγος, με ρυθμό που θυμίζει λαϊκές αφηγήσεις, παραμύθια και αινίγματα. Συνδυάζει στοιχεία από τον κόσμο των παραισθήσεων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Ντεφόε και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όλα αυτά συνέθεταν ένα ύφος naif με καθαρά προσωπικό περιεχόμενο. Οι ήρωές του είναι σαν τους απλούς βιβλικούς ανθρώπους της ανατολής ή σαν τον bon sauvage του αγριανθρώπου των μακρινών αποικιών που λόγω της απομόνωσής του αυτής από τον δυτικό πολιτισμό παρέμεινε καλός και αγαθός. Ο Κόντογλου δεν θα σταματά να αποτελεί φάρο πνεύματος και πρότυπο δωρικότητας, το κερί της υπόστασής του θα παραμείνει αιώνια αναμμένο να φωτίζει για πάντα τις ψυχές όσων τον διαβάζουν.
“Μέσα στην παλιανθρωπιά που μας ζώνει από στεριά κι από θάλασσα, στέκεσαι Εσύ σα για να μου δείχνεις πως δε χάθηκε ολότελα απ’ αυτόν τον κόσμο η ευγένεια”
*Πηγές: Wikipedia